Από της γεννήσεώς του μέχρι της εκλογής του σε οικουμενικό πατριάρχη
Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ ο Δ΄, κατά κόσμον Νικόλαος Κρουσουλούδης, γεννήθηκε στην Καλλιμασιά της Χίου στις 5 Ιουλίου 1837. Ήταν πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κρουσουλούδη και της Λεμονιάς Κοκκώδη, πρώτης εξαδέλφης του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ του Κοκκώδη (1860-1863, 1873-1878).
Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον συγγενή του Ιωακείμ, μητροπολίτη τότε Κυζίκου. Αφού ολοκλήρωσε την στοιχειώδη μόρφωσή του, με την προστασία του συγγενούς του Ιωακείμ, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1861. Μάλιστα είναι ο πρώτος από τους αποφοίτους της Σχολής που έγινε αργότερα οικουμενικός πατριάρχης.
Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον συγγενή του Ιωακείμ, μητροπολίτη τότε Κυζίκου. Αφού ολοκλήρωσε την στοιχειώδη μόρφωσή του, με την προστασία του συγγενούς του Ιωακείμ, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1861. Μάλιστα είναι ο πρώτος από τους αποφοίτους της Σχολής που έγινε αργότερα οικουμενικός πατριάρχης.
Κατά την διάρκεια της φοίτησής του στη Σχολή, πριν από τις 31 Ιανουαρίου 1861, χειροτονήθηκε διάκονος, μετονομασθείς σε Ιωακείμ προς τιμήν του προστάτου τον Κυζίκου Ιωακείμ. Το ίδιο έτος διορίσθηκε υπογραμματέας και την 31 Ιανουαρίου 1863 προήχθη σε αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στις 26 Νοεμβρίου 1870, σε ηλικία 33 ετών, εξελέγη μητροπολίτης Λαρίσσης, για να διαδεχθεί τον παραιτηθέντα Δωρόθεο. Στις 7 Αυγούστου 1875, πατριαρχεύοντος του προστάτου του Ιωακείμ Β΄, μετατέθηκε στη γεροντική μητρόπολη Δέρκων, για να διαδεχθεί τον αποθανόντα Νεόφυτο. Κατά την διακυβέρνηση των μητροπόλεων Λαρίσσης και Δέρκων, ο Ιωακείμ έδειξε μεγάλη σύνεση, δραστηριότητα και συνεχή φροντίδα για την εξυπηρέτηση τόσο των πνευματικών όσο και των εθνικών συμφερόντων του ποιμνίου του.
Κατά διαστήματα ο Ιωακείμ διετέλεσε πρόεδρος διαφόρων ιδρυμάτων και επιτροπών, όπως του Ιερατικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου (1876-77), της Εφορίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής (1878-1881), της Εφορίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και του Εθνικού Μικτού Συμβουλίου (1880-1884).
Ο Ιωακείμ επίσης εχρημάτισε συνοδικός ιεράρχης επί της Α’ πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄ και ήταν μέλος της επιτροπής που συνέταξε ευχαριστήρια αναφορά προς τον Σουλτάνο «δια την υπ’ αυτού γενομένην επιβράβευσιν του παναρχαίου προνομιακού καθεστώτος».
Ο Ιωακείμ, ως συνοδικός, συμμετέσχε σε δύο εκκλησιαστικές αποστολές στο Άγιο Όρος, το 1875 και το 1877. Η δεύτερη αποστολή αποσκοπούσε στην τακτική απαρίθμηση των μοναχών του Άθω και στη διεκπεραίωση διαφόρων ζητημάτων που αφορούσαν τις σχέσεις των μοναστηριών και των μοναχών του Αγίου Όρους με τη Μ. Εκκλησία.
Στις 10 Απριλίου 1880 μετέβη στη Χίο και στις 10 Μαΐου κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου στη γενέτειρά του Καλλιμασιά, εκπληρώνοντας εντολή του γέροντά του Ιωακείμ του Β΄. Το ίδιο έτος συνέταξε και εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη κανονισμό για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου.
Το 1883 ο Ιωακείμ προσβλήθηκε από φυματίωση. Στις 28 Οκτωβρίου 1883, χάριν της υγείας του, αναχώρησε για την Αθήνα, όπου παρέμεινε από τις 30 Οκτωβρίου μέχρι τις 9 Νοεμβρίου. Στις 11 του ίδιου μήνα αναχώρησε για την Ιταλία και παρέμεινε στο Παλέρμο της Σικελίας μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1884. Ευρισκόμενος στην Ιταλία, επισκέφθηκε στη Ρώμη τον πάπα Λέοντα τον ΙΓ΄. Η επίσκεψή του αυτή σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως από τις εφημερίδες της Ευρώπης, οι οποίες έγραψαν ότι επίκειται η ένωση της Ανατολικής με την Δυτική εκκλησία και αυτό γιατί ήταν πολύ σπάνια η επίσκεψη στη Ρώμη ενός ορθοδόξου επισκόπου. Έτσι η ολιγοήμερη εκείνη παραμονή του Ιωακείμ στη Ρώμη, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και έδωσε αφορμή για πολλά σχόλια και πολλές ψευδείς διαδόσεις. Μάλιστα οι ιταλικές εφημερίδες έγραψαν ότι ο Ιωακείμ συζήτησε με τον Πάπα και με άλλους θεολόγους για την ένωση της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία.
Στην εποχή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ εμφανίσθηκε το λεγόμενο προνομιακό ζήτημα, το οποίο ήταν η προσπάθεια του σουλτάνου να καταργήσει όλα τα προνόμια που είχε η Εκκλησία από την εποχή της άλωσης, ιδιαίτερα την κλήτευση και διαδικασία των κληρικών, την διατροφή των συζύγων στις συζυγικές διαφορές, τις διαθήκες, τις εκκλησίες και τα σχολεία. Το ζήτημα αυτό και το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τις συζητήσεις, έγινε αιτία να παραιτηθεί από τον οικουμενικό θρόνο ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (Δεβετζής), στις 30 Μαρτίου του 1884. Η πατριαρχεία Ιωακείμ του Δ΄ Μετά την παραίτηση Ιωακείμ του Γ΄ ορίσθηκε τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου ο Εφέσου Αγαθάγγελος. Αυτός συγκάλεσε την εκλογική συνέλευση στις 8 Μαΐου 1884, η οποία επιφορτίσθηκε και με το έργο της επίλυσης του προνομιακού ζητήματος που είχε δημιουργηθεί κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Γ΄. Την Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 1884 συνήλθε για τελευταία φορά (8η) η εκλογική συνέλευση που απαρτίζονταν από 18 αρχιερείς και 59 λαϊκούς και κατήρτισε το τριπρόσωπο από τους Δέρκων Ιωακείμ, Νικαίας Διονύσιο και Μυτιλήνης Κωνσταντίνο. Στην εκλογική διαδικασία που ακολούθησε αναδείχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο Δέρκων Ιωακείμ, παίρνοντας 9 ψήφους, έναντι 6 του Νικαίας και 1 του Μυτιλήνης. Η ενθρόνισή του έγινε την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 1884.
Η πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια της πατριαρχίας του Ιωακείμ του Β΄, καθώς ο νέος Πατριάρχης ήταν οπαδός της πολιτικής και μαθητής του συγγενούς του Ιωακείμ του Β΄.
Ο Ιωακείμ Δ΄ διακυβέρνησε το σκάφος της Εκκλησίας με δραστηριότητα και σύνεση, ώστε τόσο ο κλήρος όσο και ο λαός να δείχνουν σε αυτόν πλήρη εμπιστοσύνη και να του απονέμουν τον απαιτούμενο σεβασμό και εκτίμηση. Το μειλίχιο του χαρακτήρα του και η σεμνή συμπεριφορά του συντέλεσαν ώστε να εξαλειφθεί η άλλοτε επικρατούσα στο Πατριαρχείο εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων και η λεγόμενη μικροπολιτική και να επικρατήσει η ομόνοια και η σύμπνοια για την διευθέτηση των ζητημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Μάλιστα οι διάφορες υπηρεσίες του Πατριαρχείου λειτουργούσαν με θαυμάσια κανονικότητα, ώστε όλοι να δείχνουν πλήρη εμπιστοσύνη σε αυτόν.
Κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ επιβεβαιώθηκαν τα προνόμια της Εκκλησίας. Στις 10 Νοεμβρίου 1884 δόθηκε στον Ιωακείμ Δ’ αυτοκρατορικό βεράτιο, όμοιο με εκείνο που είχε χορηγηθεί στον πατριάρχη Ιωακείμ Β΄.
Επίσης επί της πατριαρχίας του αποκαταστάθηκαν οι άλλοτε χαλαρές σχέσεις με τις Εκκλησίες της Σερβίας και της Ρουμανίας, συνδέθηκαν οι Εκκλησίες Καρλοβιτσίου και Μαυροβουνίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και παρακωλύθηκε η έκδοση δύο αρχιερατικών βερατίων για τους Βουλγάρους επισκόπους Σκοπίων και Αχρίδος. Το 1885 η Εκκλησία της Ρουμανίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη.
Κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ επισκευάσθηκε και χρωματίσθηκε ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου (1885) και έγιναν γύρω στις 35 προαγωγές αρχιερέων. Επίσης εξεδόθη το διαζύγιο του Γκορτσακώφ από τη σύζυγό του πριγκίπισσα Δότσκωφ. Λόγω της υψηλής καταγωγής των εν διαστάσει συζύγων, τα ρωσικά δικαστήρια απέφυγαν να αναμιχθούν στο διαζύγιο και παρέπεμψαν το ζήτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Η έκδοσις του διαζυγίου παρήγαγε ζωηράν εντύπωσιν εν Κωνσταντινουπόλει και αφήκεν εποχήν εις τα δικαστικά χρονικά του Πατριαρχείου».
Η βελτίωση της υγείας Ιωακείμ του Δ΄, που συνέβη όταν βρίσκονταν στη Σικελία, ήταν παροδική. Λίγο καιρό μετά την άνοδό του στον οικουμενικό θρόνο, ασθένησε πάλι λόγω υποτροπής της νόσου του. Εξακολούθησε όμως να φέρει όλα τα βάρη και τις ευθύνες της πατριαρχίας.
Την άνοιξη του 1885 μετέβη στην Χάλκη χάριν υγιεινότερου περιβάλλοντος. Συχνά όμως πήγαινε στο Πατριαρχείο όπου προήδρευε στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου και των άλλων επιτροπών.
«Αλλά δυστυχώς δια την Εκκλησίαν και το Έθνος ο Ιωακείμ Δ΄ δεν ηδύνατο επί πολύ να βαστάση το βαρύ τούτο της πατριαρχείας βάρος και εργασθή έτι τελεσφορώτερον υπέρ των συμφερόντων της Εκκλησίας και του Έθνους».
Ο Ιωακείμ Δ΄, πάσχων από ανίατη τότε αρρώστια για την οποία μάταια αναζήτησε θεραπεία στην Ιταλία, αποφάσισε να παραιτηθεί του οικουμενικού θρόνου ώστε να μην γίνει «πρόξενος μάλλον βλάβης ή ωφελείας». Έτσι στις 14 Νοεμβρίου 1886 συγκάλεσε σε κοινή συνεδρία τα δύο διοικητικά Σώματα της Εκκλησίας, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο και το Μικτό Εθνικό Συμβούλιο, και υπέβαλε σε αυτά την κανονική παραίτηση του. Στη συνεδρίαση αυτή των δύο Σωμάτων ανέγνωσε έκθεση για τα όσα έγιναν κατά την πατριαρχία του, ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την διακυβέρνηση του σκάφους της Εκκλησίας.
Η συνέλευση των δύο Σωμάτων ομοφώνως και ομοθύμως δεν αποδέχθηκε την παραίτηση του Πατριάρχου. Μάλιστα έστειλαν σε αυτόν επιτροπές για να τον πείσουν να μην παραιτηθεί. Όμως, παρά τις σοβαρές παρακλήσεις των μελών των δύο Σωμάτων να αποσύρει την παραίτησή του, ο Ιωακείμ έμεινε αμετάπειστος και έτσι τα δύο Σώματα αποδέχθηκαν τελικά την παραίτησή του, την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1886. Την ίδια ημέρα τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου εξελέγη ο Καισαρείας Ιωάννης.
Τα δύο Σώματα, ύστερα από πρόταση του τοποτηρητή, συνέταξαν «ευχαριστήριον έγγραφον», με το οποίο εξεδήλωναν στον παραιτηθέντα Πατριάρχη την «διάπυρον ευγνωμοσύνην της Εκκλησίας και του Γένους επί τη θυσία και τοις καρποφόροις αγώσιν αυτού υπέρ των εκκλησιαστικών και εθνικών συμφερόντων».
Στις 2 Δεκεμβρίου 1886, εψάλη στο πατριαρχικό παρεκκλήσιο της Παμμακαρίστου, παράκληση με την παρουσία του Πατριάρχου, των μελών της Συνόδου και του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου, καθώς και πλήθους λαού.
Την ίδια ημέρα ο Ιωακείμ αναχώρησε με τους συγγενείς του από την Κωνσταντινούπολη, ακτοπλοϊκώς και μέσω Σμύρνης έφθασε στη Χίο στις 5 Δεκεμβρίου 1886. Εκεί έγινε δεκτός με μεγάλες εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης από τον μητροπολίτη Χίου Αμβρόσιο, τους εφόρους, τη Δημογεροντία, τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές και πλήθος κόσμου.
Διέμεινε στη γενέτειρά του Καλλιμασιά για ένα μήνα και κατόπιν στην πόλη της Χίου, όπου απεβίωσε την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1887, σε ηλικία 50 ετών. Ολόκληρη η Χίος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος για τρεις ημέρες.
Την Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 1887 τελέσθηκε η κηδεία του στον μητροπολιτικό ναό της Χίου. Με την συμμετοχή μεγάλου πλήθος και με πομπή, μεταφέρθηκε και τάφηκε στην Καλλιμασιά, πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Το 1895 η αδελφή του πατριάρχου Χαρίκλεια, στον ίδιο χώρο ανήγειρε μεγαλοπρεπές καλλιμάρμαρο μνημείο στο οποίο εναπόθεσε τα οστά του.
Επί του μνημείου εχαράχθη το εξής επιτύμβιο επίγραμμα, που συνέταξε ο Γεώργιος Ι. Ζολώτας, γυμνασιάρχης και ιστορικός της Χίου:
«Ημετέρου γένεος θεόθεν ταγόν ευρυμέδοντα
πάντων τ’ ευσεβέων άρχον επιχθονίων
τον Κωνσταντίνου Πόλεως άκρον αρχιερήα
Ιωακείμ τέτρατον πατρίδος εύγμα Χίου
τον ποτέ παίδα Χίος κρατερόν προέπμ’ ες αγώνα
δέξατο δ’ άνδρα κλυτής εκ σταδιοδρομίης
άλλ’ ολιγοδρανέοντα τάφω τε βέβωτ’ επ’ αώρω
κήδευσέν τε νέκυν πένθει σύν μεγάλω
τη δε κασιγνήτη κτέριξε φίλη Χαρίκλεια
εν πατέρων δήμω τω Καλιμασσιακώ».
Στις 10 Απριλίου 1880 μετέβη στη Χίο και στις 10 Μαΐου κατέθεσε τον θεμέλιο λίθο του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου στη γενέτειρά του Καλλιμασιά, εκπληρώνοντας εντολή του γέροντά του Ιωακείμ του Β΄. Το ίδιο έτος συνέταξε και εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη κανονισμό για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου.
Το 1883 ο Ιωακείμ προσβλήθηκε από φυματίωση. Στις 28 Οκτωβρίου 1883, χάριν της υγείας του, αναχώρησε για την Αθήνα, όπου παρέμεινε από τις 30 Οκτωβρίου μέχρι τις 9 Νοεμβρίου. Στις 11 του ίδιου μήνα αναχώρησε για την Ιταλία και παρέμεινε στο Παλέρμο της Σικελίας μέχρι τα τέλη Ιουλίου του 1884. Ευρισκόμενος στην Ιταλία, επισκέφθηκε στη Ρώμη τον πάπα Λέοντα τον ΙΓ΄. Η επίσκεψή του αυτή σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως από τις εφημερίδες της Ευρώπης, οι οποίες έγραψαν ότι επίκειται η ένωση της Ανατολικής με την Δυτική εκκλησία και αυτό γιατί ήταν πολύ σπάνια η επίσκεψη στη Ρώμη ενός ορθοδόξου επισκόπου. Έτσι η ολιγοήμερη εκείνη παραμονή του Ιωακείμ στη Ρώμη, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και έδωσε αφορμή για πολλά σχόλια και πολλές ψευδείς διαδόσεις. Μάλιστα οι ιταλικές εφημερίδες έγραψαν ότι ο Ιωακείμ συζήτησε με τον Πάπα και με άλλους θεολόγους για την ένωση της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία.
Στην εποχή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ εμφανίσθηκε το λεγόμενο προνομιακό ζήτημα, το οποίο ήταν η προσπάθεια του σουλτάνου να καταργήσει όλα τα προνόμια που είχε η Εκκλησία από την εποχή της άλωσης, ιδιαίτερα την κλήτευση και διαδικασία των κληρικών, την διατροφή των συζύγων στις συζυγικές διαφορές, τις διαθήκες, τις εκκλησίες και τα σχολεία. Το ζήτημα αυτό και το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τις συζητήσεις, έγινε αιτία να παραιτηθεί από τον οικουμενικό θρόνο ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (Δεβετζής), στις 30 Μαρτίου του 1884. Η πατριαρχεία Ιωακείμ του Δ΄ Μετά την παραίτηση Ιωακείμ του Γ΄ ορίσθηκε τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου ο Εφέσου Αγαθάγγελος. Αυτός συγκάλεσε την εκλογική συνέλευση στις 8 Μαΐου 1884, η οποία επιφορτίσθηκε και με το έργο της επίλυσης του προνομιακού ζητήματος που είχε δημιουργηθεί κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Γ΄. Την Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 1884 συνήλθε για τελευταία φορά (8η) η εκλογική συνέλευση που απαρτίζονταν από 18 αρχιερείς και 59 λαϊκούς και κατήρτισε το τριπρόσωπο από τους Δέρκων Ιωακείμ, Νικαίας Διονύσιο και Μυτιλήνης Κωνσταντίνο. Στην εκλογική διαδικασία που ακολούθησε αναδείχθηκε οικουμενικός πατριάρχης ο Δέρκων Ιωακείμ, παίρνοντας 9 ψήφους, έναντι 6 του Νικαίας και 1 του Μυτιλήνης. Η ενθρόνισή του έγινε την Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 1884.
Η πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια της πατριαρχίας του Ιωακείμ του Β΄, καθώς ο νέος Πατριάρχης ήταν οπαδός της πολιτικής και μαθητής του συγγενούς του Ιωακείμ του Β΄.
Ο Ιωακείμ Δ΄ διακυβέρνησε το σκάφος της Εκκλησίας με δραστηριότητα και σύνεση, ώστε τόσο ο κλήρος όσο και ο λαός να δείχνουν σε αυτόν πλήρη εμπιστοσύνη και να του απονέμουν τον απαιτούμενο σεβασμό και εκτίμηση. Το μειλίχιο του χαρακτήρα του και η σεμνή συμπεριφορά του συντέλεσαν ώστε να εξαλειφθεί η άλλοτε επικρατούσα στο Πατριαρχείο εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων και η λεγόμενη μικροπολιτική και να επικρατήσει η ομόνοια και η σύμπνοια για την διευθέτηση των ζητημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Μάλιστα οι διάφορες υπηρεσίες του Πατριαρχείου λειτουργούσαν με θαυμάσια κανονικότητα, ώστε όλοι να δείχνουν πλήρη εμπιστοσύνη σε αυτόν.
Κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ επιβεβαιώθηκαν τα προνόμια της Εκκλησίας. Στις 10 Νοεμβρίου 1884 δόθηκε στον Ιωακείμ Δ’ αυτοκρατορικό βεράτιο, όμοιο με εκείνο που είχε χορηγηθεί στον πατριάρχη Ιωακείμ Β΄.
Επίσης επί της πατριαρχίας του αποκαταστάθηκαν οι άλλοτε χαλαρές σχέσεις με τις Εκκλησίες της Σερβίας και της Ρουμανίας, συνδέθηκαν οι Εκκλησίες Καρλοβιτσίου και Μαυροβουνίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και παρακωλύθηκε η έκδοση δύο αρχιερατικών βερατίων για τους Βουλγάρους επισκόπους Σκοπίων και Αχρίδος. Το 1885 η Εκκλησία της Ρουμανίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη.
Κατά την πατριαρχία Ιωακείμ του Δ΄ επισκευάσθηκε και χρωματίσθηκε ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου (1885) και έγιναν γύρω στις 35 προαγωγές αρχιερέων. Επίσης εξεδόθη το διαζύγιο του Γκορτσακώφ από τη σύζυγό του πριγκίπισσα Δότσκωφ. Λόγω της υψηλής καταγωγής των εν διαστάσει συζύγων, τα ρωσικά δικαστήρια απέφυγαν να αναμιχθούν στο διαζύγιο και παρέπεμψαν το ζήτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Η έκδοσις του διαζυγίου παρήγαγε ζωηράν εντύπωσιν εν Κωνσταντινουπόλει και αφήκεν εποχήν εις τα δικαστικά χρονικά του Πατριαρχείου».
Η βελτίωση της υγείας Ιωακείμ του Δ΄, που συνέβη όταν βρίσκονταν στη Σικελία, ήταν παροδική. Λίγο καιρό μετά την άνοδό του στον οικουμενικό θρόνο, ασθένησε πάλι λόγω υποτροπής της νόσου του. Εξακολούθησε όμως να φέρει όλα τα βάρη και τις ευθύνες της πατριαρχίας.
Την άνοιξη του 1885 μετέβη στην Χάλκη χάριν υγιεινότερου περιβάλλοντος. Συχνά όμως πήγαινε στο Πατριαρχείο όπου προήδρευε στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου και των άλλων επιτροπών.
«Αλλά δυστυχώς δια την Εκκλησίαν και το Έθνος ο Ιωακείμ Δ΄ δεν ηδύνατο επί πολύ να βαστάση το βαρύ τούτο της πατριαρχείας βάρος και εργασθή έτι τελεσφορώτερον υπέρ των συμφερόντων της Εκκλησίας και του Έθνους».
Ο Ιωακείμ Δ΄, πάσχων από ανίατη τότε αρρώστια για την οποία μάταια αναζήτησε θεραπεία στην Ιταλία, αποφάσισε να παραιτηθεί του οικουμενικού θρόνου ώστε να μην γίνει «πρόξενος μάλλον βλάβης ή ωφελείας». Έτσι στις 14 Νοεμβρίου 1886 συγκάλεσε σε κοινή συνεδρία τα δύο διοικητικά Σώματα της Εκκλησίας, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο και το Μικτό Εθνικό Συμβούλιο, και υπέβαλε σε αυτά την κανονική παραίτηση του. Στη συνεδρίαση αυτή των δύο Σωμάτων ανέγνωσε έκθεση για τα όσα έγιναν κατά την πατριαρχία του, ανέπτυξε τους λόγους για τους οποίους αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την διακυβέρνηση του σκάφους της Εκκλησίας.
Η συνέλευση των δύο Σωμάτων ομοφώνως και ομοθύμως δεν αποδέχθηκε την παραίτηση του Πατριάρχου. Μάλιστα έστειλαν σε αυτόν επιτροπές για να τον πείσουν να μην παραιτηθεί. Όμως, παρά τις σοβαρές παρακλήσεις των μελών των δύο Σωμάτων να αποσύρει την παραίτησή του, ο Ιωακείμ έμεινε αμετάπειστος και έτσι τα δύο Σώματα αποδέχθηκαν τελικά την παραίτησή του, την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1886. Την ίδια ημέρα τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου εξελέγη ο Καισαρείας Ιωάννης.
Τα δύο Σώματα, ύστερα από πρόταση του τοποτηρητή, συνέταξαν «ευχαριστήριον έγγραφον», με το οποίο εξεδήλωναν στον παραιτηθέντα Πατριάρχη την «διάπυρον ευγνωμοσύνην της Εκκλησίας και του Γένους επί τη θυσία και τοις καρποφόροις αγώσιν αυτού υπέρ των εκκλησιαστικών και εθνικών συμφερόντων».
Στις 2 Δεκεμβρίου 1886, εψάλη στο πατριαρχικό παρεκκλήσιο της Παμμακαρίστου, παράκληση με την παρουσία του Πατριάρχου, των μελών της Συνόδου και του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου, καθώς και πλήθους λαού.
Την ίδια ημέρα ο Ιωακείμ αναχώρησε με τους συγγενείς του από την Κωνσταντινούπολη, ακτοπλοϊκώς και μέσω Σμύρνης έφθασε στη Χίο στις 5 Δεκεμβρίου 1886. Εκεί έγινε δεκτός με μεγάλες εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης από τον μητροπολίτη Χίου Αμβρόσιο, τους εφόρους, τη Δημογεροντία, τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές και πλήθος κόσμου.
Διέμεινε στη γενέτειρά του Καλλιμασιά για ένα μήνα και κατόπιν στην πόλη της Χίου, όπου απεβίωσε την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1887, σε ηλικία 50 ετών. Ολόκληρη η Χίος βυθίστηκε σε βαρύ πένθος για τρεις ημέρες.
Την Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 1887 τελέσθηκε η κηδεία του στον μητροπολιτικό ναό της Χίου. Με την συμμετοχή μεγάλου πλήθος και με πομπή, μεταφέρθηκε και τάφηκε στην Καλλιμασιά, πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Το 1895 η αδελφή του πατριάρχου Χαρίκλεια, στον ίδιο χώρο ανήγειρε μεγαλοπρεπές καλλιμάρμαρο μνημείο στο οποίο εναπόθεσε τα οστά του.
Επί του μνημείου εχαράχθη το εξής επιτύμβιο επίγραμμα, που συνέταξε ο Γεώργιος Ι. Ζολώτας, γυμνασιάρχης και ιστορικός της Χίου:
«Ημετέρου γένεος θεόθεν ταγόν ευρυμέδοντα
πάντων τ’ ευσεβέων άρχον επιχθονίων
τον Κωνσταντίνου Πόλεως άκρον αρχιερήα
Ιωακείμ τέτρατον πατρίδος εύγμα Χίου
τον ποτέ παίδα Χίος κρατερόν προέπμ’ ες αγώνα
δέξατο δ’ άνδρα κλυτής εκ σταδιοδρομίης
άλλ’ ολιγοδρανέοντα τάφω τε βέβωτ’ επ’ αώρω
κήδευσέν τε νέκυν πένθει σύν μεγάλω
τη δε κασιγνήτη κτέριξε φίλη Χαρίκλεια
εν πατέρων δήμω τω Καλιμασσιακώ».
Πηγή: 1ο ΕΠΑ.Λ Αμοργού, 14 Αύγουστος 2008, Πέμπτη 12:06:27
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου