Ο Ρεμόν Κόλμπ γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1894 σ’ ένα χωριό της πολωνικής επαρχίας Λοτζ, και έδειχνε από την παιδική του ηλικία ότι ήταν ένα ζωντανό και ανήσυχο πνεύμα.
Σε ηλικία 13 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1907, εισέρχεται στο ιερατικό σεμινάριο του Φραγκισκανικού τάγματος στη Λεόπολη, και τέσσερα χρόνια μετά προφέρει τις μοναχικές υποσχέσεις και λαμβάνει το όνομα Μαξιμιλιανός. Είναι τα δύσκολα εκείνα χρόνια για την πατρίδα του την Πολωνία η οποία βρίσκεται υπό τσαρική κατοχή. Τον Νοέμβριο του 1912, πηγαίνει στην Ρώμη για σπουδές Φιλοσοφίας στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και θεολογίας στο Διεθνές Κολλέγιο των Φραγκισκανών. Στις 28 Απριλίου χειροτονείται πρεσβύτερος και στα τέλη Ιουλίου 1919 θα επιστρέψει στην Πολωνία με το διδακτορικό δίπλωμα θεολογίας. Αναλαμβάνει τη διδασκαλία της εκκλησιαστικής ιστορίας στην Κρακοβία, έχοντας μια κλονισμένη υγεία από σοβαρή πνευμονική ασθένεια. Στις αρχές του 1930 φεύγει για μια ιεραποστολική περιοδεία στην Ιαπωνία και μένει εκεί εργαζόμενος μέχρι τον Ιούλιο του 1936. Τον Σεπτέμβριο του 1939 πραγματοποιείτε η ναζιστική εισβολή στην Πολωνία και ο Μαξιμιλιανός συλλαμβάνεται από τους πρώτους στις 19 Σεπτεμβρίου. Αφού περάσει από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Λαμπίνοβις, του Αμτιτς και του Οστρέζοφ, θα αφεθεί ελεύθερος στις 8 Δεκεμβρίου 1939. Η ποιμαντική του δράση κοντά στον δοκιμαζόμενο πολωνικό λαό θα υποχρεώσει την Γκεστάπο να τον συλλάβει και να τον μεταφέρει στις 18 Μαΐου στο Άουσβιτς. Είναι ο κρατούμενος 16670.
Σε ηλικία 13 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1907, εισέρχεται στο ιερατικό σεμινάριο του Φραγκισκανικού τάγματος στη Λεόπολη, και τέσσερα χρόνια μετά προφέρει τις μοναχικές υποσχέσεις και λαμβάνει το όνομα Μαξιμιλιανός. Είναι τα δύσκολα εκείνα χρόνια για την πατρίδα του την Πολωνία η οποία βρίσκεται υπό τσαρική κατοχή. Τον Νοέμβριο του 1912, πηγαίνει στην Ρώμη για σπουδές Φιλοσοφίας στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και θεολογίας στο Διεθνές Κολλέγιο των Φραγκισκανών. Στις 28 Απριλίου χειροτονείται πρεσβύτερος και στα τέλη Ιουλίου 1919 θα επιστρέψει στην Πολωνία με το διδακτορικό δίπλωμα θεολογίας. Αναλαμβάνει τη διδασκαλία της εκκλησιαστικής ιστορίας στην Κρακοβία, έχοντας μια κλονισμένη υγεία από σοβαρή πνευμονική ασθένεια. Στις αρχές του 1930 φεύγει για μια ιεραποστολική περιοδεία στην Ιαπωνία και μένει εκεί εργαζόμενος μέχρι τον Ιούλιο του 1936. Τον Σεπτέμβριο του 1939 πραγματοποιείτε η ναζιστική εισβολή στην Πολωνία και ο Μαξιμιλιανός συλλαμβάνεται από τους πρώτους στις 19 Σεπτεμβρίου. Αφού περάσει από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Λαμπίνοβις, του Αμτιτς και του Οστρέζοφ, θα αφεθεί ελεύθερος στις 8 Δεκεμβρίου 1939. Η ποιμαντική του δράση κοντά στον δοκιμαζόμενο πολωνικό λαό θα υποχρεώσει την Γκεστάπο να τον συλλάβει και να τον μεταφέρει στις 18 Μαΐου στο Άουσβιτς. Είναι ο κρατούμενος 16670.
Ο πολωνός γιατρός Ρόντλοφ Ντίεμ που εργαζόταν στο νοσοκομείο του Άουσβιτς θα μας διηγηθεί ότι: " Πολλές φορές προσπάθησε να φέρει τον Μαξιμιλιανό στο νοσοκομείο διότι η κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ σοβαρή, μα εκείνος κάθε φορά υπεδείκνυε άλλα πρόσωπα που κατά την γνώμη του, είχαν μεγαλύτερη ανάγκη". Εντυπωσιασμένος από την συμπεριφορά του ο Γιατρός μια φορά θα τον ρωτήσει με επιμονή: " Μα τι είσαι εσύ, τέλος πάντων; Ένας απλός Ιερέας θα του απαντήσει".
Στα τέλη Ιουλίου 1941 ένας κρατούμενος δραπέτευσε από την πτέρυγα 14 και παρά τις έρευνες, δεν βρέθηκε πουθενά. Την επόμενη ημέρα οι Ναζί διάλεξαν στην τύχη δέκα κρατούμενους για να τους θανατώσουν ως αντίποινα. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Φρανσουά Γκαζοβνίτσεκ, ο οποίος είχε γυναίκα και παιδιά και έκλαιγε σκεπτόμενος ότι θα τους αποχωριστεί για πάντα. Τότε ο Μαξιμιανός θα βγει από τη σειρά του και αποφασισμένος θα κατευθυνθεί προς τον διοικητή. "Μπορώ να πεθάνω στη θέση αυτού του οικογενειάρχη;", είπε στον διοικητή και έδειξε τον Φρανσουά Γκαζοβνίτσεκ. Δεν έχω γυναίκα και παιδιά, δε χρησιμεύω πλέον σε τίποτα". Ο διοικητής δέχθηκε και ο Μαξιμιλιανός πήρε θέση ανάμεσα στους δέκα μελλοθάνατους.
Από μία άλλη μαρτυρία η οποία και κατατέθηκε στη δίκη των Ναζί εγκληματιών στη Βαρσοβία, μετά το τέλος του Πολέμου, από τον Πολωνό Μπρούνο Μποργόβιετς, βοηθό των Γερμανών δημίων στο Άουσβιτς μαθαίνουμε: "Τον Ιούλιο του 1941 οδηγήσαμε τους δέκα μελλοθανάτους της πτέρυγας 14 σ' ένα υπόγειο κελί, χωρίς παράθυρο. Κλειδώνοντας την πόρτα οι φρουροί φώναξαν γελώντας: "θα μαραθείτε σαν τις τουλίπες". Από την ημέρα εκείνη δεν τους δόθηκε τροφή και νερό. Κάθε πρωί οι φύλακες έβγαζαν από το κελί τα πτώματα εκείνων που είχαν υποκύψει. Ήμουν μάρτυρας του γεγονότος , διότι κατέγραφα τους κωδικούς αριθμούς των νεκρών κρατουμένων και εκτελούσα χρέη μεταφραστή. Κάθε μέρα άκουγα προσευχές από το κελί, ήταν ο π. Μαξιμιλιανός, που άλλοτε προσευχόταν μεγαλόφωνα και άλλοτε έψελνε. Κάπου- κάπου άκουγα ένα υπόκωφο βουητό να ενώνεται με την ψαλμωδία του, ήταν οι συγκρατούμενοι του, αλλά και άλλοι, από τα διπλανά κελιά του θανάτου. Εξασθενημένες φωνές, ένας ανθρώπινος ρόγχος που υμνούσε το Θεό. Όταν ανοίγαμε την πόρτα του κελιού, οι δυστυχείς παρακαλούσαν για λίγο νερό και ψωμί. Η απάντηση των δημίων ήταν κλοτσιές στην κοιλιά, που αποτελείωναν τους κρατουμένους. Ο π. Μαξιμιλιανός δε ζητούσε τίποτα, δεν παραπονιόταν για τίποτα. Τον βρίσκαμε άλλοτε όρθιο και άλλοτε γονατιστό να δίνει κουράγιο στους άλλους και να μας κοιτάζει με ένα βλέμμα αθώο, που ημέρα με την ημέρα γινόταν θαμπό. Κάθε φορά που κλείναμε το κελί οι φύλακες μουρμούριζαν : "Αυτός ο παπάς είναι ένας δίκαιος άνθρωπος".
Το ίδιο βράδυ τούς έκλεισαν στα υπόγεια κελιά της 11ης πτέρυγας. Πέθανε τελευταίος, στις 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγιάς, και το σώμα του κάηκε την επομένη, ανήμερα της Παναγίας στο κρεματόριο.
Η μάνα του Μαρία έλεγε πως όταν ήταν μικρός ο Μαξιμιλιανός, πολλές φορές έκλαιγε τα βράδια. Ένα βράδυ τον ρώτησε αν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και γι αυτό κλαίει. Εκείνος της απάντησε με συγκίνηση: Μαμά προσευχήθηκα πολύ προς την Παναγία, για να μου αποκαλύψει τι θα γίνω στην ζωή μου. Μια μέρα στην Εκκλησιά η Παρθένος μου εμφανίστηκε κρατώντας δύο κορώνες, μία λευκή και μία κόκκινη. Με κοίταξε τρυφερά και με ρώτησε αν τις ήθελα. Η λευκή σήμαινε ότι θα έπρεπε να ζήσω στην αγνότητα και η κόκκινη ότι θα γινόμουνα μάρτυρας. Απάντησα ότι τις δέχομαι και τις δύο. Η Παναγία τότε με κοίταξε πάλι τρυφερά και εξαφανίστηκε…
Η Εκκλησία καλείται στις μέρες μας να ξαναφορέσει και την κορώνα της αγνότητας και την κορώνα του μαρτυρίου, όπως κάνουν αρκετοί άνθρωποι σήμερα και να βροντοφωνάξει πάλι:
Η Εκκλησία δε συμμετέχει στην νέα "σταυροφορία" των καθαρών και των πατριδοκάπηλων γιατί βλέπει μια νέα "εικονομαχία" του προσώπου.
Η Εκκλησία κατανοεί και αγκαλιάζει το διαφορετικό και δεν το εχθρεύεται. Δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα, την πατρίδα και τη θρησκεία.
Η Εκκλησία θέλει να σώσει τον κόσμο και όχι να γίνει φορέας της κοσμικής διάσπασής του.
Η Εκκλησία δεν αποδέχεται τη συμπεριφορά των χριστιανών όταν ασκούν "νόμιμη" βία και όταν αφήνονται στη βία της ανομίας.
Η Εκκλησία συνεχίζει να πιστεύει στις αξίες, αλληλεγγύη, ισοτιμία, δικαιοσύνη, αδελφοσύνη και δε γίνεται υπηρέτρια των αγορών.
Η Εκκλησία αρνείται την πίστη που μετατρέπεται σε μηχανισμό μεταφυσικής νομιμοποίησης της ιδεολογίας, που δίνει το δικαίωμα στους πιστούς να βανδαλίζουν με πάθος γιατί έτσι εκτονώνουν την καθαρότητά τους ως όργανα της θείας δίκης.
Η Εκκλησία δεν εμπλέκεται και ούτε δημιουργεί ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, κρατάει αποστάσεις παίρνοντας παράδειγμα από τη Γη, που για να βρίσκεται στη σωστή απόσταση από τον Ήλιο, επιτρέπει τη Ζωή ( Ελύτης ).
Η Εκκλησία αγαπάει όλους τους ανθρώπους και ο Χριστός συνεχίζει να δωρίζει το Σώμα και το Αίμα του στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία δε βάζει φυλακή την ιστορία αλλά μας καλεί να κοιταχθούμε στον καθρέφτη της ιστορικής αλήθειας. Εξάλλου κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την Ανάσταση.
Και επειδή ο λύκος είναι εντός ή θέλει να μπει μέσα στο ποιμνιοστάσιο, ας θυμηθούμε ένα μικρό μύθο. " Είπε ο κόκορας στη νυχτερίδα: Περιμένω το φώς της αυγής, μιας και το φως της αυγής είναι για μένα. Αλλά εσύ; Τι ζητάς από το φώς της αυγής";
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου