Θεολόγου - Καθηγητή
του 4ου Γυμνασίου Χίου
Ομιλία που εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Kοιμήσεως Θεοτόκου Χαλκειούς Χίου στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών.
Δευτέρα 30-1-2012
Δευτέρα 30-1-2012
Σεβαστοί πατέρες, κύριε Αντιδήμαρχε, κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι, κύριοι Τοπικοί Σύμβουλοι, κύριε Διευθυντά του Σχολικού Κέντρου Καμποχώρων, κύριοι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητές μαθήτριες και μαθητές, κυρίες και κύριοι˙ κάθε χρόνο τέτοια μέρα, οι άνθρωποι των γραμμάτων, και ειδικότερα όσοι εμπλεκόμαστε στη μαθησιακή διαδικασία, δάσκαλοι και μαθητές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τιμάμε τους Τρεις μεγάλους Ιεράρχες και οικουμενικούς δασκάλους, τον Βασίλειο τον Μέγα (τον γνωστό σ’ όλους μας Άγιο Βασίλη), το Γρηγόριο το Θεολόγο ή Ναζιανζηνό και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουμε τη σημαντική προσφορά τους στην εκπαίδευση και τους προβάλλουμε σαν διαχρονικά πρότυπα όχι μόνο δασκάλων, αλλά και μαθητών. Άλλωστε, οι συγκεκριμένοι Ιεράρχες εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να θεωρούνται ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι και προστάτες των γραμμάτων και της Ελληνορθόδοξης παιδείας μας, ως οι καινοτόμοι παιδαγωγοί και δάσκαλοι του Γένους μας.
Οι μεγάλοι αυτοί Άγιοι άνδρες, οι σπουδαίες εκείνες προσωπικότητες του Ελληνισμού έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα, τον χρυσό, όπως ονομάστηκε, αιώνα των χριστιανικών γραμμάτων. Ο εορτασμός από κοινού της μνήμης τους κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, παρόλο που για τον καθένα η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει ορίσει χωριστή γιορτή, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Δεν απέχουμε πολύ από την συμπλήρωση χιλίων ετών από την εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, οπότε και καθιερώθηκε να τιμάμε τη σημερινή ημέρα με εορταστικές εκδηλώσεις τον μέγα ιεροφάντορα Βασίλειον, τον θεορρήμονα Γρηγόριον και τον χρυσούν την γλώτταν Ιωάννην. Η Εκκλησία με την κίνησή της αυτή θέλησε να προλάβει τη διαίρεση των πιστών, εξαιτίας της διαμάχης σχετικά με το ποιος από τους Τρεις Ιεράρχες πατέρες είναι σπουδαιότερος.
Η εορτή αυτή έχει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. Δεν συνδέεται με νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις του Έθνους μας, αλλά με κατακτήσεις του στο χώρο του πνεύματος και της παιδείας. Μνημονεύει και τιμά το καλύτερο δείγμα του πνευματικού θησαυρού που διαθέτει ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, όπως αυτό έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
Οι τρεις αυτοί άνδρες πέτυχαν να θεμελιώσουν και να πραγματώσουν τη σύνθεση του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος με το επαναστατικό πανανθρώπινο κήρυγμα της χριστιανικής αγάπης, της αρχαιοελληνικής κλασικής παιδείας με τον χριστιανικό τρόπο σκέψης και ζωής. Η σύνθεση αυτή απετέλεσε τον μεγαλύτερο ίσως σταθμό στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος και του παγκοσμίου πολιτισμού. Χάρις στην παιδευτική εκείνη ευρύτητα των Τριών Ιεραρχών το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν καταστράφηκε, τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων διασώθηκαν μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο, η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία μας τους τιμά ως Αγίους άνδρες και μεγάλους θεολόγους, ο δε Ελληνισμός τους τιμά ως πρότυπα επιστημόνων και παιδαγωγών.
Έτσι, λοιπόν, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας ύστερα από σχετική πρόταση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και με απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1843/44, καθιέρωσαν την 30η Ιανουαρίου, εκτός από ημέρα τιμής και μνήμης των Τριών Ιεραρχών, και ως ημέρα των ελληνικών Γραμμάτων. Εκτός των άλλων τη σημερινή μέρα τιμάμε και όλους όσους διετέλεσαν καθηγητές, δωρητές και ευεργέτες των σχολείων μας.
Ας γνωρίσουμε, όμως, τώρα έναν ένα ξεχωριστά τους Τρεις μεγάλους παιδαγωγούς, οι οποίοι ως μαθητές και φοιτητές υπήρξαν παραδείγματα προς μίμηση για τους συμμαθητές τους.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια κι έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και της Κωνσταντινούπολης.
Σε ηλικία 20 χρονών ο Βασίλειος πήγε στην Αθήνα, όπου φημισμένοι δάσκαλοι δίδασκαν τα ελληνικά γράμματα, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.λπ. Εκεί συνάντησε τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, που ήδη τον γνώριζε από την Καισάρεια. Οι δυο τους συνδέθηκαν από τότε και για την υπόλοιπη ζωή τους με μια σπάνια φιλία, για την οποία ο Γρηγόριος έλεγε χαρακτηριστικά: φαινόταν σαν να είχαμε μια ψυχή σε δύο σώματα. Ο Βασίλειος έμεινε στην Αθήνα 4 χρόνια και σπούδασε ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία και ιατρική.
Το 356 ο Βασίλειος επέστρεψε στην πατρίδα του, την Καισάρεια και αφού εξάσκησε για λίγο χρονικό διάστημα το επάγγελμα του ρήτορα, βαπτίστηκε χριστιανός. Το 362 χειροτονήθηκε διάκονος και όταν πέθανε ο επίσκοπος της περιοχής πήρε αυτός τη θέση του και απ’ αυτήν άρχισε την πλούσια χριστιανική και φιλανθρωπική δράση του. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών.
Αν και ήταν ευαίσθητος στην σωματική του υγεία, ο Βασίλειος διακρινόταν για την πνευματική του ζωντάνια. Τα συγγράμματά του χαρακτηρίζονταν για την ακρίβεια και την καθαρότητα του λόγου. Ήταν ρεαλιστής με βαθιά κριτική δύναμη του πνεύματος. Οι οργανωτικές του ικανότητες φάνηκαν στο ενδιαφέρον που επέδειξε για την μοναστηριακή ζωή. Ακόμη και σήμερα η ζωή των μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ρυθμίζεται από τους κανόνες που συνέγραψε τότε ο Μέγας Βασίλειος. Η ήρεμη αποφασιστικότητα, η σταθερή θέληση και το έμφυτο θάρρος υπήρξαν οι βασικές ψυχικές ιδιότητες που τον ώθησαν σε κοινωνική δράση. Πιο συγκεκριμένα, με τις δυνατότητες που του έδινε ο πλούτος της οικογενείας του ίδρυσε μια σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, τη γνωστή Βασιλειάδα και μοίραζε τα χρήματά του σ’ όσους είχαν ανάγκη. Τόσο έκδηλη ήταν η φιλανθρωπία του και η γενναιοδωρία του, ώστε θεωρείται ως ο φορέας των δώρων της πρωτοχρονιάς, ο γνωστός σ’ όλους μας σαν Άι Βασίλης.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Πατέρας του ήταν ο επίσκοπος Ναζιανζού Γρηγόριος. Ανατράφηκε με ιδιαίτερη φροντίδα από τη χριστιανή μητέρα του τη Νόννα. Έκανε ανώτερες σπουδές στην ρητορική Σχολή της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Συνέχισε τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισαρείας της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας.
Το 358 ο Άγιος Γρηγόριος γύρισε στη Ναζιανζό και βαπτίστηκε χριστιανός. Το 372 έγινε επίσκοπος Σασίμων, μιας άσημης κωμόπολης της Καππαδοκίας, και το 380 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας τον ανακήρυξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, θέση από την οποία παραιτήθηκε σύντομα. Γύρισε στη Αριανζό, όπου και πέθανε το 391.
Είχε κι ο Γρηγόριος ευαίσθητη σωματική υγεία. Ήταν ρομαντική περισσότερο μα και ποιητική φύση. Χωρίς να αποφεύγει τον αγώνα και την δράση, προτιμούσε την αυτοσυγκένρωση, το ρομαντισμό, την ελεύθερη και καλλιτεχνική ζωή. Χαρακτηρίζεται ως ο υμνητής της αρετής.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 354 στην Αντιόχεια της Συρίας, την Αθήνα της Ασίας, όπως την έλεγαν τότε. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της ήταν η ανατροφή και η μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική τον Λιβάνιο και στην φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδασκάλου. Βλέποντας όμως τις αδικίες των δικαστηρίων ακολούθησε θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα τότε Θεολογική σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια.
Στην περίοδο των σπουδών του ο Χρυσόστομος γνώρισε τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο, ο οποίος πιθανώς και τον βάπτισε χριστιανό το 372. Το 397 χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Όντας στη θέση αυτή ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία και οδηγήθηκε στην εξορία, όπου και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Και ο Ιωάννης προσβάλλονταν εύκολα από ασθένειες. Το όνομά του συνδέθηκε με την έμφυτη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία, γι’ αυτό άλλωστε και αποκαλείται Χρυσόστομος, αλλά και με τη θεολογική, ψυχολογική και κοινωνική του κατάρτιση και δράση. Ήταν λεπτή και πολυδιάστατη φύση. Διακρινόταν για τον ευθύ και ορμητικό του χαρακτήρα. Φερόταν με θάρρος προς τους ισχυρούς και με ηπιότητα προς τους αδυνάτους. Δεν ήταν λιγότερο σοφός από τους άλλους δύο Ιεράρχες, απλά δεν συστηματοποιούσε τις φιλοσοφικές του γνώσεις, τις οποίες παρουσίαζε με φυσικότητα, ζωντάνια και πάθος στα πλαίσια των έργων του. Αντιπροσωπευτικός για όλες τις εποχές ιεροκήρυκας, που μαστίγωνε με δριμύτητα τις δεισιδαιμονίες, την κοινωνική αδικία και την αθλιότητα.
Και οι τρεις Άγιοι άνδρες ήταν επιμελείς, φιλομαθείς και επιλεκτικοί, σε σημείο που να αναδειχθούν ως πρότυπα μίμησης και θαυμασμού από τους συμφοιτητές, αλλά και από τους ίδιους τους καθηγητές τους. Ο Μέγας Βασίλειος τόσο είχε εντυπωσιάσει τους συμμαθητές του, ώστε εκείνοι να προσπαθούν να μιμηθούν ακόμη και την ομιλία, τη γενειάδα και τις κινήσεις του. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του, θέλησαν να τον ανακηρύξουν καθηγητή τους. Στην ίδια απαίτηση υπέκυψε ο Γρηγόριος, ο οποίος και έγινε καθηγητής στην Αθήνα. Τέλος, τον Ιωάννη όχι μόνο οι συμμαθητές του τον ονόμασαν Χρυσόστομο, αλλά και ο ειδωλολάτρης καθηγητής του, περίφημος ρήτορας Λιβάνιος, λυπήθηκε που τον κέρδισαν οι Χριστιανοί και δεν κατάφερε να τον αφήσει διάδοχό του στη ρητορική έδρα.
Το παράδειγμά των Τριων Ιεραρχών με τις πολυετείς και πολύπλευρες, όπως είδαμε, σπουδές τους μαρτυρεί την μεγάλη εμπιστοσύνη που οι τρεις αυτοί Δάσκαλοι είχαν στην αναμορφωτική δύναμη της παιδείας, την οποία παιδεία σπούδασαν ως μια συνολική πρόταση ζωής. Γι’ αυτούς η παιδεία δεν ήταν μόνο φιλοσοφία ή ρητορική ή αστρονομία ή θεολογία ή ψυχολογία, αλλά ήταν όλα αυτά μαζί, δηλαδή μόρφωση σώματος και ψυχής.
Κλείνοντας, αυτά ήταν τα τρία Άγια πρόσωπα που το 1843/44, το νέο ελληνικό κράτος αποφάσισε να κάνει σύμβολα και της δικής του εκπαίδευσης και να καθιερώσει τη γιορτή τους ως επίσημη σχολική εορτή των «Γραμμάτων και της Παιδείας». Κι ενώ η γιορτή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, το ζήτημα της παιδείας που συμβολίζουν αυτά τα πρόσωπα παραμένει ζητούμενο, καθώς η κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία σήμερα μοιάζει να είναι η λογική της παιδείας ως τεχνικής γνώσης για τακτοποίηση σε κάποια θέση, αφήνοντας στη λήθη την παιδεία ως ψυχική καλλιέργεια˙ η θεώρηση του ανθρώπου ως ενός εξαρτήματος μιας μηχανής και όχι ως μιας ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας, ως μίας μοναδικής και ανεπανάληπτης προσωπικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου