Αιδεσιμολογιότατε συμπρεσβύτερε εκπρόσωπε του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ. κ. Διονυσίου, αγαπητοί συμπρεσβύτεροι, εντιμότατες αρχές του τόπου μας, εντιμότατοι εκπρόσωποι φορέων και συλλόγων, κυρίες και κύριοι,
Στο λεξικό των εννοιών διαβάζουμε στο λήμμα ευεργεσία τον ορισμό: «Ευεργεσία είναι η έμπρακτη και αφιλοκερδής εκδήλωση της καλοσύνης ανθρώπου προς άνθρωπο». Η λέξη προέρχεται από το επίθετο ευεργέτης, που σημαίνει αυτόν που παρέχει οποιαδήποτε μορφή βοήθειας και συμπαράστασης (υλική, πνευματική, ψυχική και ηθική).
Στην ελληνική αρχαιότητα είχε καθιερωθεί ο θεσμός των «χορηγών». Η «χορηγία» ήταν μάλλον μια μορφή έμμεσης φορολογίας, αφού κάθε φυλή εξέλεγε κάθε χρόνο το χορηγό της, ο οποίος έπρεπε να έχει περιουσία μεγαλύτερη από τρία τάλαντα. Ο χορηγός έπρεπε να πληρώσει με δικά του χρήματα τα έξοδα του Χορού των Παναθηναίων, Θαργηλίων και Διονυσίων.
Επίσης στην αρχαία Ελλάδα η φιλανθρωπία υποδήλωνε την αγάπη για την ανθρωπότητα γενικά, σήμαινε ευγένεια, καλοσύνη και γενναιοδωρία ή οποιαδήποτε ενέργεια που αρμόζει σε ένα πολιτισμένο και καλλιεργημένο όν. Ήταν μια πρακτική αρετή που εφαρμοζόταν απ’ τον πολίτη κι απ’ την πολιτεία.
Συγκρινόμενη προς τα φιλανθρωπικά ενδιαφέροντα και τη στάση άλλων αρχαίων λαών η ελληνική φιλανθρωπία υπήρξε πλατύτερη σε πεδίο δράσεως και περισσότερο περιεκτική στην πράξη.
Ο Χριστιανισμός έκανε την φιλανθρωπία παγκόσμια, ώστε να αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους. Η χριστιανική Εκκλησία προέταξε την ανάγκη της ευεργεσίας, της φιλανθρωπίας ως έμπρακτες αποδείξεις της χριστιανικής πίστεως και της ανάγκης προς τον πλησίον.
Η φιλανθρωπία έγινε μια αρετή που βασικά επιδιώκεται σαν μίμηση της στάσεως του Θεού, παρά σαν έκφραση ανθρωπιστικών συναισθημάτων. Ο φιλάνθρωπος γίνεται δούλος του Θεού, όπως και ο Θεός πήρε του δούλου τη μορφή. Εδώ βρίσκεται η βάση του αλτρουϊσμού, της ανιδιοτελούς αγάπης της χριστιανικής φιλανθρωπίας.
Οι πιστοί προτρέπονται να ασκούν ελεημοσύνη προς τους ενδεείς, τους ξένους, τα ορφανά και να αναπτύσσουν το αίσθημα της κοινωνικής και φυλετικής ισότητας και δικαιοσύνης και αυτή η άσκηση της φιλανθρωπίας δεν έπρεπε να είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού, σκοπιμότητας ή εγωιστικών κινήτρων, αλλά καρπός ελευθέρας θελήσεως.
Αυτή η επαναστατική έννοια περί φιλανθρωπίας ενέπνευσε έναν ενθουσιασμό για αγαθοεργίες και υλοποιήθηκε με την ανέγερση πολυάριθμων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Η Αποστολική Εκκλησία φρόντιζε τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Οι Χριστιανοί βοηθούσαν τους αρρώστους, τους φυλακισμένους και η στάση αυτή αποτελούσε έμπρακτη εφαρμογή της διδασκαλίας του Χριστού: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε (Ματθ. 25,40).
Η φιλανθρωπία είχε γίνει το διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στους χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες. Η χριστιανική φιλανθρωπία έγινε πολύ νωρίς θεσμός και ο Επίσκοπος ήταν επιφορτισμένος με διοικητικές ευθύνες γι’ αυτήν. Από τα χρόνια των διωγμών η ματωμένη και καταφρονεμένη Εκκλησία χωρίς σταθερούς πόρους έχει να επιδείξει μια πρότυπη και θαυμαστή κοινωνική πρόνοια.
Ο απολογητής Τερτυλλιανός αναφέρει ότι «ο καθένας μας μια φορά το μήνα ή όποτε θέλει, φέρνει μερικά ταπεινά νομίσματα και μόνο αν το θέλει και αν μπορεί. Διότι κανείς δεν εξαναγκάζεται. Είναι μια εθελοντική προσφορά. Αυτά τα χρήματα μπορούν να ονομαστούν κεφάλαια της ευσεβείας. Διότι δεν ξοδεύονται … για συμπόσια, αλλά για να τραφούν και να θαφτούν, για νέους και νέες που δεν έχουν γονείς ή περιουσία, για υπερήλικες δούλους, για ναυαγισμένους ναυτικούς και όποιον βρίσκεται σε φυλακές και ορυχεία…»
Οι Πατέρες της Εκκλησίας παρακινούν τους πλουσίους να χρησιμοποιούν θετικά τον πλούτο τους. Ο Μέγας Βασίλειος συμβούλευε τους πλουσίους της επισκοπής του να μιμούνται τη γη και να είναι καρποφόροι σαν κι αυτήν. Η γη δεν παράγει φρούτα για τον εαυτό της, αλλά για την ωφέλεια των ανθρώπων. Όταν ένας άνθρωπος χρησιμοποιεί τον πλούτο του σε καλά έργα, η ωφέλεια επιστρέφει σ’ αυτόν. Ο ίδιος ο επίσκοπος Καισαρείας Μέγας Βασίλειος εφάρμοσε έμπρακτα τις αντιλήψεις του περί κοινωνικότητας της ανθρώπινης φύσεως. Όταν έγινε μοναχός, μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής και μητρικής του περιουσίας στους απόρους, ενώ σαν επίσκοπος έδωσε την υπόλοιπη περιουσία του στην χρηματοδότηση του συγκροτήματος φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δηλαδή πτωχοτροφείου, ορφανοτροφείου, γηροκομείου, ξενώνα για πτωχούς ταξιδιώτες και επισκέπτες και νοσοκομείου, που ονομάστηκε αργότερα Βασιλειάδα.
Ένας άλλος μεγάλος Πατέρας ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προτρέπει με τους λόγους του: «γίνε Θεός στον δυστυχισμένο μιμούμενος την ευσπλαχνία του Θεού. Δεν υπάρχει τίποτα πιο θεϊκό στον άνθρωπο από την αγαθοεργία».
Στα έργα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου θα διαπιστώσουμε ότι ο βασικός μουσικός τόνος που συνοδεύει τα πλείστα μέρη της μουσικής συμφωνίας της διδαχής του και η επωδός που ακούγεται στα περισσότερα από τα κηρύγματά του είναι η υπενθύμιση της χριστοκεντρικής διακονικής αγάπης και αλληλεγγύης. Δεν περιορίστηκε μόνο σε κηρύγματα αλλά ανέπτυξε θαυμαστό ποιμαντικό έργο οργανωμένης χριστιανικής αλληλεγγύης που στηριζόταν στην καλή γνώση των κοινωνιολογικών δεδομένων του περιβάλλοντός του. Έγινε ο ευεργέτης του ποιμνίου του τόσο στην Αντιόχεια όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Οργάνωσε πτωχεία ή πτωχοτροφεία, τα οποία στο ξεκίνημα τους συντηρούσαν 7000 πτωχούς. Ο ιερός Χρυσόστομος παρότρυνε τους πλουσίους να μην είναι πλεονέκτες, υπερήφανοι, άπληστοι και χυδαίοι, αλλά να είναι ευεργέτες, υπερασπιστές και σωτήρες της κοινωνίας.
Η Εκκλησία πάντοτε υπήρξε φιλόστοργη μάνα του λαού. Το έργο της ήταν άριστα οργανωμένο με υπεύθυνο τον επίσκοπο ή κάποιον εκκλησιαστικό οφφικιούχο, με προσωπικό από κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, με τη συμμετοχή ανδρών και γυναικών αφιερωμένων σ’ αυτό το έργο (των διακόνων και των διακονισσών).
Στα χρόνια του Βυζαντίου αναλαμβάνει το γιγάντιο έργο της ιδρύσεως ποικίλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων για την ανακούφιση των πτωχών και των πασχόντων. Η βυζαντινή Εκκλησία ήταν ένας οργανισμός που αγκάλιαζε όλα και όλους. Η εκκλησιαστική νομοθεσία εξασφάλιζε την ανέγερση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων όπως νοσοκομείων, πτωχοκομείων, γηροκομείων και παρόμοιων ιδρυμάτων. Οι βυζαντινοί δεν χρειάζονταν νόμους για να εκφράσουν την αγάπη τους προς τον άνθρωπο. Από τον επίσκοπο μέχρι και τον πιο απλό πιστό, η φιλανθρωπία αποτελούσε την καθημερινή τους φροντίδα.
Η Εκκλησία ήταν εντεταλμένη από τον ιδρυτή της όχι μόνο να κηρύττει το νέο Ευαγγέλιο της σωτηρίας, αλλά και να τρέφει τους πεινασμένους, να ξεδιψάει τους διψασμένους, να προσφέρει φιλοξενία στους ξένους, να ντύνει τους ενδεείς, να περιποιείται τους αρρώστους, να φροντίζει τα ορφανά και τις χήρες. Είναι προς τιμήν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα όμως της Εκκλησίας, ότι κατανόησε την κοινωνική αποστολή της και προσπάθησε να ελαφρώσει το βάρος των δυστυχούντων, ιδρύοντας όλα αυτά τα ευαγή ιδρύματα.
Ακόμα και στα χρόνια της τουρκοκρατίας κάτω από δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες η Εκκλησία αναπτύσσει σπουδαία κοινωνική δράση. Ο Στήβεν Ράνσιμαν γράφει: «Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Κι όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Η Εκκλησία υπήρξε η κινητήρια δύναμη, ο μοχλός που ανόρθωσε τον Ελληνισμό. Χωρίς την Εκκλησία «το όνομα της Ελλάδος δεν θα υπήρχε παρά μόνο στις βιβλιοθήκες και στις αναμνήσεις μερικών σοφών».Στα πικρά χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς η Εκκλησία ανέλαβε την κηδεμονία των υπόδουλων Ελλήνων και όπως είναι σε όλους γνωστό διατήρησε τη γλώσσα, τις παραδόσεις και τη συνείδηση του έθνους μας.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μετά την άλωση, ίδρυσε την περίφημη του Γένους Σχολή, στην οποία σπούδασαν οι πρώτοι διδάσκαλοι του υπόδουλου Γένους. Τα μοναστήρια, οι μητροπόλεις και οι ενοριακοί ναοί ίδρυσαν σχολεία, βιβλιοθήκες, διοργάνωσαν μαθητικά συσσίτια, ίδρυσαν τυπογραφεία.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμηοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με τη βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συνέχισαν όμως παράλληλα να λειτουργούν και τα Κρυφά Σχολειά είτε για να δώσουν λύση απέναντι την ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους.
Από το γενικό κανόνα μιας Εκκλησίας που είναι η φιλόστοργη μάνα και ευεργέτης του Γένους δεν εξαιρείται και η Εκκλησία της Χίου. Η ευεργεσία της είναι πολλαπλή και συνίσταται: 1) στην διατήρηση της ορθοδόξου πίστεως έναντι των προσπαθειών αλλοιώσεώς της από τους ετεροδόξους, που είχαν και την εύνοια των κατακτητών, και όπου διατηρήθηκε η ορθόδοξη πίστη, διατηρήθηκε και η ελληνικότητα, 2) στην ανύσταχτη μέριμνα για το ποίμνιό της με τις τύχες του οποίου συμπορεύθηκε σε όλο το διάστημα της πικρής δουλείας, 3) τις άοκνες προσπάθειες των επισκόπων της για την παιδεία των υπόδουλων Χίων, τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και την προστασία του πληθυσμού από άκαιρες κινήσεις που θα οδηγούσαν στον εξολοθρεμό των ρωμηών.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης βαρύ φόρο αίματος, την ύψιστη προς το Γένος ευεργεσία, πλήρωσε η εθναρχούσα εκκλησία. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄.
Και αφού μιλάμε για τη Χίο ας σταθούμε ευλαβικά ως το καλύτερο παράδειγμα στον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνα, για τον οποίο ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Νικόλαος Κρουσουλούδης γράφει μεταξύ άλλων: «Ο αοίδιμος Πλάτων ως αρχιερεύς, ήτο ο εθνάρχης της Χίου. Κατέστη ο πρόμαχος του Ελληνισμού εις την νήσον. Ειργάσθη με παραδειγματικόν ζήλον δια να προαγάγη εκεί το εθνικόν αίσθημα δια των δώτων της παιδείας και της μαθήσεως και να το μεταλαμπαδεύση εις κάθε γωνίαν γης, όπου εστέναζον υπόδουλοι Έλληνες. Επί της αρχιερατείας του ήκμασεν η παιδεία εν Χίω και εδοξάσθη η νήσος παραβληθείσα προς τηλαυγή φάρον, φωτίζοντα το σκότος της ομογενείας. Ως αρχιερεύς συνέχισε να συνεισφέρη δια την έκδοσιν βιβλίων και να ενδιαφέρεται δια την μόρφωσιν των ομογενών του».
Επί της αρχιερατείας του Πλάτωνα το 1817 και κατόπιν υποδείξεως του Αδαμαντίου Κοραή οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπές και ευρύχωρο κτίριο για τη στέγαση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης.
Ως υψίστη ευεργεσία και ακολουθώντας το λόγο του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» υπέστη με υποδειγματική καρτερία τη φυλάκιση και τον δι’ αγχόνης υπέρ πίστεως και πατρίδος μαρτυρικό θάνατο.
Το πολύπαθο νησί μας πέρασε από Γενουάτικη σε Τουρκική κατοχή, υπέστη την εκδικητική μανία των Τούρκων με τη φοβερή σφαγή του 1822 και την μανία της φύσης με τον καταστροφικό σεισμό του 1881.
Στην ανοικοδόμηση της νήσου και σε πολλά καλά έργα πρωτοστάτησαν οι μητροπολίτες της Χίου, που ενδιαφέρθηκαν και για την κατάσταση της παιδείας. Παράδειγμα ο Χίου Σωφρόνιος. Όπως αναφέρει στην «Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας» ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης ο Σωφρόνιος από το 1839 σαν μητροπολίτης Χίου και η 16αετής διαμονή του στη Χίο υπήρξε πλήρης ευεργετικής δράσεως και αυτόχρημα πατρικής στοργής. Ανήγειρε εκ βάθρων Μητροπολιτικό οίκο, Νοσοκομείο, Λωβοκομείο, συνέστησε σχολεία στα κεντρικότερα μέρη του νησιού και με δικά του έξοδα σπούδασαν πολλοί νέοι που αναδείχτηκαν χρήσιμα μέλη της Εκκλησίας και του Έθνους, όπως ο κατόπιν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος ο Ε΄ Βαλιάδης από της Βέσσα. Η περίφημη και ονομαστή Σχολή της Χίου αναβαθμίστηκε και ονομάστηκε Γυμνάσιο.
Στη χορεία των ευεργετών θα πρέπει να αναφερθούν, ενδεικτικά και πάλι, οι δύο εκ Καλλιμασιάς καταγόμενοι Οικουμενικοί Πατριάρχες Ιωακείμ Β΄ (Κοκκώδης) και Ιωακείμ Δ΄ (Κρουσουλούδης), οι οποίοι πολλά προσέφεραν στην Εκκλησία και στο Γένος. Το Ιωακείμιο παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη και το ομώνυμο στην Καλλιμασιά, το οποίο θεμελίωσε ο Ιωακείμ ο Δ΄ εκπληρώνοντας εντολή του γέροντά του Ιωακείμ του Β΄, είναι χαρακτηριστικά του ενδιαφέροντός τους για την παιδεία του Γένους. Όταν μάλιστα στη Χίο υπήρχαν λιγοστά σχολεία.
Με χρυσά γράμματα είναι χαραγμένα τα ονόματα των δύο Πατριαρχών, θείου και ανιψιού, Ιωακείμ του Δευτέρου και Ιωακείμ του Τετάρτου, στη μαρμάρινη στήλη των ευεργετών στο Δημοτικό Σχολείο Καλλιμασιάς. Ενώ το ταφικό μνημείο του Ιωακείμ του Δ΄ που βρίσκεται στα ανατολικά του ιερού του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Καλλιμασιά υπενθυμίζει την προσφορά του στο Γένος και την ανάγκη συνέχισης, ως ιεράς παρακαταθήκης, της προσφοράς στην παιδεία και της μέριμνας για την διαρκή ανύψωση του κοινωνικού, πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου του νησιού μας.
Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την παρακίνηση και διαρκή προτροπή της προς τα πιστά τέκνα της και ιδιαίτερα τα πλέον εύπορα, πραγματοποιήθηκαν πολλές δωρεές, ευεργετήματα προς την πατρίδα, ιδιαιτέρως σχολεία, ευαγή ιδρύματα, σχολές παντός είδους κ.λ.π. Η ποιμαίνουσα Εκκλησία χαίρεται να ευλογεί τα καλά έργα των παιδιών της συμβουλεύοντας ότι «ο Θεός μεν επιτρέπει εις πολλούς τον θεμιτόν πλουτισμόν. Αλλά απαιτεί από αυτούς να αναγνωρίσουν την δωρεάν Του και να χρησιμοποιήσουν τα δώρα Του προς το γενικόν καλόν».
Ο άγιος Νεκτάριος απόλαυσε τα αγαθά της ευεργεσίας στο πρόσωπο του Χίου Ιωάννου Χωρέμη, ενός εύπορου τοπικού άρχοντα, ο οποίος τον έθεσε υπό την προστασία του και τον παρότρυνε μετά τη δεκαετή διαμονή του στη Χίο να πάει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Ο ευεργετηθείς, με την όλη οσιακή του ζωή και το έργο του έγινε άγιος της Εκκλησίας μας και ευεργέτης μυριάδων χριστιανικών ψυχών.
Ας μην λησμονήσουμε ότι από την ευεργεσία των πιστών παιδιών της, όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας απολαμβάνει τους περικαλλείς ιερούς ναούς, οι οποίοι είναι θεραπευτήρια ψυχών, κολυμβήθρες αγιασμού του λαού του Θεού, πηγές πνευματικής και πολιτιστικής δημιουργίας.
Η Εκκλησία της Χίου οδεύοντας στην τρίτη χιλιετία συνεχίζει ως ιερή παρακαταθήκη την παράδοση που την θέλει να αφουγκράζεται τις ανάγκες του πληρώματός της και να προΐσταται καλών έργων δια των επισκόπων της, του ιερού κλήρου και των ευλαβών και ανιδιοτελών συνεργατών του ενοριακού έργου.
