Μέσα στην πνευματική πανδαισία του αγιολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διακρίθηκαν πολυάριθμες μορφές μαρτύρων, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και ηλικίες και θυσιάστηκαν για την αγάπη του Χριστού. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση κατέχει μία θαρραλέα μητέρα με το τρίχρονο παιδί της. Ο λόγος για τους τιμώμενους στις 15 Ιουλίου Αγίους ενδόξους και αθλοφόρους μάρτυρες Κήρυκο και Ιουλίττα, που πρόσφεραν το αγνό και πολύτιμο αίμα τους για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηριώδη διδασκαλία Του.
Οι καλλίνικοι μάρτυρες και γενναίοι αθλητές της πίστεως, Κήρυκος και Ιουλίττα, έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα στο Ικόνιο της Μ. Ασίας. Η ένδοξη καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας και οι γονείς της διακρίνονταν για την ευσέβεια και τις πολλές αρετές τους. Γι’ αυτό και γαλουχήθηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και διακρίθηκε για το ήθος, τη σεμνότητα και το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν η Ιουλίττα ενηλικιώθηκε, ήλθε εις γάμου κοινωνία με τις ευλογίες της Εκκλησίας και τις ευχές των ευσεβών και ενάρετων γονέων της. Μετά τον γάμο απόκτησε ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κήρυκο, και έτσι η ευτυχία της ολοκληρώθηκε.
Τη χαρά διαδέχθηκε όμως η λύπη και την ευτυχία ο πόνος, γιατί ο σύζυγός της αρρώστησε βαριά και μετά από μικρό χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την επίγεια ζωή και αναχώρησε για την αιωνιότητα. Έτσι η Ιουλίττα επωμίζεται σε πολύ νεαρή ηλικία τον σταυρό της χηρείας. Αντλεί όμως δύναμη από τον Αναστάντα Κύριο και η πίστη της στερεώνεται και ενισχύεται ακόμη περισσότερο, παρόλο που αντιμετωπίζει δυσκολίες, θλίψεις, εμπόδια και προκλήσεις. Στρέφει τις ελπίδες της στο μονάκριβο παιδί της και του μεταλαμπαδεύει την άσβεστη φλόγα της αγάπης στον Χριστό. Απορρίπτει την ιδέα του δεύτερου γάμου και αποφασίζει να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Κύριο και στην κατά Θεό ανατροφή του παιδιού της. Προσεύχεται αδιάλειπτα στον Ουράνιο Πατέρα, μελετά τακτικά την Αγία Γραφή, συμμετέχει ενεργά στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη της προς τον πλησίον και τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και επισκέπτεται χήρες και ορφανά, φτωχούς και ασθενείς και προσφέρει πλουσιοπάροχα τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Επιθυμεί να οδηγήσει όλους τους ανθρώπους στην αλήθεια του Ευαγγελίου του Χριστού και να τους οικοδομήσει πνευματικά, ενώ ο διακαής πόθος της είναι και ο τρίχρονος γιος της, ο Κήρυκος, να τιμήσει και να δοξάσει το όνομα του Χριστού.
Την εποχή όμως αυτή ο σκληρός αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξαπολύει διωγμούς με σκληρά βασανιστήρια εναντίον των χριστιανών. Αναρίθμητα είναι τα ονόματα των μαρτύρων, που βασανίζονται ανελέητα και χάνουν τη ζωή τους. Στο στόχαστρο των διωκτών της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται και η Ιουλίττα. Προσεύχεται στον Θεό για να στερεωθεί ακόμη περισσότερο στην πίστη της και αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρίδα της, παίρνοντας μαζί της τον τρίχρονο Κήρυκο και δύο υπηρέτριες, που διδάχθηκαν την χριστιανική αλήθεια από αυτή.
Φτάνουν στη Σελεύκεια της Συρίας, αλλά η κατάσταση εκεί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χριστιανοί φονεύονται. Γι’ αυτό και αναχωρεί για την Ταρσό της Κιλικίας, αλλά και εκεί δεν κατορθώνει να διαφύγει την προσοχή των διωκτών. Συλλαμβάνεται μαζί με το παιδί της και οδηγείται ενώπιον του σκληρόκαρδου ειδωλολάτρη επάρχου Αλεξάνδρου, ο οποίος προσπαθεί με υποσχέσεις και κολακευτικά λόγια να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Η Ιουλίττα παραμένει όμως σταθερή και αμετάβλητη. Απορρίπτει περιφρονητικά τις υποσχέσεις και ομολογεί ευθαρσώς την πίστη της στον αληθινό Θεό. Αναμένει με αγωνία το μαρτύριο και ενθαρρύνεται από την αδιάλειπτη προσευχή της. Στρέφει τα μάτια της στον ουρανό και ατενίζει την αιωνιότητα με ελπίδα. Ο τύραννος Αλέξανδρος, βλέποντας την ακλόνητη πίστη και την άκαμπτη θέληση της Αγίας, που του δήλωσε με παρρησία: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ την πίστη μου, έστω και αν με αποκεφαλίσεις, με κάψεις στη φωτιά ή με παραδώσεις ως τροφή στα θηρία», κυριεύτηκε τόσο πολύ από θυμό και αγανάκτηση, ώστε διέταξε να αποσπάσουν με τη βία τον μικρό Κήρυκο από τη στοργική αγκαλιά της. Στη συνέχεια άρχισαν να τη μαστιγώνουν ανελέητα, αλλά η ένδοξη μάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υπομένει αγόγγυστα το μαστίγωμα και αντλεί δύναμη από τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Ιησού Χριστό, που σταυρώθηκε για μας.
Ο τρίχρονος Κήρυκος κλαίει διαρκώς και ζητάει απεγνωσμένα τη μητέρα του, την οποία βλέπει να μαστιγώνεται αλύπητα. Ο έπαρχος παίρνει τότε στα χέρια το παιδί και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Του λέει να αφήσει τη μητέρα του και να ζήσει ευτυχισμένο μαζί του, αφού θα του προσφέρει πολλά δώρα και θα το κάνει κληρονόμο της περιουσίας του. Το ευλογημένο νήπιο ομολογεί με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα και απαντά στον έπαρχο: «Εγώ τον Χριστό μου αγαπώ», ενώ στην προσπάθειά του να γλιτώσει από αυτόν, δίνει μία κλωτσιά στην κοιλιά του ειδωλολάτρη επάρχου. Τότε εκείνος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε πέταξε το παιδί με μανία και αγριότητα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα να συντριβεί το μικρό σώμα και το κεφάλι του νηπίου. Το αγνό αίμα του γέμισε τα σκαλοπάτια, αλλά αγίασε τη μαρτυρική γη της Ταρσού, ενώ η ψυχή του μικρόσωμου αθλητή της πίστεως γέμισε τον ουρανό με άφθαστη αγαλλίαση. Η θαρραλέα μητέρα παρακολουθεί με πόνο και θλίψη τα γεγονότα, αλλά ευφραίνεται, γιατί ο μονάκριβος γιος της αξιώθηκε του μαρτυρίου και από εδώ και στο εξής θα χαίρεται μέσα στην ομορφιά του Παραδείσου. Μετά τον ακαριαίο θάνατο του Κηρύκου η καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υποβάλλεται σε νέα βασανιστήρια, αλλά και πάλι υπομένει καρτερικά και προσεύχεται για τη συγχώρηση των βασανιστών της. Η επιμονή της στην αγάπη του Χριστού εξοργίζει τόσο πολύ τον ειδωλολάτρη έπαρχο, ώστε αποφασίζει να την οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως και να την αποκεφαλίσει. Της έβαλαν μάλιστα και χαλινάρι στο στόμα και την οδήγησαν με τη βία στον τόπο, όπου θα αποκεφαλιζόταν. Η Αγία ζητά από τους δημίους της πριν το επίγειο τέλος της να προσευχηθεί στον Πανάγαθο Θεό, ο οποίος την αξίωσε και εκείνη και τον γιο της να εισέλθουν με τον στέφανο του μαρτυρίου στην αιώνια χαρά του Παραδείσου και να συναριθμηθούν στη χορεία των ενδόξων μαρτύρων της πίστεως μας.
Μετά τον αποκεφαλισμό της το ιερό λείψανο της Αγίας ρίχθηκε στον τόπο, όπου βρισκόταν το λείψανο και του τρίχρονου γιου της, του Κηρύκου. Την επόμενη νύχτα οι δύο υπηρέτριες ήρθαν και παρέλαβαν κρυφά τα ιερά λείψανα και τα τοποθέτησαν σε σπήλαιο έξω από την πόλη της Ταρσού. Μετά τους διωγμούς η μία υπηρέτρια αποκάλυψε τα ιερά λείψανα των ενδόξων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, τα οποία σήμερα είναι τεθησαυρισμένα σε διάφορες ιερές μονές, όπως στην ιερά μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Κηρύκου και στην ιερά μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της αριστερής χειρός και του δεξιού ποδός του τρίχρονου νηπίου.
Το όνομα του Αγίου Κηρύκου φέρουν η πρωτεύουσα του ακριτικού νησιού της Ικαρίας, που κοσμείται με ομώνυμο περικαλλή ιερό ναό και χωριό της Ζακύνθου, όπου στις 15 Ιουλίου, την ημέρα δηλαδή της μνήμης των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, τελείται παραδοσιακό πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Το 1968 ιδρύθηκε επίσης στην περιοχή του Σιδηροκάστρου Σερρών ιερά μονή επ’ ονόματι των δύο ενδόξων και αθλοφόρων Αγίων, οι οποίοι προσφέρουν σε όλους εμάς ένα λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα φλογερής πίστης, καρτερικής υπομονής και αγωνιστικού φρονήματος.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζουμή Γεωργίου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Βίος και Ακολουθία των Αγίων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, Έδεσσα 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου