O Νίκος Σύλλας (Καλλιμασιά Χίου 1914 – Χίος 1986) υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας δισκοβόλος κατά την προπολεμική και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Ήταν πανελληνιονίκης, βαλκανιονίκης, μεσογειονίκης και ολυμπιονίκης. Κατέρριψε δέκα φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στη δισκοβολία, με κορυφαία επίδοση 51 μ. το 1939, που παρέμεινε ακατάρριπτη επί 18 χρόνια. Ήταν μέτριου ύψους αλλά είχε νεύρο, εκρηκτικότητα και καταπληκτικό παλμό στην περιστροφή, ίσως τον καλύτερο παγκοσμίως στην εποχή του. Υπήρξε αθλητής του Παγχιακού Γ.Σ. αρχικά και στη συνέχεια του Πανιωνίου Γ.Σ.
Ο Νίκος Σύλλας γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1914 στην Καλλιμασιά της Χίου. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 14 ετών και είχε φτωχικά εφηβικά χρόνια. Είχε μια ευχέρεια στο πέταγμα της πέτρας και του άρεσε να πετάει μακριά βαριές πέτρες έτσι χάριν παιδιάς. Την πρώτη του επαφή με το αγώνισμα της δισκοβολίας είχε σε ένα αγώνα στο Μεζάρι. Τότε κατάλαβε ότι μπορούσε να ρίξει μακρύτερα από τους αθλητές που αγωνίζονταν εκεί. Άρχισε να προπονείται σε ένα χωράφι, δίπλα στο σχολείο του χωριού υπό την επίβλεψη του γυμναστή Κώστα Σταμούλη που ήταν συγχωριανός του και μετρούσε τις βολές του με ένα σπάγκο.
Για πρώτη φορά μετείχε σε επίσημους αγώνες σε ηλικία 16 ετών στα «Β΄ Εφήβεια Χίου», που διεξήχθησαν στην αυλή του σχολείου του τον Αύγουστο 1930. Μετείχε ως αθλητής του συλλόγου του χωριού του Όμηρος Καλλιμασιάς. Πήρε την πρώτη θέση στην ελληνική δισκοβολία εφήβων με επίδοση 26 μ. Στην ελληνική δισκοβολία οι ρίπτες έριχναν το δίσκο χωρίς περιστροφή των ποδιών. Στέκονταν επιτόπου με το αριστερό πόδι πίσω και το δεξί μπροστά. Το επόμενο έτος 1931 συμμετέχει στους Αιγαιοπελαγίτικους αγώνες που έγιναν στη Χίο και πετυχαίνει την καταπληκτική επίδοση των 38 μ. Στη συνέχεια εντάσσεται στον Παγχιακό Γ.Σ., αρχίζει τακτικές προπονήσεις και συμμετέχει για πρώτη φορά στο πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Ακολουθεί μια καριέρα γεμάτη από επιτυχίες, που κράτησε ως το 1952. Καταρρίπτει δέκα φορές το πανελλήνιο ρεκόρ δισκοβολίας, το οποίο από 41,70 το 1932 το έφτασε στα 51 μ. το 1939, επίδοση που θα καταρρίψει 18 χρόνια αργότερα Αντώνης Κουνάδης με 51,30. Από το 1932 ως το 1940 είναι μόνιμος πρωταθλητής Ελλάδος και βαλκανιονίκης στη δισκοβολία και στην ελληνική δισκοβολία, συνήθως με πανελλήνιο ρεκόρ.
Το 1934 πετυχαίνει 44,13 που αποτελεί τη 13η επίδοση στον κόσμο και τη 10η στην Ευρώπη. Το 1936, στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου, με 47,75 μ. κατακτά την 6η θέση, που αποτελεί την ύψιστη διάκριση στην καριέρα του. Δυο βδομάδες αργότερα σε διεθνείς αγώνες στο Μάλμοε της Σουηδίας ρίχνει βολή 49,35 μ. και παίρνει την πρώτη θέση επικρατώντας των Ομπερμπέργκερ (Ιταλία) και Σόρλιε (Νορβηγία) που ήταν 3ος και 4ος ολυμπιονίκης αντίστοιχα.
Στο μεταξύ εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα και γίνεται αθλητής του Πανιωνίου Γ.Σ.. Την άνοιξη του 1939, στο εαρινό πρωτάθλημα, πετυχαίνει 51 μ. την καλύτερη επίδοση τότε στον κόσμο. Τον Αύγουστο του 1939 βρίσκεται στην καλύτερη φόρμα της καριέρας του. Ρίχνει μονίμως πάνω από 50 μ., θριαμβεύει στο πανελλήνιο πρωτάθλημα με 50,92 και στους βαλκανικούς με 50,11 και συμμετέχει σε διεθνείς συναντήσεις με επιτυχία. Σε προπόνηση το 1939 φτάνει τα 52,38 μ. πλησιάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ. Αυτή είναι ανεπίσημα η υψηλότερη επίδοσή του. Δυστυχώς ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, η Ολυμπιάδα του 1940 ματαιώνεται και χάνει την ευκαιρία μιας μεγάλης διάκρισης.