Στο βιβλίο «Χίος το Αγιονήσι του Αιγαίου» έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρών και Οινουσσών μπορεί κανείς να δει με αδιάψευστα στοιχεία τον όγκο της κοινωνικής προσφοράς προς το λαό του Θεού που συνίσταται σε πάσης φύσεως βοήθεια και συμπαράσταση υλική, πνευματική, ψυχική και ηθική. Ανάμεσα σ’ αυτά η δωρεάν παραχώρηση, κατά κυριότητα ή κατά χρήση ή άλλης μορφής, εκκλησιαστικής γης για τη δημιουργία διαφόρων κοινωφελών ιδρυμάτων και την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών.
Εύστοχη λοιπόν ήταν η επιλογή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να τιμήσει τη Χιακή Εκκλησία τη μέρα της Εθνικής Ευεργεσίας, στο πρόσωπο βεβαίως του Ποιμενάρχου της, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. κ. Διονυσίου, ο οποίος ως επίσκοπος της ακριτικής πατρίδας μας, της αγιοτόκου Χίου κατευθύνει το κοινωνικό και προνοιακό έργο της Χιακής Εκκλησίας και το εμπνέει με το δικό του καλό παράδειγμα και την εν γένει κοινωνική του δράση και προσφορά.
Επίκαιρο είναι το πρόσφατο παράδειγμά του, όπου επικεφαλής αντιπροσωπείας Χίων, ως πρόεδρος της Ανωτέρας Ενοριακής Αντιπροσωπείας απαιτεί την επιστροφή της κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων του Νοσοκομείου Χίου, που είναι δωρεές Χίων ευεργετών υπέρ του χιακού λαού.
Επίκαιρος και διαχρονικός ο λόγος του Αποστόλου των εθνών Παύλου και κατάλληλος ως κατακλείδα του λόγου μας, που προσπάθησε να ανταποκριθεί στο τεράστιο κεφάλαιο: «Εκκλησία και Ευεργεσία».
Στην προς Τίτο επιστολή του προτρέπει: «Πιστός ο λόγος και περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιούσθαι, ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι οι πεπιστευκότες τω Θεώ. Ταύτα εστί καλά και φρόνιμα τοις ανθρώποις»«=Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα διαβεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στο Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους».
Και συμπληρώνει «μανθανέτωσαν δε και οι ημέτεροι καλών έργων προΐστασθαι εις τας αναγκαίας χρείας, ίνα μη ώσιν άκαρποι (Τίτ. 3,14)= Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για να αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
Ιωάννου Ανδρεάδου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Αφοι Βλάσση, 1996
Γεωργίου Ι. Ζολώτα, Ιστορία της Χίου, τόμος Γ΄ μέρος δεύτερον Τουρκοκρατία, εν Αθήναις 1928
Νικολάου Σωτ. Κρουσουλούδη, Ο βίος και το έργον του εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Χίου Πλάτωνος Φραγκιάδου (1776-1822), Θεσσαλονίκη 1981,
Περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ έτος ΠΔ΄, τεύχος 10, 2007
Η Καινή Διαθήκη (των τεσσάρων καθηγητών), Β.Ε., 1989
Αρχιμ. Νικολάου Ι. Πρωτοπαπά, Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, έκδοση Αποστολικής Διακονίας, 1988
«Χίος το Αγιονήσι του Αιγαίου», έκδοση Ι. Μ. Χίου Ψαρών και Οινουσσών
Δημητρίου Ι. Κωνσταντέλου, Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια, Φως,
«Η φιλανθρωπία ως λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος», έκδοση Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1988
Μεγάλου Βασιλείου έργα, τόμος 1, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1972
Αργύρη Ματακιά, Λεξικό εννοιών, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου