Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Θέμα: «Πασχάλιος Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος».
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
ᾍδου τήν καθαίρεσιν,
ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν»
Ἀγαπητοί μου,
Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος καί Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζουμε «θανάτου τήν νέκρωσιν, ᾋδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν». Πρόκειται γιά τό ἐπίκεντρο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ἀποτελεῖ τό μέγιστο τῶν «μεγαλείων τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2, 11). Δι’ αὐτῆς φωτίζονται καί ἀποκτοῦν νόημα ἡ ἀγάπη καί πρός τούς ἐχθρούς, ἡ θυσία πρός τόν συνάνθρωπο, ὁ ἀγώνας κατά τοῦ παλαιοῦ, ἐγωπαθοῦς ἀνθρώπου, καί ἡ ζωή μας ὅλη ἐνδύεται ἁπτῶς τήν αἰωνιότητα. Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι φαίνεται ἐν Αὐτῷ ὡς πρόσωπο, ὡς θεῖο, ὡς πνεῦμα, ὡς ἐλευθερία, ὡς δημιουργός δύναμη, θά ἦταν αὐταπάτη καί φαντασίωση, χωρίς καμμία βάση. Καί ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στόν Ἀναστάντα Κύριο ἔχουν ἀπό αὐτή τή ζωή μερίδιο στήν εἰρήνη, τή δικαίωση, τήν ἁγιότητα καί σέ ὅλους τους καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως ἔζησαν ἀπό κοντά οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, στούς ὁποίους καί ἐμφανίστηκε ὁ ἀναστάς Κύριος, καθώς καί οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ πιστοί ὅλων τῶν ἐποχῶν. Τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, αὐτή τήν καινή πορεία, βιώνουμε κι ἐμεῖς μέσα στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ διακονία τῶν Μυστηρίων, διά τῶν ὁποίων μυεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὑπέρ λόγον ἀλήθεια πού εἶναι ὁ ἀναστάς Χριστός, γιά νά τόν καταστήσει μέτοχο τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας πού μᾶς δώρισε ἀπό τόν ζωοδόχο Τάφο Του. Ὁ Χριστός γίνεται ἡ ἀνάσταση καί ἡ ἀληθινή ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καθένας ἀπό μᾶς ἔρχεται στό «εἶναι» μέ τή γέννησή του, πορεύεται στό «εὖ εἶναι» μέ τό βάπτισμα καί προχωρεῖ στό «ἀεί εἶναι» μέ τήν ἀνάσταση. Ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.
Συχνά παρεξηγεῖται ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τήν ὑλική κτίση. Ἐπειδή τονίζεται ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, παραμελεῖται ἡ ἀλήθεια ὅτι καί τό σῶμα εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τό λόγο αὐτό καί ἀλληλοεπηρεάζονται: ὅταν ἁγιάζεται ἡ ψυχή, ἁγιάζεται καί τό σῶμα. Κι ὅταν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἁμαρτάνει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Εἶναι κοινή ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάσταση ψυχῆς καί σώματος, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου στήν ὁλότητά του.
Αὐτή ἡ βαθειά ἑνότητα γίνεται κατανοητή ἀπό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τόσο ἡ ψυχή τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του ἐνδύθηκε τήν ἀθανασία, ὅσο καί τό ὑλικό σῶμά Του ἐνδύθηκε τήν ἀφθαρσία. Οὔτε ἡ ψυχή Του, ὡς ἀνθρώπου, ἔμεινε στόν ᾋδη, οὔτε τό σῶμά Του ὑπέστη τή φθορά τοῦ θανάτου. Ὁ ἴδιος εἶπε στούς μαθητές Του (Λκ. 24, 38-43): «Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καί διατί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Ἴδετε τάς χεῖράς μου καί τούς πόδας μου ὅτι αὐτός ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα. ... καί λαβών ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν», ἄν καί τό ἀναστημένο σῶμά Του δέν εἶχε ἀνάγκη τροφῆς.
Μέ τήν κατάργηση τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, τό σῶμά μας γίνεται δεκτικό Χάριτος καί ἁγιασμοῦ. Μέ τή μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου στή Θεία Λειτουργία, μετέχουμε ὅλοι μας στήν Χάρη τῆς Ἀναστάσεώς Του, διότι γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γράφει σχετικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;» (Α΄ Κορ., 6, 15). Καί ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμά μας γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἁγιάζει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, ὅπως τότε ἔτσι καί σήμερα, προκαλεῖ τή λογική μας καί μᾶς προσκαλεῖ νά ἀφεθοῦμε μέ πίστη καί ἐλπίδα στήν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου καί τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προσκαλεῖ νά δοῦμε μέ τήν πίστη τί κρύβεται στό σκοτεινό χῶρο τοῦ θανάτου. Ἡ βεβαιότητα τοῦ θανάτου φαίνεται τόσο ἀπόλυτη, γιατί παραμένει γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς ἄγνωστη ἐμπειρία. Κανείς δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτήσει ἐμπειρία τοῦ θανάτου του. Κανείς μας δέν ἔχει βιώσει τόν βιολογικό θάνατο, γιά νά μᾶς φανερώσει πῶς εἶναι. Βεβαίως, ὁ Χριστός καί τά χαρισματικά μέλη τοῦ Σώματός Του, οἱ Ἅγιοι της Ἐκκλησίας, φανέρωσαν τήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ζωῆς, τήν πραγματική καί ἄφθαρτη ζωή τῆς αἰωνιότητας μετά τόν φυσικό θάνατο.
Αὐτή ἡ βεβαιότητα εἶναι ἀποκάλυψη μιᾶς ἄλλης διάστασης τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ὅμως ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἐμπειρία μας. Ἐδῶ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας ἀποβαίνουν τά μόνα σημεῖα στήριξης τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀποκαλύπτοντας τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Χωρίς αὐτά, καμμία λογική, καμμία ἐπιστημονική ἤ φιλοσοφική γνώση, καμμία δύναμη τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τοῦ κόσμου τούτου δέν μπορεῖ νά φωτίσει τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί νά διαλύσει τά ἀδιέξοδά μας. Μόνο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, πού γίνεται πίστη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἀπάντηση. Αὐτή μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον τό τέλος, ἀλλά ἔγινε ἐν Χριστῷ πάσχα, δηλαδή διάβαση καί μετάβαση στήν ὄντως «αἰώνιον ζωήν».
Βεβαίως, ὁ θάνατος εἶναι κάτι πού ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά. Ἡ παροῦσα ζωή δέν φαίνεται ὅμως τόσο βάναυση καί καταπιεστική ὥστε νά ὑποτιμήσουμε καί νά ἀρνηθοῦμε αὐτόν τόν κόσμο καί νά θελήσουμε ἕνα ἄλλον, ἰδεώδη, πού δέν ἔχουμε γνωρίσει. Δέν εἶναι περιφρόνηση τῶν ἐπιγείων πραγμάτων. Εἶναι ἀγώνας γιά ἀλήθεια, ἀγάπη, ἐλπίδα καί πίστη. Πρόκειται γιά μιά διαρκῆ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μία τέτοια ζωή ὑπερβαίνει τό φράγμα τοῦ θανάτου καί, τότε, ὄχι μόνο οἱ χαρές, τά ἀγαθά καί οἱ ὀμορφιές τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀκόμη καί αὐτές οἱ λύπες, οἱ δοκιμασίες καί τά δάκρυά της μεταμορφώνονται λυτρωτικά. Ὅσοι ἀπό μᾶς βλέπουμε μέ αὐτόν τόν τρόπο τή ζωή, μποροῦμε νά βιώσουμε ἐν Χριστῷ τόν θάνατο σάν ὕπνο, πού θά μᾶς ξυπνήσει στήν κοινή ἀνάσταση. Πρόκειται γιά δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καί ὀδυνηρό, πού ὅμως τό τέρμα του εἶναι λυτρωτικό. Ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου μᾶς δείχνει ὅτι Σταυρός καί Ἀνάσταση εἶναι ἀλληλένδετα, καί ὅτι ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς σταυρικῆς πορείας φωτίζεται πάντοτε ἀπό τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως.
«Βεβαίως, δέν κηρύσσουμε Κύριο τόν ἑαυτό μας, ἀλλά τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ τόν ἑαυτό μας δοῦλο σας γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί ὁ Θεός πού εἶπε νά λάμψει φῶς ἀπό τό σκοτάδι, αὐτός ἔλαμψε καί στίς καρδιές μας γιά νά φέρει στό φῶς τή γνώση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔχουμε τόν θησαυρό αὐτό μέσα σέ εὔθραστα σκεύη, γιά νά φανεῖ ὅτι τέτοια ὑπερβολική δύναμη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν προέρχεται ἀπό μᾶς. Πιεζόμαστε μέ κάθε τρόπο, ἀλλά δέν φτάνουμε σέ ἀδιέξοδο· βρισκόμαστε σέ ἀμηχανία, ἀλλ’ ὄχι καί σέ ἀπελπισία· διωκόμαστε ἀλλά δέν ἐγκαταλείπουμε, καταβαλλόμαστε ἀλλά δέν χανόμαστε. Πάντοτε φέρουμε στό σῶμά μας τόν θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ στό σῶμά μας. Διότι, ἐνῶ ζοῦμε, παραδινόμαστε πάντοτε σέ θάνατο χάριν τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ στό θνητό μας σῶμα. Ὥστε ὁ μέν θάνατος συντελεῖται σέ μᾶς, ἀλλά ἡ ζωή σέ σᾶς» (Κορ. Β΄ 4, 5-12).
Ἡ ἀληθινή ζωή δέν μπορεῖ παρά νά προέρχεται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Τό νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται συνεπῶς σέ σχέση καί ἀναφορά πρός τόν Κύριο. Ὅποιος ἀποσυνδέεται ἀπό τόν Θεό εἶναι οὐσιαστικά νεκρός. Ἀκόμη καί οἱ μεγαλύτερες ἀρετές καί τά ἀγαθότερα χαρίσματα δέν ὑπάρχουν ἀπό μόνα τους, ἀλλά καθίστανται λειψά χωρίς τήν ἀναστάσιμη προοπτική. Γιά μᾶς τούς πιστούς, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τοῦ θανάτου καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς πέρα ἀπό τόν τάφο. Εἶναι ἡ ἀπαρχή μιᾶς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου». Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς ἐγγυᾶται τό «περισσόν τῆς ζωῆς» καί τή συνέχειά της στήν αἰωνιότητα.
ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2014
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ ο χιου, ψαρων και οινουσσων ΜΑΡΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου