Δοξαστικὸν τῶν Ἀποστίχων Ἰδιομέλων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγ. Τετάρτης
Ποίημα Κασσιανῆς μοναχῆς. Ἦχος πλ. δ´.
Ψάλλει ο Θρασύβουλος Στανίτσας, σε ηχογράφηση από το Πατριαρχείο στις 16-4-1957
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι, πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Απόδοση στη Νεοελληνική:
Κύριε, η γυναίκα που στη ζωή της αμάρτησε πολύ,
σαν ένιωσε τη θεότητά σου, στις μυροφόρες εντάχθηκε
και πριν ενταφιαστείς, ήρθε με μύρα κλαίγοντας να σ' αλείψει.
Αλοίμονο σε μένα, οδυρόταν κι έλεγε,
μέσα μου νύχτα ζοφερή, νύχτ' αφεγγάρωτη,
ακολασίας ίλιγγος και αμαρτίας έρως.
Δέξου των δακρύων μου τον ποταμό
εσύ που σύννεφα στοιβάζεις απ' τα νερά της θάλασσας.
Λύγισε στης καρδιάς μου βαθύ τον στεναγμό
εσύ που έγειρες τον ουρανό κι εδώ στη γη κατέβης.
Να 'μαι, τα πόδια σου πάλι να φιλήσω
και με των μαλλιών μου τις πλεξούδες να στα σφουγγίσω.
Αυτά τα πόδια ένα δειλινό τρομάξανε την Εύα στον Παράδεισο
και στης πατημασιάς τους τον ήχο πήγε κρύφτηκε.
Ποιος των κριμάτων μου τα πλήθη
και της δικαιοσύνης σου την άβυσσο μπορεί να μετρήσει;
Μη με καταφρονήσης τη δούλη σου, ατέλειωτο που 'ναι το έλεός σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου