Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου 1453.
Ἡ νύχτα ποὺ δὲν θὰ ξημέρωνε ποτέ1. Ὁ σουλτάνος ὑπόσχεται στὸν στρατὸ του τριήμερη λεηλασία, καὶ πλούτη ἀμύθητα καὶ παρθένες καὶ παιδιά, στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό. Σὰ στίφη τῶν ἀπίστων ἀλαλάζουν λυσσασμένα.
Οἱ λίγοι, ἡρωικοί, ἐξαντλημένοι ὑπερασπιστὲς τῆς Βασιλεύουσας, κρατώντας ἀκόμη μὲ ὑπεράνθρωπη, ἀπελπισμένη θέλησι τὰ ἀρχαῖα τείχη, ἀπέναντι στὴν βία τῶν λυσσασμένων, ἀναρίθμητων ὀρδῶν, τῶν μεγάλων πυροβόλων καὶ τῶν πολιορκητικῶν μηχανῶν, ξέρουν ὅτι ἔρχεται ἡ κρίσιμη ἡμέρα· ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ καθένας μόνος του, καὶ ἡ χιλιόχρονη αὐτοκρατορία θὰ βρεθοῦν ἀπέναντι στὴν Μοῖρα. Μὲ δάκρυα ἀπελπισμένης πίστης καὶ ἀποφασιστικότητας ἀποχαιρετοῦν παιδιὰ καὶ συζύγους, μεταλαμβάνουν γιὰ τελευταία φορὰ στὴν Ἁγια-Σοφιά, ἐμψυχώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὶς πολεμίστρες· οἱ ἱερὲς εἰκόνες περιφέρονται στὰ τείχη, προσευχὲς ἀναπέμπονται στοὺς οὐρανοὺς καὶ δάκρυα πόνου καὶ ἀγωνίας ποτίζουν τὴν γῆ.
Ὁ Βασιλέας, πρῶτος στὴν μάχη, ἐμψυχώνει τοὺς στρατιῶτες του· συγκεντρώνει ἄρχοντες καὶ ἁπλοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς λέγει τὰ λόγια αὐτά, ὅπως μᾶς τὰ παραδίδει τὸ Χρονικὸν τοῦ Σφραντζῆ2. Λόγια ἀπὸ τὴν καρδιά, γεμάτα πόνο, συγκρατημένον ὅμως μέχρι τέλους, καὶ λόγια ἀπὸ τὸ μυαλὸ μαζί, λόγια πολεμιστοῦ, ψύχραιμου στρατιωτικοῦ ἡγήτορος, πρὸς στρατιῶτες καὶ
συμπολεμιστές. Λόγια ἐπίγνωσης, στήριξης ψυχικῆς καὶ λελογισμένου θάρρους.
Καὶ μαζὶ κάτι ἄλλο. Λόγια, ποὺ πέρα ἀπὸ τὴν λογοτεχνικὴ φροντίδα τοῦ ἱστοριογράφου τους, πέρα ἀπὸ τὸ γνήσιο αἴσθημα τῶν προσώπων ἐκεῖνες τὶς τραγικὲς στιγμές, παίρνουν και μιὰ ἄλλη, παράξενη χροιά· σὰν νὰ φέρνουν μαζί τους μιὰ μακρυνή, μαγικὴ ἀντήχησι· «φθόγγους ἀγέλαστους καὶ ἀκαλλώπιστους καὶ ἀμύριστους»3 πλέον, ἠχώ χρησμῶν ἀπὸ ἀρχαῖες Θερμοπύλες, φθόγγους μυθικῶν ραψωδῶν. Διότι ἐκεῖ, τότε, ἡ Ἱστορία παγώνει· ὁ ρυθμὸς τοῦ Χρόνου ἀλλάζει, οἱ Αἰῶνες συμπυκνώνονται· ἐκεῖ, τότε, λίγες ὧρες μόνον πρὶν ὁ Βασιλέας ἀνεβεῖ γιὰ τελευταία φορὰ στὰ τείχη καὶ ἡ στιγμὴ ταυτιστεῖ μὲ τὴν Αἰωνιότητα καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Δραγάσης Παλαιολόγος, ὁ Βασιλέας, ὁ Στρατιώτης, γίνει ἕνα μὲ τὴν αἰώνια Ψυχὴ τοῦ Γένους, ἐκεῖ ἐπάνω στὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ Μαρμαρωμένος Βασιληᾶς. <Γνωρίζετε καλῶς, λέγει ὁ Βασιλέας, κατὰ τὸν Σφραντζῆ, ἀπευθυνόμενος πρὸς ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ λαό, ὅτι ἔρχεται ἡ κρίσιμη ἡμέρα. Σταθεῖτε ἀνδρείως, τοὺς λέγει. Σᾶς παραδίδω τὴν περίφημη πόλι καὶ πατρίδα μας, καὶ βασιλεύουσα τῶν πόλεων. Γιὰ τέσσερα πράγματα ἀξίζει ὅλοι μας νὰ πεθάνουμε, γιὰ τὸ καθένα μόνο του ξεχωριστά: «πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων». Καὶ τώρα κρίνονται καὶ τὰ τέσσερα αὐτὰ μαζί. Ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς, τοὺς λέγει, ἔχει ὅλα τὰ πολεμικὰ μέσα. Καὶ ἐν τούτοις, ἀντέχουμε τόσον καιρὸ καὶ διορθώνουμε τὶς ζημιὲς τοῦ τείχους. Ἀπέναντι στὰ στίφη τῶν ἀσεβῶν καὶ τὶς πολεμικὲς μηχανές, δύο πράγματα ἔχουμε μόνον· πρῶτον μὲν τὴν πίστη στὴν ἀνίκητη δόξα τοῦ Θεοῦ, δεύτερον δὲ τὰ ἴδια μᾶς τὰ χέρια καὶ τὴν ρωμαλαιότητά μας, τὰ ὁποία μᾶς ἐδώρισε ἡ θεία Δύναμις. Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει, συμβουλεύει ὁ Βασιλέας! Καὶ δίδει ὁδηγίες πραγματικοῦ στρατιωτικοῦ ἡγήτορος καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ὧρες, προπάντων ἐκεῖνες τὶς ὧρες, πῶς μὲ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν ἀσπίδων καὶ τῶν δοράτων θὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ λυσσασμένα, θρασεῖα στίφη. Καὶ γνωρίζω, λέγει, ὅτι εἶστε ἄξιοι καὶ ἔμπειροι στρατιῶτες! Καὶ συνεχίζει νὰ ἐμψυχώνει τοὺς στρατιῶτες του. Σὰν ζῶα ἄλογα καὶ χειρότεροι ἀκόμη ὁρμοῦν ἐπάνω μας ἀλαλάζοντας τὰ στίφη τῶν ἀσεβῶν, τοὺς λέγει. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς ἀντιμετωπίστε τους ὅπως οἱ κυνηγοὶ τοὺς ἄγριους χοίρους, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι δὲν πολεμοῦν κατὰ ζώων ἀλόγων ὅπως εἶναι αὐτοί, ἀλλὰ κατὰ τῶν κυρίων καὶ ἀφεντῶν τους, ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων! Ἐξιστορεῖ μετὰ ὁ Βασιλέας τὶς ἀδικίες ποὺ διέπραξε ὁ σουλτάνος καὶ τὶς χῶρες ποὺ κατέκτησε. Καὶ τώρα, καὶ αὐτὴν τὴν Βασιλεύουσα, τὴν πόλι τῆς Παναγίας, τὸ «καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὔσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν», τὴν Πόλι μας, τολμᾶ ὁ ἀσεβής νὰ ἀπειλεῖ. Θυμηθεῖτε τὰ ὅλα αὐτά, ἀδελφοί, τοὺς λέγει, ὥστε ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία σας νὰ γίνουν αἰώνιες. Εὐχαριστεῖ στὴν συνέχεια ὁ Βασιλέας τοὺς Ἐνετούς, Λιγουρίτες (Γενουάτες) καὶ λοιποὺς ξένους συμπολεμιστές. Καὶ ἔπειτα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, προτρέποντάς τους νὰ σταθοῦν στὶς θέσεις τους ὡς ἄξιοι στρατιῶτες. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλοι ἀπαντοῦν: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν». Καὶ ὁ Βασιλέας ἀκούγοντάς τους, μὴν συγκρατώντας οὔτε αὐτὸς πιὰ τὰ δάκρυά του, τοὺς εὐχαριστεῖ. Καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, γράφει ὁ Σφραντζῆς, ἀκούοντες τὸν Βασιλέα, «καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν»· καὶ ἀγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ Βασιλέας, ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἄλλους πολλοὺς ἐπῆγε στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ μετέλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ μετὰ επέρασε ἀπὸ τὰ Ἀνάκτορα, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει φίλους καὶ συγγενεῖς· «ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τὶς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι», γράφει ὁ Σφραντζῆς. «Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]» Φ.Μ., Ἀθῆναι, 28 Μαΐου 2007
Ὁ Βασιλέας, πρῶτος στὴν μάχη, ἐμψυχώνει τοὺς στρατιῶτες του· συγκεντρώνει ἄρχοντες καὶ ἁπλοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς λέγει τὰ λόγια αὐτά, ὅπως μᾶς τὰ παραδίδει τὸ Χρονικὸν τοῦ Σφραντζῆ2. Λόγια ἀπὸ τὴν καρδιά, γεμάτα πόνο, συγκρατημένον ὅμως μέχρι τέλους, καὶ λόγια ἀπὸ τὸ μυαλὸ μαζί, λόγια πολεμιστοῦ, ψύχραιμου στρατιωτικοῦ ἡγήτορος, πρὸς στρατιῶτες καὶ
συμπολεμιστές. Λόγια ἐπίγνωσης, στήριξης ψυχικῆς καὶ λελογισμένου θάρρους.
Καὶ μαζὶ κάτι ἄλλο. Λόγια, ποὺ πέρα ἀπὸ τὴν λογοτεχνικὴ φροντίδα τοῦ ἱστοριογράφου τους, πέρα ἀπὸ τὸ γνήσιο αἴσθημα τῶν προσώπων ἐκεῖνες τὶς τραγικὲς στιγμές, παίρνουν και μιὰ ἄλλη, παράξενη χροιά· σὰν νὰ φέρνουν μαζί τους μιὰ μακρυνή, μαγικὴ ἀντήχησι· «φθόγγους ἀγέλαστους καὶ ἀκαλλώπιστους καὶ ἀμύριστους»3 πλέον, ἠχώ χρησμῶν ἀπὸ ἀρχαῖες Θερμοπύλες, φθόγγους μυθικῶν ραψωδῶν. Διότι ἐκεῖ, τότε, ἡ Ἱστορία παγώνει· ὁ ρυθμὸς τοῦ Χρόνου ἀλλάζει, οἱ Αἰῶνες συμπυκνώνονται· ἐκεῖ, τότε, λίγες ὧρες μόνον πρὶν ὁ Βασιλέας ἀνεβεῖ γιὰ τελευταία φορὰ στὰ τείχη καὶ ἡ στιγμὴ ταυτιστεῖ μὲ τὴν Αἰωνιότητα καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Δραγάσης Παλαιολόγος, ὁ Βασιλέας, ὁ Στρατιώτης, γίνει ἕνα μὲ τὴν αἰώνια Ψυχὴ τοῦ Γένους, ἐκεῖ ἐπάνω στὴν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ, ὁ Μαρμαρωμένος Βασιληᾶς. <Γνωρίζετε καλῶς, λέγει ὁ Βασιλέας, κατὰ τὸν Σφραντζῆ, ἀπευθυνόμενος πρὸς ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ λαό, ὅτι ἔρχεται ἡ κρίσιμη ἡμέρα. Σταθεῖτε ἀνδρείως, τοὺς λέγει. Σᾶς παραδίδω τὴν περίφημη πόλι καὶ πατρίδα μας, καὶ βασιλεύουσα τῶν πόλεων. Γιὰ τέσσερα πράγματα ἀξίζει ὅλοι μας νὰ πεθάνουμε, γιὰ τὸ καθένα μόνο του ξεχωριστά: «πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων». Καὶ τώρα κρίνονται καὶ τὰ τέσσερα αὐτὰ μαζί. Ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς, τοὺς λέγει, ἔχει ὅλα τὰ πολεμικὰ μέσα. Καὶ ἐν τούτοις, ἀντέχουμε τόσον καιρὸ καὶ διορθώνουμε τὶς ζημιὲς τοῦ τείχους. Ἀπέναντι στὰ στίφη τῶν ἀσεβῶν καὶ τὶς πολεμικὲς μηχανές, δύο πράγματα ἔχουμε μόνον· πρῶτον μὲν τὴν πίστη στὴν ἀνίκητη δόξα τοῦ Θεοῦ, δεύτερον δὲ τὰ ἴδια μᾶς τὰ χέρια καὶ τὴν ρωμαλαιότητά μας, τὰ ὁποία μᾶς ἐδώρισε ἡ θεία Δύναμις. Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει, συμβουλεύει ὁ Βασιλέας! Καὶ δίδει ὁδηγίες πραγματικοῦ στρατιωτικοῦ ἡγήτορος καὶ ἐκεῖνες ἀκόμη τὶς ὧρες, προπάντων ἐκεῖνες τὶς ὧρες, πῶς μὲ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν ἀσπίδων καὶ τῶν δοράτων θὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ λυσσασμένα, θρασεῖα στίφη. Καὶ γνωρίζω, λέγει, ὅτι εἶστε ἄξιοι καὶ ἔμπειροι στρατιῶτες! Καὶ συνεχίζει νὰ ἐμψυχώνει τοὺς στρατιῶτες του. Σὰν ζῶα ἄλογα καὶ χειρότεροι ἀκόμη ὁρμοῦν ἐπάνω μας ἀλαλάζοντας τὰ στίφη τῶν ἀσεβῶν, τοὺς λέγει. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς ἀντιμετωπίστε τους ὅπως οἱ κυνηγοὶ τοὺς ἄγριους χοίρους, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι δὲν πολεμοῦν κατὰ ζώων ἀλόγων ὅπως εἶναι αὐτοί, ἀλλὰ κατὰ τῶν κυρίων καὶ ἀφεντῶν τους, ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων! Ἐξιστορεῖ μετὰ ὁ Βασιλέας τὶς ἀδικίες ποὺ διέπραξε ὁ σουλτάνος καὶ τὶς χῶρες ποὺ κατέκτησε. Καὶ τώρα, καὶ αὐτὴν τὴν Βασιλεύουσα, τὴν πόλι τῆς Παναγίας, τὸ «καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὔσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν», τὴν Πόλι μας, τολμᾶ ὁ ἀσεβής νὰ ἀπειλεῖ. Θυμηθεῖτε τὰ ὅλα αὐτά, ἀδελφοί, τοὺς λέγει, ὥστε ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία σας νὰ γίνουν αἰώνιες. Εὐχαριστεῖ στὴν συνέχεια ὁ Βασιλέας τοὺς Ἐνετούς, Λιγουρίτες (Γενουάτες) καὶ λοιποὺς ξένους συμπολεμιστές. Καὶ ἔπειτα ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους, προτρέποντάς τους νὰ σταθοῦν στὶς θέσεις τους ὡς ἄξιοι στρατιῶτες. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλοι ἀπαντοῦν: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν». Καὶ ὁ Βασιλέας ἀκούγοντάς τους, μὴν συγκρατώντας οὔτε αὐτὸς πιὰ τὰ δάκρυά του, τοὺς εὐχαριστεῖ. Καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, γράφει ὁ Σφραντζῆς, ἀκούοντες τὸν Βασιλέα, «καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν»· καὶ ἀγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ Βασιλέας, ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἄλλους πολλοὺς ἐπῆγε στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ μετέλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ μετὰ επέρασε ἀπὸ τὰ Ἀνάκτορα, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει φίλους καὶ συγγενεῖς· «ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τὶς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι», γράφει ὁ Σφραντζῆς. «Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]» Φ.Μ., Ἀθῆναι, 28 Μαΐου 2007
1 «Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα». (Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου»)
2 Βεβαίως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζουμε ἐὰν καὶ πῶς ἀκριβῶς ἐμίλησεν ὁ Αὐτοκράτωρ· εἰκάζεται ἀπὸ ὁρισμένους μελετητὲς ὅτι ὁ Σφραντζῆς ἀνέπτυξε «κατ᾿ ἔννοιαν» συντομότερο λόγο τοῦ Αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖον λόγον ἀναφέρει στὴν ἔκθεσί του πρὸς τὸν πάπα τῆς Ρώμης ὁ καθολικὸς ἐπίσκοπος Λεονάρδος ὁ Χῖος (παρών, ὅπως καὶ ὁ Σφραντζῆς, στὴν Πόλι κατὰ τὴν Ἄλωσι), ἐπίσης ἀγνώστου ἀκριβείας. Ἀλλὰ ὁ λόγος ἐτοῦτος, καὶ ἐὰν δὲν γνωρίζουμε ἂν καὶ τὶ ἐλέχθη ἐκεῖνες τὶς ὧρες, ἐκφράζει πάντως, θεωρῶ, τὸ ἦθος τῶν στιγμῶν καὶ τῶν
πρωταγωνιστῶν, ὅπως οἱ δημηγορίες τοῦ Θουκυδίδου.
3 Ἡράκλειτος, Diels 92. («Σίβυλλα δὲ μαινομένωι στόματι καθ᾿ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῆι φωνῆι διὰ τὸν θεόν.» (Πλούταρχος, «Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν νῦν ἔμμετρα τὴν Πυθίαν», 6, 397a))
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου