Γιώργης Κρόκος (1916-1997)
Λουκάς Αμπελιώτης: Η οφειλόμενη τιμή στο Γιώργη Κρόκο
Η Χίος όμως οφείλει να αποδώσει τιμές και σε άλλους μεγάλους συμπατριώτες μας που με το έργο τους, τη ζωή τους και την προσωπικότητα τους σφράγισαν την εποχή που έζησαν και τίμησαν τη Χίο μας. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιώργης Κρόκος.
Ο αείμνηστος Γιώργης Κρόκος υπήρξε μια πολύπλευρη και πολυτάλαντη προσωπικότητα. Στο επάγγελμα δάσκαλος, αγάπησε τα παιδιά με πάθος, απόφοιτος της Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ποιητής, πεζογράφος, μουσικός, ιεροψάλτης, λαογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Ακάματος εργάτης του πνεύματος δούλευε συνεχώς μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Μας άφησε περί τα εξήντα βιβλία ποιητικά, πεζογραφικά λαογραφικά και θεατρικά και πλήθος ανέκδοτων έργων.
Για το ποιητικό του έργο τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, από δήμους της χώρας μας και από πολλά πολιτιστικά και επιστημονικά σωματεία της Χίου και όλης της Ελλάδας.
Για το έργο του μίλησαν με εγκωμιαστικά λόγια οι πλέον έγκριτοι πανεπιστημιακοί καθηγητές: Μερακλής, Καλλέργης, Λουκάτος, Χαραλαμπάκης, Κουκουλομάτης, Παπαδογιαννάκης, Αναγωνστόπουλος, Μιρασγέζη, Γκενάκου και κορυφαίες προσωπικότητες του πνεύματος, των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών: Στασινόπουλος, Λούρος, Τσάτσος και άλλοι. Σήμερα ασχολούνται με το έργο του πολλοί φοιτητές των παιδαγωγικών τμημάτων των πανεπιστημίων μας και πολλοί κριτικοί κατατάσσουν την "Ελληνιάδα" του δίπλα στα μεγάλα ποιητικά έργα του Παλαμά, του Σεφέρη και του Ελύτη.
Αμέσως μετά το θάνατο του το 1997 εισηγηθήκαμε στην τότε δημοτική αρχή να πάρει μια οδό του Δήμου μας το όνομα του και να τοποθετηθεί η προτομή του στο Δημοτικό μας Κήπο.
Το αίτημα μας αυτό ως προς το πρώτο μέρος, καθώς δόθηκε το όνομα του σε ένα χωματόδρομο στο Λατόμι, με ένα μόνο σπίτι.
Πιστεύουμε ότι ο Δήμος της Χίου πρέπει σύντομα να αποδώσει την ελάχιστη τιμή που αξίζει σ’ αυτό το μεγάλο Χιώτη ποιητή της αγάπης και της ειρήνης τοποθετώντας μέσα στον Κήπο την προτομή του ανάμεσα στους άλλους αθάνατους Χιώτες του πνεύματος και των γραμμάτων.
Κλείνοντας παραθέτω το βιογραφικό του που ο ίδιος έγραψε και αποτελεί κατά τη γνώμη μας ένα από τα καλύτερα δείγματα της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας.
Βιογραφικό
Γεννήθηκα στη Χίο.
Η πρώτη μου ανάσα ήτανε μαστίχα.
Όταν πρωτάνοιξα τα βλέφαρα,
Είδα λουλούδια.
Ακόμη πιστεύω πως ήτανε μάτια,
που με μάθαιναν πώς να χαμογελώ.
Στην αγκαλιά της μάνας μου έμαθα χορό.
Αργότερα τον τελειοποίησα στο κύμα.
Είδα τα δέντρα και στάθηκα ολόρθος.
Είδα τα ρυάκια κι έμαθα να τρέχω.
Άκουσα τα κελαηδοπούλια και τραγούδησα.
Είδα το νυχτερινό ουρανό περβόλι
με τα’ αστέρια μανταρίνια στα κλαδιά τους.
Ύψωσα το χέρι να τα πιάσω
κι όλα χαμήλωσαν ίσως να τα φτάσω.
Για γειτονιά είχα ανοιγμένες αγκάλες.
Η μάνα μου ήταν αδερφή του ήλιου.
Ο Πατέρας μου πουλούσε την ομορφιά πραμάτεια.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή
Άρχισα να μπερδεύω τους αγίους των εκκλησιών
με τους πρόσφυγες.
Καταστραφήκαμε
κι αντίς να χαθώ, γίνηκα πολίτης όλου του κόσμου.
Για να μη μου κολαστεί ο παιδικός παράδεισος, τον φυλάω μες στην καρδιά μου.
Αυτός με βοηθά
Και μοιράζω την ψυχή μου τραγούδι
από χείλη σε χείλη.
Τραγουδάτε με.
Περισσεύω για όλους.
Με αγάπη:
Γιώργης Κρόκος
Από άρθρο του Λουκά Αμπελιώτη στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ, 18/1/2006
Χειρόγραφο, αρχείο π. Γ. Κ. |
ΔΥΟ ΠΟΥΛΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΛΙΑ
Ιστορία δυο παιδιών
Αθήνα 1978
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ποιήματα για μικρά παιδιά
ποιήματα για μεγάλα παιδιά
Αθήνα 1978
ΕΛΛΗΝΑ ΜΟΥ
Ποιήματα
Αθήνα 1980
ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΕΣ
ποιήματα για παιδιά
βιβλιοπωλείο της Εστίας
Αθήνα 1980
ΜΕΓΑΛΥΝΟΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Ποίηση
Εκδόσεις Φιλιππότη
Αθήνα 1981-1982-1983
ΟΙ ΔΟΥΛΕΥΤΑΔΕΣ
Ποιήματα για μεγάλα παιδιά και για εφήβους
Αθήνα 1986
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς
ΝΕΟΙ ΑΚΡΙΤΕΣ
ΣΕΙΡΑ: ΝΕΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, Αριθ. 2
Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ
Αθήνα 1990
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑΣ
Ποίηση
Κρατικό Βραβείο
Αθήνα 1990
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ Σ' ΕΝΑΝ ΚΡΙΝΟ
Ποίηση 1972 - 1991
Αθήνα 1991
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
Συναξάρια Αγίων
Μεγαλυνάρια Αγίων
Ποιήματα
Αποφθέγματα
Αθήνα 1992
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΜΟΣ Β'
Συναξάρια Αγίων
Μεγαλυνάρια Αγίων
Ποιήματα
Αποφθέγματα
Αθήνα 1992
ΕΙΡΗΝΗ
Ποίηση
(1981 - 1984 - 1985 - 1986 - 1991)
Αθήνα 1992
ΣΤΑΥΡΟΣ Ο ΦΥΛΑΞ
Εκδόσεις Καρδιάς
1993
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
(πενήντα και οχτώ παραλλαγές της ίδιας φλόγας)
Ποίηση (1981 - 1984 - 1986 - 1988 - 1990 - 1992)
Αθήνα 1993
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ
Ποίηση
Αθήνα 1994
ΡΟΔΑ ΚΙ ΑΓΚΑΘΙΑ
Ποιήματα για μεγάλα παιδιά ως εκατό χρονώ.
(1970 - 1994)
Αθήνα 1994
Ο ΓΕΛΑΣΤΟΣ
Μυθιστορία οικολογίας και ανθρωπιάς
(για παιδιά ως εκατό χρονώ)
Αθήνα 1995
Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΘΕΕ ΜΟΥ
(1987 - 1995)
Αθήνα 1996
ΤΟ ΣΤΑΧΥ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Η εικονογράφηση έγινε από το Μπάμπη Κοιλιάρη
Εκπολιτιστικός και Μορφωτικός Σύλλογος Λιβαδίων Χίου "Ο Γεώργιος Βούρος"
Αθήνα 1996
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΖΑΡΗΝΟΣ
(Μυθιστορία)
Το εξώφυλλο και τα στολίδια του βιβλίου έγιναν από το ζωγράφο Νίκο Φράσκο. Προσφορά του βιβλίου από τον συγγραφέα στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς Χίου.
Αθήνα 1991 - 1996
ΤΑ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ, ΠΟΥ ΜΙΛΑΝΕ
(Νηπιαγωγείο λουλουδιών)
Επιλεγόμενα: ΖΩΗΣ ΓΚΕΝΑΚΟΥ
Η εικονογράφηση έγινε από την Αμαλία Α, Ατσαλάκη και το Δημήτρη Ζιάκα
ΟΜΗΡΕΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΥ ΧΙΟΥ
Αθήνα 1996
Από το βιβλίο "Ο δάσκαλος Δημήτρης Χαρτουλάρης και το εκτός έδρας έργο του" |
Μια νύκτα με τους γέρους
Η μητέρα από το πρωί που κάνει ετοιμασίες. «Θα ‘χει, λέει ξεχωριστούς φίλους. Γι’ αυτό και το φαγητό πρέπει να είναι ξεχωριστό.
- Μα τα φαγητά σου είναι πάντα ξεχωριστά, τι πιο ξεχωριστό να φτιάξεις ακόμα.
- Α, είναι Ελλαδίτες και θα κάνω φαγητό που δεν έχουνε αυτοί.
- Σιγά να μην έχουνε και το ‘χεις εσύ αποκλειστικότητα, να το πατεντάρεις κιόλας. Έλα, μαμά, τι λες;
- Άκου που σου λέω. Δεν έχουνε αυτοί κολοκάσι. Θα φτιάξω λοιπόν, κουπέπια με κολοκάσι και μπόλικο σέλινο.
Απομονώνουμαι στο δωμάτιο μου. Έχω πολύ διάβασμα. Το ΑΤΙ (Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο) και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν… υπολογίζουν οικογενειακές υποχρεώσεις. Η μητέρα θα τα φροντίσει όλα.
Από νωρίς το βράδυ όλα είναι έτοιμα. Ακόμα και το μεγάλο τραπέζι στη σαλοτραπεζαρία είναι στολισμένο με το λινό άσπρο τραπεζομάντιλο, και τοποθετημένα τα σερβίτσια περιμένουν το… ξεχωριστό φαγητό και τους ξεχωριστούς επισκέπτες.
Το δωμάτιό μου είναι δίπλα από όλο αυτό το πανηγύρι. Θα δω, αν ενοχλούμαι, θα πάω στο πίσω δωμάτιο. Μα το κομπιούτερ μου είναι εδώ… τέλος πάντων, θα πάω πίσω να κοιμηθώ. Τι γυρεύω εγώ ανάμεσά τους; Ανάμεσα σε… γέρους;
Γύρω στις εννέα κατέφτασαν. Τους… κατέφτασε ο πατέρας, φυσικά, από το ξενοδοχείο τους στη Λευκωσία. Και ποιός νομίζετε πως ήταν ο ξεχωριστός ξένος μας; Ο Γιώργης Κρόκος, ο μεγάλος έλληνας ποιητής, με τη γυναίκα του. Τον είχε γνωρίσει η μητέρα σ’ ένα λογοτεχνικό Συνέδριο στο Αίγιο πριν μερικά χρόνια. Κι ο παπούς, να ξέρετε, γράφει κι αυτός πού και πού ποιήματα. Όχι ακριβώς γράφει, μα τα φτιάχνει και τα λέει από μνήμης. Γι’ αυτό, απόψε είναι εδώ όλοι, παπούς, γιαγιά, γονείς κι εγώ. Ήρθε κι η άλλη μου η γιαγιά, απ’ τον πατέρα. Αυτή δεν έχει… παππού. Πέθανε πριν εγώ γεννηθώ, δεν τον γνώρισα. Ήτανε καλοκάγαθος άνθρωπος, παραδέχονται όλοι.
Παράτησα κι εγώ τα διαβάσματα, η ευγένεια το απαιτούσε, να καθίσω για λίγο μαζί τους κι ύστερα συνεχίζω να παίζω το… βιολί μου. Να τελειώνω αυτό το πρότζιεκτ και να το παραδώσω, να ξεγνοιάζω. Μα το λίγο έγινε… πολύ, γιατί τέτοια παρέα δεν μου ξανάτυχε. Ακόμαι και τον παππού και τις γιαγιάδες με άλλο μάτι τους έβλεπα απόψε. Τι ιστορίες βγήκανε στην επιφάνεια, από τα παλιά καλά χρόνια… Κι όμως, δεν ήταν καλά χρόνια, για Κατοχή μίλαγε ο ξένος, για δυσκολίες επιβίωσης οι δικοί μου. Γιατί τότε, λένε πάντα, τα παλιά ωραία χρόνια; απορώ.
Έμεινα όλο το βράδυ μαζί τους. Και τι δεν άκουσα! Ιστορίες της Κατοχής από τον Γιώργη Κρόκο. Μόλις είδε τη γατούλα μας θυμήθηκε τη δική του γάτα, που τον έσωσε τότε, από την πείνα. Πήγαινε, λέει στο χασάπικο της γειτονιάς και πάντα κατάφερνε και και σούφρωνε και τούτο έφερνε. Και τότε αυτός, το μοιραζότανε μαζί της, ας ήταν και μια σταλιά άχρηστο λίπος ή κοκαλάκι.
- Και την ποίηση; Πότε την αρχίσατε, κύριε Κρόκο;
- Από πάντα. Ακόμα και τη γυναίκα μου, με ποιήματα την κέρδισα. Πολύ ρωμαντικό αυτό, είπα κι εγώ, και το αντιπαρέθεσα στο μυαλό μου με τα σημερινά αγόρια που απαιτούν επίμονα και χυδαία μερικές φορές, μια σχέση. Ωραίες εποχές, στ’ αλήθεια!
- Μα, κι εμείς ακόμα περάσαμε δύσκολα τα… ωραία εκείνα χρόνια, λέει κι η μαμά. Να δουλεύεις όπως οι άντρες κι όμως να αντιμετωπίζεσαι σαν… γυναίκα.
- Τι είναι αυτό, πάλι, μαμά, που λες; Άντρας… γυναίκα; απόρησα εγώ.
- Α, κορίτσι μου, δεν ήταν τα πράγματα όπως τώρα. Ναι, ήταν ο άντρας το πάν, ο πασάς κι η γυναίκα το… κάτι τι.
- Μα εσύ, μαμά, δεν πρέπει να ‘χεις παράπονο. Είσαι δασκάλα.
- Ναι, στην εποχή μας είναι που άρχισε η μεγάλη αλλαγή. Δειλά δειλά, μα και… αργά αργά. Γι’ αυτό… προλάβαμε κι εμείς τον ρατσισμό σε βάρος τη γυναίκας, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, της καριέρας μου και τα τελευταία μιας εποχής. Ακούστε τι έγινε, όταν πρωτοδιορίστηκα. Πήρα μια πρώτη τάξη, που στεγαζόταν σ’ ένα δωμάτιο, μακριά από το σχολείο, γιατί δεν επαρκούσαν οι αίθουσες. Ήρθε, λοιπόν, ο επιθεωρητής, τα ξεσκάλισε όλα, μάθημα, οργάνωση, τετράδια, περιβάλλον, συμπεριφορά παιδιών, απόδοση, κι έφυγε. Ούτε ένα λόγο, καλό ή κακό. Όλα τα κουβέντιαζε μόνο με το διευθυντή, κι αυτός πάλι, τίποτα σ’ εμάς. Οι δυο τους, σαν να είχαν επαγγελματική συμφωνία να μην βγάζουν τίποτε προς τα έξω, από όσα λέγονταν μέσα στο κατάκλειστο γραφείο. Κι εμείς δεν απαιτούσαμε τίποτε. Αυτή η σιωπή-περιφρόνηση ήτανε δεδομέντη.
Έφυγα από αυτό το σχολείο, άλλο γειτονικό και σε τρία χρόνια επανήλθα. Ο διευθυντής ο ίδιος. Ο κύριος Συμεωνίδης. Μια μέρα που μιλούσαμε οι δυο μας με πολύ φιλική διάθεση, για τα διδασκαλικά, δεν άντεξε και άφησε ελεύθερη την ψυχή του να μιλήσει.
- Ξέρεις, Άννα, στην πρώτη σου επιθεώρηση, τι μου είχε πει ο επιθεωρητής για σένα;
- Τι; Θα μου πεις, μετά από τρία χρόνια; Μπορείς;
- Ε, ναι! Από τότε έπρεπε να το αντιμετωπίσω, γιατί ήταν τόσο άδικο. Δεν το αντέχω άλλο. Να ξαλαφρώσω, θέλω. Λοιπόοον… Μου λέει, λοιπόν: Εκείνη, κει πάνω η δασκαλού, στο σπιτάκι, μάλιστα! Αν ήταν δάσκαλος, λαλώ σου!”
Παλάβωσα. Μα ήτανε τέτοιες καταστάσεις; Και τις πέρασαν οι άνθρωποί μας; Οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν με τόσες αξίες δημοκρατίας και ισοτιμίας; Αυθόρμητα αγκάλιασα τη μαμά και τη φίλησα. Τότε η γιαγιά, Ελένη, μπήκε στη συνέχεια της κουβέντας.
- Άκου και τη δική μου ιστορία, Μαρία μου. Όταν πέθανε ο παππούς σου ο Παύλος, που δεν γνώρισες, ήμουνα μόνο τριάντα τεσσάρων χρόνων, με πέντε παιδιά γύρω μου, άλλα στο σχολείο, άλλα στην ποδιά μου κι ένα στην αγκάλη μου. Είναι αυτό που λέμε, τόσο μικρά όλα, που τα σκέπαζε ένα κόσκινο. Κι όμως άντεξα τον πόνο, δούλεψα σκληρά και έβγαλα ανθρώπους στην κοινωνία. Και μάλιστα, με ένα μεροκάματα γεναιτζιήσιμο. Μια λίρα οι άντρες, μισή εμείς, δέκα σελίνια μεροκάματο… Τόση δύναμη, Θεέ μου, πού την έβρισκα;
Η γιαγιά ελένη, δεν έχει μόρφωση μεγάλη, για να μπορεί να μιλά… καλαμαρίστικα, γι’αυτό και η μητέρα εξήγησε στους ξένους το … “γεναιτζιήσιμο”. Τα μάτια της όμως, είχαν το ίδιο γυάλισμα, όπως ολονών μας. Μια αγκαλιά κι ένα φιλί τα σβήνανε όλα. Η δική μου έκφραση αγάπης ήρθε… δεύτερη. Η πρώτη ήταν από τον μπαμπά.
Και με τούτα και με κείνα, δεν θα το πιστέψετε. Κει που ‘λεγα θα την… έκανα στα πεντέξι λεπτά, κάθισα μαζί τους και στο φαγητό. Πόποπο! Τι γλυκιά συντροφιά ήταν αυτή! Ο ξένος μας κατενθουσιάστηκε με την κουμανταρία, άσε δε το φαγητό. Στ’ αλήθεια, δεν ξέρανε τι ήταν το κολοκάσι. Ο παππούς και ο κύριος Κρόκος, μας απάγγειλαν ποιήματα (έτσι θα ήταν οι αθηναϊκές βεγγέρες που διαβάζουμε στα βιβλία;) Κι ο πατέρας είχε την έμπνευση να ηχογραφήσουμε τον μεγάλο μας ποιητή. Και αλήθεια, ήταν πολύ καλή ιδέα. Γιατί, κρατάω αυτήν την κασέτα και την ακούω που και που. Μας είπε πολλά ανέκδοτα από το νησί του, τη Χίο. Α, είναι και ένα που τότε με σόκαρε. Θα το αναφέρω εδώ, να δούμε -να δείτε μάλλον- αν νιώσετε κι εσείς το ίδιο. Κάποτε, λέει, πήγανε στον Παράδεισο τρεις Χιώτισσες. Ο Άγιος Πέτρος ρωτάει την πρώτη: “Απάτησες ποτέ τον άντρα σου;” Κι αυτή απαντά: “Άγιε Πέτρο… μια φορά μόνο…” “Άντε, δώσε ένα γύρο του Παραδείσου κι έλα να σου ανοίξω”.
- Κι εσύ τέκνον μου; ρωτά τη δεύτερη.
- Άγιε μου, κι εγώ… δυο φορές μόνο.
- Άντε, δυο γύρους του Παραδείσου και σου ανοίγω κι εσένα.
- Κι εσύ, κόρη μου; ρωτά την τρίτη.
- Εγώ… τρέχω να φέρω το…. μοτοσακό μου.
Γέλια που κάναμε. Κι ο παππούς είχε την έμπνευση να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις.
- Γιώργη, μήπως η τρίτη ήτανε…
- Σωπα, καημένε Στέλιο, κι έχουμε και το κορίτσι μας εδώ. Εγώ αποφεύγω να αναπαράγω τέτοια, προστά σε νέα παιδιά. Ντροπής πράγματα αυτά.
Παράτησα κι εγώ τα διαβάσματα, η ευγένεια το απαιτούσε, να καθίσω για λίγο μαζί τους κι ύστερα συνεχίζω να παίζω το… βιολί μου. Να τελειώνω αυτό το πρότζιεκτ και να το παραδώσω, να ξεγνοιάζω. Μα το λίγο έγινε… πολύ, γιατί τέτοια παρέα δεν μου ξανάτυχε. Ακόμαι και τον παππού και τις γιαγιάδες με άλλο μάτι τους έβλεπα απόψε. Τι ιστορίες βγήκανε στην επιφάνεια, από τα παλιά καλά χρόνια… Κι όμως, δεν ήταν καλά χρόνια, για Κατοχή μίλαγε ο ξένος, για δυσκολίες επιβίωσης οι δικοί μου. Γιατί τότε, λένε πάντα, τα παλιά ωραία χρόνια; απορώ.
- Μα στο βιβλίο σου τα καταχώρησες.
- Μα έτσι γινότανε στην Χίο, παλιά. Πολλά τέτοια πειράγματα άπρεπα κυκλοφορούσαν.
- Κι εδώ το ίδιο, μην νομίσεις, συμπλήρωσε η μητέρα.
- Εγώ όμως ως τότε δεν είχα ακούσει ούτε ένα τέτοιο απαγορευμένο ανέκδοτο. Μα είχα γιαγιάδες εγώ, είχα παππού, γονείς! Που με σέβονταν.
- Κι έχω μπροστά μου χρόνια ώριμα, για να τα ακούσω.
Έχει επάνω της η κασέτα κι άλλα ανέκδοτα παλιά και ωραία και ιστοριούλες με γκάφες και χιούμορ πολύ. Ακόμα κι εκείνο το: γιατί πάνε οι Χιώτες δυο-δυο, Ήτανε, τότε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η ζωή του ραγιά λογαριαζόταν όσο ενός ζώου. Κι όπου οι αγάδες συναντούσαν Έλληνα, τον καβαλίκευαν να τους πάει στον προορισμό τους. Οι Χιώτες, λοιπον πήγαιναν πάντα δυο-δυο, και μόλις έβλεπαν από μακριά Τούρκο, καβαλίκευε ο ένας τον άλλο, κι έτσι έδιναν την εντύπωση πως ο καβαλάρης ήτανε κι αυτός Τούρκος. Και γλίτωναν.
Έχω ακόμα στην κασέτα και το ποίημά του, ανέκδοτο, που μου το χάρισε γραπτό με αφιέρωση. Το κρατάω σαν φυλαχτό, μαζί με τα τραγούδια του Ήλιου (ποιητική συλλογή Γιώργη Κρόκου). Το εμπνεύστηκε στο ξενοδοχείο. Στη Λευκωσία, που έμεινε, εκεί κοντά στην Πυροσβεστική, καταντικρύ στην Πράσινη Γραμμή και το συρματόπλεγμα.
Πόσο ωραία πέρασα τούτη τη βραδιά, παρέα με τους… γέρους, δε λέγεται. Το πρότζιεκτ των ηλεκτρονικών υπολογιστών ας περιμένει. Οι ξεχωριστές στιγμές δεν… περιμένουν. Είναι φευγάτες και τυχεροί όσοι τις… αρπάζουν.
πηγή: Άννας Καλογήρου-Παύλου, Μια βραδυά με τους γέρους, Περιοδικό Δημογραφικό Βήμα, Έκδοσις Συλλόγου Πολυτέκνων Γονέων Ν. Ιωαννίνων, Έτος 19ο, Τεύχος 75, Απρίλιος-Ιούνιος 2011
17 Δεκεμβρίου, 2011 — VatopaidiFriend
(Αντί ευχετήριας κάρτας για τα Χριστούγεννα, αρχείο π. Γ. Κ.)
(Χειροποίητη και χειρόγραφη ευχετήρια κάρτα,
αρχείο π. Γ. Κ.)
Ήθελα... (ποίημα) (χειρόγραφο του μεγάλου ποιητή,
τον τελευταίο χρόνο της επίγειας ζωής του, αρχείο π. Γ. Κ.)
(αρχείο π. Γ. Κ.) |
(Μερικές από τις ιδιόχειρες σημειώσεις-αφιερώσεις του συγγραφέα και ποιητή, αρχείο π. Γ. Κ.)
Ο αληθινός δάσκαλος, ο δημιουργός, ο συγγραφέας, ο ποιητής δεν ξεχνιέται και δεν πεθαίνει ποτέ, ζει στις καρδιές εκείνων που τον έζησαν, ζει μέσα από τα δημιουργήματά του. Κάθε φορά που διαβάζεται, απαγγέλλεται ή τραγουδιέται, ακούγεται η φωνή της ψυχής του. Και αυτή η σελίδα είναι ένας ψιθυρισμός της φωνής της ψυχής του αλησμόνητου Γιώργη Κρόκου.