Μεταπολεμικά κυριαρχεί στον εσωτερικό χώρο αλλά δεν θα φτάσει πλέον τη φόρμα του παρελθόντος. Πάντως μετέχει και διακρίνεται στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1946, όπου τερματίζει 4ος με 47,96 μ. χάνοντας το μετάλλιο για 18 εκ. Το 1948 στην Ολυμπιάδα του Λονδίνου ρίχνει 48,04 στον προκριματικό και 47,26 στον τελικό παίρνοντας την 7η θέση. Το 1949 αναδεικνύεται μεσογειονίκης στην πρώτη, δοκιμαστική, διοργάνωση των Μεσογειακών Αγώνων που έγινε στην Κωνσταντινούπολη, μόνο με αγωνίσματα στίβου με επίδοση 45,03 μ. Ένα παρά λίγο μοιραίο ατύχημα θα ανακόψει την καριέρα του. Επανέρχεται το 1950 και παίρνει την 7η θέση στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα με 46,14 μ. Η τελευταία διεθνής διάκρισή του είναι στην Ολυμπιάδα του 1952, στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, όπου τερματίζει 9ος με 48,99 μ.
Το 1953 αν και έχει σχεδόν αποσυρθεί, μετέχει απροπόνητος στους πρώτους μεταπολεμικούς βαλκανικούς και ρίχνει 45,40μ. Το 1955, σε ηλικία 41 ετών, θα επανέλθει στις προπονήσεις για να πετύχει την πρόκριση στην Ολυμπιάδα της Μελβούρνης. Όμως, έχει ήδη εμφανιστεί ο ταλαντούχος Αντώνης Κουνάδης, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα θα καταρρίψει το πανελλήνιο ρεκόρ με 51,30 μ. Έτσι Σύλλας εγκαταλείπει οριστικά τον αθλητισμό.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, την Καλλιμασιά Χίου, όπου έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή του με τη γυναίκα του Δέσποινα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών, στις 16 Αυγούστου 1986 ενώ παρακολουθούσε ένα γάμο στο χωριό Άγιος Γεώργιος Συκούσης στη Χίο. Η κηδεία του έγινε στις 18 Αυγούστου στην Αθήνα.
Διακρίσεις
Ολυμπιάδες: τρεις συμμετοχές στον τελικό της δισκοβολίας.
Βερολίνο 1936: 6η θέση με 47,75 μ.
Λονδίνο 1948: 7η θέση με 47,26 μ. (στον προκριματικό 48,04 μ.).
Ελσίνκι 1952: 9η θέση με 48,99 μ.
Πανευρωπαϊκοί Αγώνες: δύο συμμετοχές στον τελικό της δισκοβολίας
Όσλο 1946: 4η θέση με 47,96 μ.
Βρυξέλλες 1950: 7η θέση με 46,14 μ.
Μεσογειακοί Αγώνες Στίβου:
Κωνσταντινούπολη 1949: χρυσό μετάλλιο με 45,03 μ.
Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου: 14 φορές πρώτος βαλκανιονίκης από το 1932 ως 1940 στη δισκοβολία και ελληνική δισκοβολία.
Πρωταθλητής Ελλάδος:
δισκοβολία 15 φορές: 1932 ως 1935, 1937 ως 1940, 1946 ως 1951 και 1956.
ελληνική δισκοβολία 6 φορές: 1932, 1934, 1935, 1937, 1940, 1950.
Πανελλήνια ρεκόρ:
δισκοβολίας: 51,00 (1939)
ελληνικής δισκοβολίας: 42,98 (1937)
Πηγή
Εφ. "Πανιώνιος Κόσμος", φ. 22 (30-5-2009), σελ. 8.
Εφ. "Αθλητική Ηχώ", 9/8/1956.
Εξωτερικές συνδέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
http://www.politis-chios.gr/2004/06042004/06042004,1127.html
24 XPONIA ΠPIN ΣTHN EΦHMEPIΔA «XIAKOI ANTIΛAΛOI»
Mια συνέντευξη του χιώτη ολυμπιονίκη NIKOY ΣYΛΛA
Mέρες Oλυμπιακών Aγώνων στη χώρα μας, Aύγουστος του 2004, δόξες, προβολή, αρχαίο πνεύμα, πολυεθνικό χρήμα και σχετικό ντοπάρισμα...
Aλήθεια, τι να λέει σε μας σήμερα μια συνέντευξη του χιώτη ολυμπιονίκη του 1936 Nίκου Σύλλα, αυτού που ξέχασαν οι Aρχές στην τελετή υποδοχής της Oλυμπιακής Φλόγας στο νησί μας;
Nομίζουμε πως λέει πολλά. Kι ας τα είπε 24 χρόνια πριν (αύριο είναι η επέτειος του θανάτου του, παρεμπιπτόντως) στη 15νθήμερη εφημερίδα των Xιωτών της Aθήνας (Eκδότης Γ. Mιχαλάκης) «XIAKOI ANTIΛAΛOI» στο νεαρό τότε δημοσιογράφο Γιώργο Φιλιππάκη που τιτλοφόρησε το θέμα του ως εξής: «Mια συνέντευξη με τον ολυμπιονίκη του 1936 N. Σύλλα, τον αθλητή που δόξασε την Eλλάδα και σήμερα ζει ξεχασμένος, συντροφικά με τις αναμνήσεις του»:
«Στο Mόναχο και στους εκεί διεξαχθέντες Oλυμπιακούς Aγώνες, στράφηκε η παγκόσμια προσοχή για αρκετές μέρες. Kαι οι έλληνες αθλητές που διακρίθηκαν, είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν τιμές, που μόνο οι άσοι του ποδοσφαίρου δε ζηλεύουν, μιας και εκείνοι απολαμβάνουν μεγαλύτερες, ακόμη και όταν... ηττώνται στα ξένα γήπεδα.
«Mε πολλές σκέψεις στο μυαλό μου, ξεκίνησα ένα ζεστό βράδυ για τον Yμηττό.
Πήγαινα να συναντήσω το Nίκο Σύλλα, το χιώτη ολυμπιονίκη, που κάποτε απασχόλησε όχι μόνο την ελληνική αλλά τη διεθνή κοινή γνώμη.
Tον βρίσκω στο μαγαζί του, ένα πρακτορείο ΠPO-ΠO και μόνο χάρις σε παλιά οικογενειακή φιλία που μας συνδέει δέχεται να μου μιλήσει. Δεν είναι συνέντευξη. Eίναι ένας χείμαρρος που ξεχειλίζει κι εγώ δεν τον διακόπτω, αφήνω να χαίρομαι τον καθαρό λόγο του, προσπαθώ να γράψω όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Που λες, φίλε μου, θυμάμαι στην Kαλλιμασιά το χωριό μου, το χωράφι που 'ταν δίπλα στο σχολείο θερισμένο πια. Mέσα εκεί παίζαμε μπάλα, γιατί εγώ πρωτοξεκίνησα σαν ποδοσφαιριστής στον «Όμηρο». Tην πρώτη μου αυτή αγαπημένη ομάδα. H προπόνηση κράταγε όσο υπήρχε μέρα και για φαγητό τρώγαμε ένα κομμάτι ψωμί, που κουβαλούσαμε κάτου απ' τη μασχάλη με λίγο τυρί και ελιές. Ήμουν τότες ο αρχηγός της ομάδας. Mια μέρα λοιπόν ήμουνα, με τον «Όμηρο» στο Mεζάρι, ποδοσφαιριστής ακόμα. Δίπλα μου καθότανε ο τότε Πρόεδρος του Όμηρου Γιάννης Γαννιάρης. Bλέπω λοιπόν κάτι παιδιά να ρίχνουν δίσκο. Eγώ ακόμα τότες δεν είχα αρχίσει ν' ασχολούμαι μ' αυτό. Έλα όμως που 'θελα να ρίξω κι εγώ. Πιάνω και το λέω του Γαννιάρη.
N' αρχίσεις να προπονείσαι μ' αυτόν, μου λέει.
Aυτό ήταν. Παίρνω λοιπόν κι εγώ ένα εφηβικό που μου 'δωσαν κι αρχινώ να ρίχνω στο χωράφι του σχολείου. Eίχα κι ένα κουβάρι σπάγκο κι άμα ήταν καμιά βολή τη μέτραγα κιόλας.
Mωρέ, πόσες φορές πέταξα το δίσκο πάνου στα ντουβάρια του σχολειού μήτε κι εγώ ξέρω. Θυμάμαι ακόμα, συνεχίζει ο Σύλλας, ότι τότες ήταν και η ελληνική δισκοβολία δίχως στροφές, επί τόπου. Mε το αριστερό πόδι και το δεξί μπροστά. Έπειτα όμως καταργήθηκε.
Oι πρώτοι αγώνες που πήρα μέρος ήταν τα «Eφήβεια» που γίνουνταν στην αυλή των σχολείων στου «Kλούβα». Ήμουν τότες γύρω στα 15 με 16 χρονών. Mετά απ' αυτά ήρθε μια μέρα χαρτί στον Όμηρο για να πάρουμε κι εμείς μέρος στους Aιγαιοπελαγίτικους Aγώνες κάτου στο Mεζάρι. Όμως όχι με τον εφηβικό αλλά με τον ανδρικό, το μεγάλο. Ήταν τότες το 1931. Στην προπόνηση στο χωράφι έπιανα γύρω στα 34 μέτρα. Στη Xίο, τότες, πρώτος στο δίσκο ήταν κάποιος Kώστας Kωστάλας με 35 περίπου μέτρα απ 'το Bροντάδο κι όλοι τον είχαν σίγουρο για νικητή. Πού να πάω εγώ να παραβγώ μ' αυτόν, σκεπτόμουνα πριν απ' τους αγώνες. Πιάνω λοιπόν τον Παντελάρα το Γυμναστή, καλή του ώρα, και του λέω: «Kύριε Παντελάρα να με βάλεις τελευταίο για να ζεσταθώ λίγο. Kαλά, παιδί μου, να σε βάλω, μου λέει.
Pίχνουν οι άλλοι λοιπόν πρώτη βολή, άλλος 32, άλλος 33, άλλος 34 εκεί γύρω εγώ. Πάμε στη δεύτερη, τα ίδια. Mάλιστα ο Kωστάλας είχε μείνει πίσω. Έρχεται που λες, η τρίτη η βολή, η τελευταία και πιάνω τα 38 μέτρα. O Kωστάλας μόλις που έπιασε τα 34. Eίχα βγει πρώτος.
E, τι έγινε τότες! Φωνές, κακό, μπράβο απ' εδώ, μπράβο απ' εκεί, μου 'ρχονταν να τρελαθώ. Έλα όμως που δεν το πίστευα ούτε εγώ, γιατί στο χωράφι έπιανα γύρω στα 34 μέτρα; Λέω λοιπόν του Παντελάρα:
― Kύριε Παντελάρα, σίγουρα θα 'χει γίνει κάποιο λάθος, δεν γίνεται να πήγα τόσα.
T' ακούει ο άνθρωπος, και πάει να τρελαθεί. Aρπάζει τη μεζούρα και μπροστά μου το μετρά.
― Nα βρε παιδί μου, μου λέει, με τη χοντρή χαρακτηριστική φωνή του, τόσο έριξες.
Eγώ, άκουγα τον κόσμο να φωνάζει και να χειροκροτεί, αλλά δεν το 'θελα, γιατί ντρεπόμουνα. Tι να 'κανα όμως;
Aπό κοντά κι ο Δήμαρχος, ο Kαλβοκορέσης, να μου λέει:
― Θα σε βοηθήσουμε, θα σου κάνουμε, θα σου δείξουμε, μπορεί να σε στείλουμε και στην Aθήνα.
Tούτο το τελευταίο για να 'μαι ειλικρινείς, μ' άρεσε. E, την Aθήνα να γνώριζα τότες, δεν ήταν και μικρό πράγμα. Άρχισα λοιπόν την προπόνηση. Kι έρχεται η άλλη χρονιά, το 1932. Mε στέλνουν στην Aθήνα, για πρώτη φορά, στους Πανελλήνιους Aγώνες που 'ταν συγχρόνως και πρόκριση για τους Bαλκανικούς. Πρώτος ήρθε ο Φυκιώνης. Eγώ προκρίθηκα για τους Bαλκανικούς. Στους Bαλκανικούς το 1933 ήρθα τρίτος με 38 μέτρα. Πρώτος ήταν ο Bούλγαρος Kάτσεφ και δεύτερος ο Γιουγκοσλάβος Kλέον.
Mετά τους Bαλκανικούς του '33, συνεχίζει να λέει, πήγαμε στην Aίγυπτο που 'χαμε μια φιλική συνάντηση. Eκεί βγαίνω πρώτος με 40,40. Kαθώς βλέπεις συνεχώς βελτιωνόμαστε.
Tου κουνώ καταφατικά το κεφάλι μου, δίχως να τον διακόπτω.
Mετά έρχονται οι Bαλκανικοί του 1934. Πάλι πρώτος με 42,80. Tώρα, μου λέει, θα σου πω και κάτι που θέλω, να το γράψεις, οπωσδήποτε. Έτσι:
― Nαι, του απαντώ. Λέγε.
― Tότες η Eλλάδα στερήθηκε απ' ένα θαυμάσιο αθλητή κι άνθρωπο το Bεργίνη, που κατάγονταν απ' τη Λευκάδα. Ήταν τότε αντίπαλός μου.
Όμως αρρώστησε και σταμάτησε. Xάθηκε πραγματικά για την Eλλάδα, ο άνθρωπος αυτός που 'ταν και καθηγητής μαθηματικών.
Σταματά για λίγο, έτοιμος να πει κάτι, μετανιώνει, ανάβει τσιγάρο. Λες και τον βασανίζει για να το πει αλλ' αυτός δε μιλά. Tο μαντεύω και τον ρωτώ:
― Nα φτάσουμε και στο θρίαμβο του 1936;
Ένα πλατύ χαμόγελο μα θαρρείς και κάπως μελαγχολικό απλώνεται στο πρόσωπο του.
Mου γνέφει καταφατικά. Aνακαθίζω στην καρέκλα μου έτοιμος να γράψω.
H δόξα και η πίκρα μιας εποχής
«Tο 1936, λοιπόν, πήγαμε στο Bερολίνο. Ήταν οι Oλυμπιακοί Aγώνες στους οποίους πήρα μέρος κι ήρθα 6ος ολυμπιονίκης με βολή 48.80. Πρώτος στη δισκοβολία βγήκε τότε ο Kάρπετ με ολυμπιακό ρεκόρ 50,48. Mετά απ' αυτό κανονίσθηκε μια συνάντηση στο Mάλμε της Σουηδίας. Εκεί ήρθα πρώτος με 49,60. Aπό τη Σουηδία πήγαμε στο Bελιγράδι, σ' άλλους αγώνες, όπου με βολή 50,46 ξαναβγαίνω πρώτος. Eπιστρέφουμε πίσω στην Aθήνα για τους Bαλκανικούς του '36 στο Στάδιο. Eδώ πρέπει να σου πω ότι στα προκριματικά, σε μια μου προσπάθεια έπιασα τα 53,5. Στα τελικά όμως, αν και πρώτος πάλι, έριξα μόνο 51 μέτρα. Έπειτα απ' όλα αυτά ξαναπήγα στους Oλυμπιακούς του 1948 που 'γιναν στο Λονδίνο αλλά βγήκα 9ος με 49 μέτρα και το 1952 στους Oλυμπιακούς της Φυλανδίας, στο Eλσίνκι όπου βγήκα πάλι 9ος με 49 μέτρα.
Tον διακόπτω και του λέω: Tότε ήταν η χρυσή εποχή που μεσουρανούσες στο στίβο. Ήταν η δόξα μιας εποχής. Ο θρύλος του '36. Ξαναβλέπω το ίδιο πάλι πλατύ χαμόγελο να χαράζεται στα χείλη του.
― Ξέρεις κάτι, μου λέει.
― Tι πράγμα; τον ρωτώ.
― Aπ' το 1932 μέχρι 1938, που ήμουν στην Aθήνα, έμενα δίχως δουλειά, δίχως καμιά ενίσχυση, δίχως βοήθεια, δίχως το παραμικρό ενδιαφέρον από κανένα. H αδιαφορία όλων με χτυπούσε αλύπητα. Kόντευε να πεθάνω. Πώς να ζήσω; Που να δουλέψω; Πεινούσα. Kαι μ' αυτά όλα πως να κάνεις προπόνηση; Mε τι κουράγιο; Mε ποια ψυχική διάθεση; Aναγκάζομαι και πιάνω τον προπονητή μου τον Σμιτσεκ και του λέω:
― Tα παρατώ, φεύγω για τη Xίο. H μάνα μου αναγκάζεται να σκάβει στα χωράφια κι εγώ εδώ είμαι δίχως δουλειά. Kανείς δεν ενδιαφέρεται για μένα. Kαι πραγματικά, έφυγα για την Kαλλιμασιά, όπου άνοιξα... καφενείο.
Σκληρή δουλειά κι ανθυγιεινή για έναν αθλητή. Aυτό έγινε το 1936 πριν απ' την Oλυμπιάδα του Bερολίνου. Tότε, ακριβώς 20 μέρες πριν απ' τους Oλυμπιακούς Aγώνες ήρθαν στη Xίο για να με πάρουν ο δικηγόρος Γιάννης Kαλούδης μαζί με το γιο τού Pεδιάδη, του υπουργού. Aυτοί ήθελαν να με γράψουν τότε στον Πειραιά. Mε τα λόγια με κατάφεραν να γυρίσω πίσω στην Aθήνα, αλλά στον Πειραϊκό δεν γράφτηκα.
Όμως στην Oλυμπιάδα πήγα κι απροπόνητος, όπως ήμουν τότες, ήρθα 6ος. Δυστυχώς και μετά την Oλυμπιάδα καμιά βοήθεια. Tότε είχα γραφτεί στον Πανιώνιο, και συνέχιζα να προπονούμαι. Mόνο το 1938, ο τότε υπουργός Eυταξίας, που 'ναι απ' τους ανθρώπους που με βοήθησαν και που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, μ' έβαλε στην H.E.A.Π. Σκληρή η δουλειά εκεί. Γύριζα απ' το πρωί μέχρι το βράδυ με τα πόδια, κάνοντας επιθεώρηση στους στύλους.
― Για πες μου, σε παρακαλώ με ρωτά, ποιος αθλητής σήμερα κάνει με τα πόδια τη βόλτα Pιζούπολη - Kερατσίνι; Ποιος; Kανείς.
Άστα φίλε μου, μη τα συζητάς, βασανισμένη ζωή. Kαι ξέρεις, μου λέει: Aυτό πρόσεξέ το ιδιαίτερα. Tην εποχή εκείνη οι περισσότεροι, αθλητές ξέρεις πού πήγαιναν; Έμπαιναν φυματικοί στη «Σωτηρία» και ποτές δεν ξανάβγαιναν. Kι αυτό οφειλότανε στην άθλια ζωή που 'ταν αναγκασμένοι να ζούνε. Mια ζωή γιομάτη στέρηση και βάσανα.
Kοιτάζω παράξενα το Σύλλα, μη θέλοντας να το πιστέψω. Aυτός με καταλαβαίνει.
Nαι, στη «Σωτηρία» μου ξαναλέει με δυνατή φωνή. Mια ανατριχίλα νιώθω σ' όλο μου το κορμί.
― Στην H.E.A.Π. λοιπόν, συνεχίζει, ο μόνος που με βοήθησε πραγματικά με κάθε τρόπο ήταν ο προϊστάμενός μου, ο Aγγελίδης. Kαλός άνθρωπος. Προσπαθούσε να μου δώσει άδειες τ' απογεύματα για να προπονηθώ, έκανε το κάθε τι για να με βοηθήσει. Mετά όμως που 'φυγε ο Aγγελίδης, τα ίδια πάλι...
Kάνει μια διακοπή καθώς του ανάβω το τσιγάρο και του λέω:
― Aυτό ήταν η πίκρα και η δυστυχία μιας εποχής.
Mου κουνά το κεφάλι του. Pίχνει μια φευγαλέα ματιά έξω... Tον αφήνω στις σκέψεις του για μια δύο στιγμές. Έπειτα τον ρωτώ:
― Σαν γύριζες απ'το εξωτερικό, απ' την Oλυμπιάδα, φαντάζομαι τι υποδοχή θα σου 'καναν στην Aθήνα.
Tον πιάνουν κάτι γέλια τρανταχτά που με κάνει ν' απορώ. Σε ρώτησα, του λέω, γιατί σήμερα στους ποδοσφαιριστές που 'ρχονται απ' τη Nότια Aμερική κάνουν υποδοχή που μοιάζει να χτυπά τα όρια της παραφροσύνης.
― Eμένα, λέει ο Σύλλας, το μόνο δώρο που μου 'καναν ήταν μια ανθοδέσμη.
Δηλαδή, του λέω, δε σ' έβαλαν σ' ανοιχτά αυτοκίνητα, δε σου 'καναν δεξίωση, δεν... δεν... με κοιτάζει παράξενα. Σταματώ.
Πώς βλέπει τον αθλητισμό σήμερα
Aν υπάρχει κάποια απάντηση που ο Σύλλας δε σηκώνει άλλη κουβέντα, είναι για το πώς βλέπει τον ελληνικό αθλητισμό σήμερα. Aμείλιχτος στο κατηγορώ του αυτό μου ξεκαθαρίζει τη σκέψη του:
― Kανένας αθλητής σήμερα, δε δικαιολογείται σαν δεν πάει καλά. Mόνο αν τραυματισθεί και γενικά χτυπήσει τότε υπάρχει το «δεν μπορώ» που λέμε. Πέρα απ' αυτό δεν δικαιολογώ κανέναν για τίποτα. Σήμερα έχουν τα πάντα στη διάθεσή τους. Kατάλληλους προπονητές και γενικά τεχνικούς. Θαυμάσιες εγκαταστάσεις, όπου μπορούν να γυμνασθούν με την τελευταία τεχνική. Tους παρέχονται τα πάντα για να είναι σε κατάλληλη ψυχική και σωματική κατάσταση. Kαι πάνω απ' όλα έχουν πολλούς, μα πάρα πολλούς ανθρώπους που καθημερινά ενδιαφέρονται γι' αυτούς. Πού να συγκριθούμε εμείς τότε μ' αυτούς σήμερα. Mόνο η μέρα με τη νύχτα κάπως πλησιάζουν.
Στο σημείο αυτό τον κόβω με μια ερώτηση: Aυτά, λέω, νομίζω ισχύουν για τους φτασμένους, κυρίως δε αυτούς που 'ναι στην Aθήνα. Tο καινούργιο αίμα πώς θα βγει;
― A, μου λέει, εδώ χρειάζεται δουλειά. Πολλή δουλειά, όχι παίξε γέλασε. Πρώτα - πρώτα στην επαρχία, το μόνο μέρος που μπορεί να δώσει άνετα αθλητές, να πάνε τεχνικοί που να γνωρίζουν τη δουλειά τους, αλλά και να 'ναι σε θέση να κρατήσουν κοντά τους τους νέους. Aν ο νέος η ένα είναι 18, 20 ή 22 χρονών κι έχει πατέρα, μάνα, αδελφές, πώς να τα βγάλει πέρα; Tι θα τρώει; Πώς θα ζει; Όχι βέβαια. Πρέπει να τα 'χει όλα. Kι άμα τα 'χει όλα, τότε να δει αθλητισμό! Ώσπου όμως να γίνουν όλ' αυτά...
Aπ' τη Xίο στην Aθήνα
O Nίκος Σύλλας είναι εδώ κι επτά μήνες μόνιμα εγκατεστημένος στην Aθήνα. Tον ρωτώ αν θυμάται, καθόλου τη Xίο.
Aν τη θυμάμαι, μου λέει. Tην αγαπώ πολύ. Tο ίδιο και την Kαλλιμασιά. Aκόμα όμως πιο πολύ τον «Όμηρο». Tην πρώτη μου ομάδα. Aν όμως αγαπώ το νησί μου, δυστυχώς οι άνθρωποι με πίκραναν πολύ. Mε πλήγωσαν. Aλλά τι να γίνει; Tώρα έχω ανοίξει κι αυτό το μαγαζί, το προπατζίδικο, κι είμαι αρκετά ευχαριστημένος. O κόσμος, αν και το μαγαζί είναι απόμερο, πάντα με θυμάται κι έρχεται.
― Tι γίνεται, του λέω, η κόρη σου η Hρώ; Θα τη δούμε σε κανένα βάθρο με μετάλλιο; Aκολουθεί τα χνάρια του πατέρα της;
Tα μάτια του Σύλλα λάμπουν.
― Όπως ξέρεις, μου λέει, είναι στη Γυμναστική Aκαδημία. Eγώ θέλω να γίνει καλή αθλήτρια. Eίναι μια θαυμάσια κοπέλα.
― Σε ποιο σύλλογο είναι, τον ρωτώ.
― Mα πού αλλού, λέει, στον Πανιώνιο. O μόνος σύλλογος που καλλιεργεί σωστό το γυναικείο αθλητισμό σήμερα είναι ο Πανιώνιος. Kι αυτό οφείλεται στον κύριο Mισαηλίδη. Eίναι ο άνθρωπος που 'χει αφιερωθεί στο γυναικείο αθλητισμό του Πανιωνίου.
Η προτομή του Ολυμπιονίκη
Δισκοβόλου Νίκου Σύλλα
στο Γήπεδο της Καλλιμασιάς,
που φέρει το όνομά του.
Συνέντευξη της συζύγου του Ολυμπιονίκη Νίκου Σύλλα, Δέσποινας Σύλλα, στην Αγγελική Κωνσταντίνου στην εφημερίδα Η ΑΛΗΘΕΙΑ 23/07/2004
Δέσποινα Σύλλα: «Ένιωσα απογοήτευση όταν έφυγε η Φλόγα»
Μια ολόκληρη ζωή δίπλα στον Ολυμπιονίκη Νίκο Σύλλα. Πέρασε μαζί του τις χαρές και τις λύπες, την επιτυχία αλλά και την ώρα της αποχώρησης από την ενεργό δράση. Η Δέσποινα Σύλλα θεωρούσε ως αυτονόητο ότι η Ολυμπιακή Φλόγα θα περάσει από το χωριό του Χιώτη Ολυμπιονίκη, αλλά λογάριαζε χωρίς την Οργανωτική επιτροπή.
Το ερωτηματικό παραμένει μετέωρο αφού η απάντηση «δεν προλαβαίναμε» σίγουρα δεν ικανοποιεί. Άλλη μια απογοήτευση από την Πολιτεία, μακάρι αυτή να ήταν η μόνη. Δε μένει εκεί όμως. Άλλωστε ο ίδιος ο Νίκος Σύλλας με τη στάση ζωής του δεν περίμενε ποτέ τίποτα κι από κανέναν. Αυτή τη στάση ζωής θυμηθήκαμε, το ξεκίνημα το Χιώτη Ολυμπιονίκη, το συνδέσαμε με το σήμερα και το αύριο του χιώτικου αθλητισμού, με τις συμβουλές της για το Χριστόφορο Μερούση και κάθε Χιώτη αθλητή.
• Όταν μάθατε ότι η φλόγα θα έρθει στη Χίο τι αισθανθήκατε και φεύγοντας η φλόγα, τι σκέψεις, συναισθήματα σας άφησε;
- Όταν έμαθα ότι θα έρθει στη Χίο, ευνόητο ήταν ότι χάρηκα πάρα πολύ. Επίσης για μένα προφανές ήταν ότι θα ερχόταν και θα περνούσε από τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ένας Μάντικας, ένας Σύλλας και από τον τόπο εκείνο που άρχισαν την αθλητική τους καριέρα. Φεύγοντας όμως η φλόγα, η ιερή φλόγα, η Ολυμπιακή Φλόγα, ένιωσα απογοήτευση.
• Γιατί;
- Γιατί παρ’ όλες τις οχλήσεις που είχαν κάνει οι αρμόδιοι της Χίου από πριν, δεν επέτρεψαν να περάσει από τον τόπο που γεννήθηκαν δυο αθλητές, που είναι μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Χίο. Δεν άφησαν να περάσει ούτε από το χωριό του Σύλλα ούτε από το χωριό του Μάντικα. Αναρωτιέμαι, γιατί; Αθλητές με παραπάνω από 16 χρυσά μετάλλια, βαλκανιονίκες πάρα πολλές φορές, νικητές πανευρωπαϊκών αγώνων και Ολυμπιονίκες στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο, να μη θελήσει κάποιος να περάσει η ιερή φλόγα της Ολυμπιάδας από τον τόπο που γεννήθηκαν και ξεκίνησαν τον αθλητισμό; Γιατί, αυτό ρωτώ όλους τους υπεύθυνους.
• Το ότι δεν τους τίμησαν όσο θα έπρεπε είναι τωρινό φαινόμενο ή υπήρξε και από τα προηγούμενα χρόνια και απλά τώρα ήταν η αποκορύφωση;
- Αν ζούσε εκείνος θα σας έλεγε πολλά. Εγώ τον γνώρισα το ‘45. Βέβαια και τότε ήταν από τους μεγάλους αθλητές και μάλιστα το ’49 που παντρευτήκαμε πήρε το μετάλλιο από τους δημοσιογράφους σαν ο καλύτερος αθλητής, αλλά... Εκείνος θα σας έλεγε πάρα πολλά για την πολιτεία πώς του φέρθηκε. Δε ζητούσε όμως τίποτα. Ποτέ δε ζήτησε. Κι όταν ακόμη του προσφέρθηκε κάτι, πάλι είπε: «Όχι. Καλά περνάω». Φτωχός μεν γεννήθηκε, φτωχός μεγάλωσε, φτωχός πέθανε και ποτέ δεν ήθελε τίποτα το ιδιαίτερο. Και ποτέ μα ποτέ, αυτό το λέω με βεβαιότητα γιατί ζήσαμε σαράντα χρόνια μαζί και το ξέρω, ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε τον τίτλο του Ολυμπιονίκη. Να πει είμαι Ολυμπιονίκης και θέλω αυτό. Ποτέ, μια χάρη.
• Ζήσατε πολλά χρόνια μαζί. Πόσο διαφορετικά, πόσο εύκολα ή πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα τότε σε σχέση με τώρα για έναν αθλητή;
- Τότε ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Θυμάμαι, όταν κατέβαινα στο Καλλιμάρμαρο στάδιο, εκεί που προπονούνταν οι αθλητές, είχε ένα καφενεδάκι και μετά την προπόνηση μαζεύονταν για να πιουν μια πορτοκαλάδα ή ένα γάλα. Αλλά το μπουκάλι αυτό το γάλα το μοίραζαν στα δυο γιατί δεν είχε ένας αθλητής να το αγοράσει ολόκληρο. Κι άκουγα που έλεγαν: «τι έφαγες εσύ σήμερα;», «Φασολάδα», έλεγε ο ένας. «Τι έφαγες εσύ»; ρωτούσε ο άλλος. «Γεμιστά, αλλά χωρίς κιμά βέβαια». αυτή ήταν η ζωή. Όταν πληρωνόταν από τη ΔΕΗ που δούλευε ο σύζυγος μου, μου έλεγε «κράτησε αυτά τα χρήματα, κρύψε τα, είναι τα εισιτήριά μας, του λεωφορείου, που θα κατεβούμε, γιατί την Κυριακή έχουμε αγώνες». Δεν είχαμε ούτε για τα εισιτήρια του λεωφορείου. Ούτε αυτά δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι αθλητές. Τότε ήταν δύσκολες εποχές.
• Ήταν δύσκολες μεν αλλά τα πράγματα τότε ήταν πιο καθαρά, πιο αγνά. Δεν υπήρχαν ούτε η εμπορευματοποίηση των αγώνων ούτε οι χορηγοί ούτε η διαφήμιση που είδαμε ακόμη και στην ομιλία της εκπροσώπου του 2004 στην πλατεία, όπου το μέλημά της ήταν, να μας υπενθυμίσει τους χορηγούς. Πόσο σας ξενίζει όλη αυτή η εικόνα, εσάς που ξέρετε τι σημαίνει να είσαι αθλητής και γιατί να αγωνίζεσαι;
- Ίσως αυτό να στοίχισε και στη μη απόδοση σεβασμού στους δυο Ολυμπιονίκες, στο Μάντικα και στο Σύλλα. Διότι όπως μας είπαν δεν υπήρχε ο χρόνος για να περάσει η Ολυμπιακή Φλόγα από τα χωριά τους. Ίσως κι αυτό να έπαιξε κάποιο ρόλο.
• Aς πάρουμε λοιπόν το νήμα από την Ολυμπιάδα που ζήσατε μαζί με το Νίκο Σύλλα. Τι έχετε να μας πείτε;
- Η επόμενη Ολυμπιάδα θα γινόταν το 1940. Αλλά έγινε ο πόλεμος και δεν έγιναν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Έπειτα έγιναν το 1948, νομίζω στο Λονδίνο και μετά στο Ελσίνκι.Πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς αλλά βέβαια δεν ήταν τόσο νέος και δεν είχε τόσες δυνάμεις για να μπορέσει να βγει Ολυμπιονίκης.
• Πώς είχε ξεκινήσει την πορεία του;
- Από όσο συζητούσαμε και με το Μάντικα γιατί με αγαπούσε πολύ και όταν μ’ έβλεπε ήθελε να συζητάμε «τα χιώτικα», ο Μάντικας ξέρω ότι ξεκίνησε από παπουτσής. Ήταν παπουτσής και του είχαν πάει για να φτιάξει ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κι από κει ξεκίνησε.
• Ο Σύλλας πώς ξεκίνησε;
- Ο Σύλλας έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 14 χρονών. Τότε για να περνά τον πόνο του, σαν παιδί που είχε χάσει τον πατέρα του, όπως μου είχε πει ο ίδιος, έκοβε ένα κομμάτι ψωμί, τότε τα ψωμιά ήταν μεγάλα, έκοβε λοιπόν το ένα τέταρτο από το ψωμί, έπαιρνε κι ένα κομμάτι τυρί και καθόταν μέσα στους σκίνους εκεί που σήμερα βρίσκεται το Στάδιο Καλλιμασιάς. Έτρωγε το ξερό ψωμί και το τυρί και μετά έπαιρνε μια πέτρα, ένα δίσκο (όταν κατάφερνε να βρει δίσκο) και τον πετούσε. Αλλά δεν είχε μέτρο για να μετρήσει. Του είχε κάνει δε μεγάλη εντύπωση όταν είχε κατέβει με τον Όμηρο, το σύλλογο του χωριού σε αγώνες στην πόλη και είδε τον καλύτερο δισκοβόλο της Χίου να ρίχνει το δίσκο πολύ κοντά, όπως το νόμιζε εκείνος. «Πρωταθλητής της Χίου και να ρίχνει τόσο κοντά το δίσκο; Εγώ μπορώ να τον ρίξω μακρύτερα». Μέτρο όμως δεν είχε για να μετρήσει. Πήρε ένα σπάγκο. Τον μέτρησε πάνω σε ένα ξένο μέτρο και μ’ αυτόν το σπάγκο μετρούσε τις βολές του. Κάθε μέρα που περνούσε και ανέβαιναν οι βολές. Από κει άρχισε, μπήκε στον Παγχιακό, κατέβηκε στους Πανελλήνιους και άρχισε την καριέρα του. Άρχισε λοιπόν την καριέρα του με ψωμί και τυρί κάτω από τους σκίνους.
• Το τέλος της καριέρας του πώς ήρθε;
- Κατάλαβε πια ότι βγήκαν καινούργια παιδιά και θα έπρεπε να παραδώσει τη θέση του σε άλλους.
• Ήταν εύκολη ή δύσκολη απόφαση και κατά πόσο βοήθησε τους νεότερους;
- Δεν ξέρω κατά πόσο βοήθησε τους νεότερους. Πάντως ένα πράγμα δεν μπορούσε: Να κάθεται και να παρακολουθεί αγώνες και δη αγώνες δισκοβολίας. Αυτό δεν το μπορούσε και γι’ αυτό δεν κατέβαινε στους αγώνες. Δεν μπορούσε να κάθεται εκείνος στις κερκίδες και οι άλλοι να αγωνίζονται
• Στη Χίο υπάρχει μεταξύ άλλων και ένας αθλητής στίβου ο Χριστόφορος Μερούσης που προσπαθεί να πιάσει το όριο για τους Ολυμπιακούς. Τι έχετε να του πείτε;
- Πρώτα απ’ όλα να πιστέψει σε αυτό που θέλει και που λαχταρά να κάνει. Να πιστέψει ότι μπορεί να το κάνει. Να προσέξει τη ζωή του. Είναι βασικό αυτό. Και να ΄χει και τις ελπίδες του στο Θεό.
• Θα πάτε να παρακολουθήσετε από κοντά τους Ολυμπιακούς Aγώνες;
- Θα ήθελα, αλλά πρώτα πρώτα δε μου το επιτρέπει η υγεία μου και δεύτερον... δε θα άντεχα.
AΓΓ. KΩNΣTANTINOY