Tης ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη μακρινή, μια πόλη που τη φώτιζε ο ήλιος κάθε μέρα. Σύννεφα δεν υπήρχαν σ’ αυτήν και κάθε πρωί ο άρχοντας ήλιος φώτιζε με τις αχτίνες του τον ουρανό και ζέσταινε τις καρδιές των ανθρώπων.
Αγαπημένος όλων ήταν ο ήλιος, τόσο πολύ που όλα ήταν αφιερωμένα και φτιαγμένα με βάση αυτόν. Την πόλη την έλεγαν Ηλιόπολη. Τους κατοίκους της ηλιάνθρωπους. Οι ηλιάνθρωποι είχαν πολύ συγκεκριμένα ονόματα. Τα αγόρια βαφτίζονταν Ηλιόφωτοι και τα κορίτσια Ηλιαχτίδες. Τα πάντα αφορούσαν στον ήλιο, ξεκινούσαν και τελείωναν σ’ αυτόν. Τα αυτοκίνητα κινούνταν με ηλιακή ενέργεια, ηλεκτρισμός υπήρχε μόνο από φωτοβολταϊκά και στους δρόμους τα φανάρια λειτουργούσαν με ηλιακή ενέργεια.
Ακόμη και στη γλώσσα τους οι ηλιάνθρωποι ήταν εντελώς...ηλιακοί. Αντί για καλημέρα έλεγαν ηλιομέρα, αντί για καληνύχτα έλεγαν ηλιονύχτα και όταν ήθελαν να χαιρετίσουν αντί να πουν ένα σκέτο «γεια» φώναζε ο ένας στον άλλο «ηλειά».
Κι όμως μέσα σε όλη αυτή την ηλιομονοτονία οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι. Απολάμβαναν το φως της μέρας, είχαν ένα πεντακάθαρο περιβάλλον χωρίς καυσαέρια, χωρίς βρομιές, ζούσαν ευτυχισμένοι, με τα προβλήματά τους να προξενούνται κυρίως από το γεγονός ότι οι μισοί είχαν το ίδιο όνομα με τους άλλους μισούς και τίποτ’ άλλο. Ζούσαν ηλιόχαρα και ηλιόμορφα.
Εκείνος που τρώγονταν κυριολεκτικά με τα ρούχα του ήταν ο ίδιος ο Ήλιος. Βαριόταν μόνος του στον ουρανό. Δεν του έφταναν οι μακρόσυρτες συζητήσεις με τη σελήνη, άσε που τελευταία του έσπαγε τα νεύρα γιατί δεν τον θαύμαζε τόσο όσο οι υπόλοιποι και του την έμπαινε συνέχεια για τις παράλογες απαιτήσεις του.
Μια τέτοια παράλογη απαίτηση ήταν να βάλει... πιτζάμες. Όλα ξεκίνησαν όταν μια μικρή Ηλιαχτίδα πήρε δώρο για τα γενέθλιά της ένα ζευγάρι κατακόκκινες πιτζάμες. Ο ήλιος τις ζήλεψε, μα πιο πολύ απ’ όλα ζήλεψε την έκφραση του προσώπου της μικρής. Η χαρά της ήταν ηλίου φαεινότερη! Τα μάτια της έλαμπαν σαν τρεις ηλιαχτίδες μαζί, πηδούσε κυριολεκτικά από τη χαρά της και ανυπομονούσε να βραδιάσει για να βάλει τις κατακόκκινες πιτζάμες της.
Το ίδιο ανυπόμονα περίμενε το βράδυ και ο Ήλιος. Είπε μια ξερή ηλιοσπέρα στη Σελήνη και περίμενε να δει τη μικρή. Με την ίδια χαρά και προσμονή η μικρή ξεδίπλωσε τις πιτζάμες της, τις έβαλε και έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο κρεβάτι της, έκανε τούμπες, τις έβλεπε στον καθρέφτη και όλο και θαύμαζε την ομορφιά τους. Κι όσο η μικρή ενθουσιαζόταν, τόσο ο Ήλιος βασανιζόταν. Τι είδους μαγικές πιτζάμες είναι αυτές που μπορούν να δώσουν τόση μεγάλη χαρά; Γιατί κι εγώ να μην είμαι τόσο χαρούμενος, γιατί να μη μου κάνουν κι εμένα ένα τόσο μαγικό δώρο, έλεγε και ξανάλεγε κι αποφάσισε την άλλη μέρα το πρωί να κλέψει τις πιτζάμες της μικρής.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα η μικρή με το σχοηλιακό πήγε στο σχοήλειο. Ο ήλιος έκανε μια αχτίνα του αγκίστρι και «ψάρεψε» τις πιτζάμες της μικρής.
Ήταν τόση η ανυπομονησία του που τις έβαλε αμέσως, αλλά συμφορά... με το που τις ακούμπησε πάνω του, οι πιτζάμες έγιναν κάρβουνο.
Ο ήλιος πραγματικά είχε πιάσει κόκκινο... Περίμενε να γυρίσει η μικρή και τότε τα έβαλε μαζί της γιατί και καλά είχε κάνει μάγια στις πιτζάμες και μόλις τις έπιασε καταστράφηκαν.
Η μικρούλα δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει. Στενοχωρήθηκε που έχασε τις πιτζάμες της αλλά δεν είπε τίποτα κακό.
Πήγε στο δωμάτιο της άνοιξε την ντουλάπα και πήρε με τον ίδιο ενθουσιασμό, άλλο ένα ζευγάρι πιτζάμες. Τις φόρεσε και χόρευε, πηδούσε, γελούσε, έκανε τούμπες και ήταν και πάλι ευτυχισμένη.
Ο ήλιος δεν πίστευε στα μάτια του. «Μα τότε όλες οι πιτζάμες είναι μαγικές» συμπέρανε και την επόμενη μέρα πήρε όλες τις πιτζάμες του βασιλείου. Όμως και πάλι μόλις προσπαθούσε να τις βάλει, αυτές γίνονταν κάρβουνο. Ήταν τόσο μπουρουρισμένος που του έρχονταν να πετάξει κομμάτια από τη λάβα του και να κατακάψει το βασίλειο.
Τότε ευτυχώς βγήκε η Σελήνη και του είπε: Δυστυχώς στο βασίλειο του Ήλιου, αναγνωρίζονται οι Ηλίθιοι. Πόσες πιτζάμες πρέπει να κάψεις ακόμη για να καταλάβεις ότι εκείνο που κάνει χαρούμενο το παιδί δεν είναι ένα κομμάτι ύφασμα αλλά η ψυχή του; Η μικρή είναι χαρούμενη για όλα εκείνα που έκανε κατά τη διάρκεια της μέρας και γιατί στο τέλος της θα παραδοθεί στον ύπνο και θα δει στα όνειρά της όλα εκείνα που την κάνουν ευτυχισμένη. Είναι χαρούμενη γιατί πέρασε, μια μέρα με ήλιο.
Αντίθετα εσύ είσαι τόσο ηλιοχαμένος που όσα και να ‘χεις όσα και να σου προσφέρουν, θα θέλεις όλα εκείνα που δεν μπορείς να αγγίξεις.
Τα λόγια της Σελήνης χτύπησαν την καρδιά του πυρήνα του Ήλιου που αποφάσισε από το επόμενο πρωινό κιόλας να χαμογελά σε όλους τους κατοίκους της Ηλιόπολης και να φορά μόνο αισιοδοξία αντί για πιτζάμες.
Κι από τότε μέχρι σήμερα ζουν ατέλειωτες ηλιόφωτες και ηλιόχαρες μέρες.
Ο Μύθας
Σ.Σ.: Το παραμύθι αυτό της συναδέλφου Αγγελικής Κωνσταντίνου απέσπασε το 3ο βραβείο στην κατηγορία «Παιδική λογοτεχνία», του 2ου διεθνή λογοτεχνικού διαγωνισμού «Διοτίμα και Μούσες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου