Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα καβούρι που ζούσε στην παραλία του Βοτόπου. Το καβούρι ήταν μικρό, αλλά πολύ φιλόδοξο. Ένιωθε ότι η παραλία του Βοτόπου δεν το χωρούσε. Κάθε πρωί ανέβαινε στο βράχο του κι αγνάντευε από τη μια τις παραλίες της Τουρκίας κι από την άλλη τον Καταρράκτη κι αναρωτιόνταν αν κι εκεί είχε καβούρια, με πόσες δαγκάνες ήταν κι αν ήταν τόσο μικρά όσο εκείνος ή μεγαλύτερα. Ήταν τέτοια η επιθυμία του να ταξιδέψει που δεν ασχολούνταν με τίποτα άλλο παρά να ονειρεύεται τις απέναντι ακτές και τα βράχια τους και να σκέφτεται πώς θα καταφέρει να φτάσει εκεί.
Ο ίδιος ήταν ένα μικρό καβούρι, δεν μπορούσε να κολυμπήσει τόσο μακριά, ούτε μπορούσε να περπατήσει τόσο πολύ. Καθόταν και σκεφτόταν και περνούσαν οι ώρες χωρίς να το καταλάβει. Τα άλλα καβουράκια στην αρχή πήγαιναν και του έλεγαν να παίξει μαζί τους. Αυτό όμως αρνούνταν. «Έχω πολλά να σκεφτώ, δεν προλαβαίνω», έλεγε και ξανάλεγε, τους έδιωχνε όλους και στο τέλος είχε μείνει ολομόναχος. Αυτός και τα όνειρα του.
Η μαμά η καβουρίνα το έβλεπε το παιδί της και στενοχωριόταν. Σκέφτονταν ότι με αυτά τα μυαλά δεν θα έχει καλή τύχη, «θα καταλήξει όπως ο μπαμπάς του» έλεγε πικραμένη. Ο μπαμπάς του μικρού Ροβινσώνα, έτσι τον ονόμασε το γιο της η κυρία καβουρίνα λόγω της περιπετειώδους φύσης του, ήταν ένα κάβουρας αλανιάρης που η απερισκεψία του τον οδήγησε στην απόχη ενός ψαρά. Κι από τότε δεν τον ξαναείδαν στο Βότοπο.
Αλλά και ο μικρός Ροβινσώνας από την αρχή έδειξε ότι ήταν ανήσυχο πνεύμα. Δεν περπάτησε ποτέ με όλα τα πόδια του. Συνέχεια ήταν όρθιος και ύψωνε τις δαγκάνες του κι ας ήταν μικροσκοπικός. Όταν η κυρία καβουρίνα έβγαινε βόλτα με όλα της τα παιδιά στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, εκείνος έφευγε, πήγαινε στον βράχο που ήταν πιο βαθιά στη θάλασσα, σηκώνονταν στα δυο πισινά του πόδια, κουνούσε τις δαγκάνες του και έλεγε τα δικά του, προσπαθώντας να τη δαμάσει. Από τότε η κυρία καβουρίνα κατάλαβε ότι ο γιος της θα ήταν μεγάλος μπελάς και τον ονόμασε «Ροβινσώνα».
Ο Ροβινσώνας πια ήταν σίγουρος ότι η μέρα του ταξιδιού πλησίαζε. Τον τρόπο έψαχνε. Μια μέρα η βροχή έφερε στην παραλία ένα καρυδότσουφλο. Ο Ροβινσώνας δεν έβλεπε καρυδότσουφλο, έβλεπε βάρκα κι αμέσως το έσπρωξε στη θάλασσα, σκαρφάλωσε κι εκείνος πάνω και άρχισε να ταξιδεύει. Ήταν το πρώτο του μπάρκο που έληξε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, όταν ένα κύμα τούμπαρε το καρυδότσουφλο και πέταξε τον Ροβινσώνα στη θάλασσα. Ένα κύμα τον πέταξε πιο κει και άλλο ένα του έδωσε να καταλάβει κι εκεί που νόμιζε ότι ήταν χαμένος εμφανίστηκε ένα ψάρι ήλιο και πιάνοντας τη δαγκάνα του στο στόμα του, τον έβγαλε στην ακτή και του έσωσε τη ζωή.
Από εκείνη τη μέρα ο Μένιος το ψάρι και οι Ροβισώνας έγιναν αχώριστοι. Κάθονταν ο Ροβινσώνας στο βράχο, πήγαινε κι ο Μένιος κοντά και μιλούσαν με τις ώρες. Ο Μένιος του περιέγραφε τις ομορφιές του βυθού, του εξηγούσε πώς είναι οι παραλίες προς τον Καταρράκτη, γιατί στην Τουρκία δεν είχε πάει ήταν μικρός ακόμη, αλλά αυτό του Ροβινσώνα δεν του έφτανε.
Μια μέρα η θάλασσα «ξέβρασε» ένα κοκαλάκι από σουπιά. Έμοιαζε με σανίδα για σερφ. Αυτή τη φορά ο μικρός κάβουρας δεν βιάστηκε. Πήρε τη σανίδα της άνοιξε με τη δαγκάνα του μια τρύπα στη μέση, έβαλε ένα ξυλαράκι για κοντάρι και πάνω του στερέωσε για πανί ένα κομμάτι από μια νάιλον σακούλα που είχε πετάξει ένας ασυνείδητος άνθρωπος στην παραλία. Την επόμενη μέρα το πρωί, δεν περίμενε τον Μένιο, καβάλησε το πλοίο του κι έφυγε. Ο αέρας τον πήγαινε γρήγορα, το κύμα έσκαγε στο πρόσωπο του κι ένιωθε ευτυχισμένος κι ελεύθερος για να νιώσει στη συνέχεια τόσο φοβισμένος που νόμιζε ότι η καρδιά του θα φύγει από τις δαγκάνες του και θα αρχίσει να χορεύει Πυργούσικο!
Ένας γλάρος πετούσε πάνω από το κεφάλι του και προσπαθούσε να πιάσει τον ίδιο και τη βάρκα του. Με ελιγμούς φοβερούς ο Ροβινσώνας προσπαθούσε να τον αποφύγει αλλά δεν τα κατάφερνε ώσπου ξαφνικά ο γλάρος άλλαξε κατεύθυνση γιατί στη διαδρομή είδε ένα ψάρι και του φάνηκε καλύτερος μεζές από έναν μικροσκοπικό κάβουρα.
Μετά από μισής μέρας ταξίδι, ο μικρός Ροβινσώνας έφτασε στον προορισμό του. Βρέθηκε στον Καταρράκτη. Έβγαλε το πλεούμενο του στην ακτή κι άρχισε να την εξερευνά. Ανακάλυψε ότι κι αυτή η παραλία ήταν σχεδόν ίδια με τη δικιά του, ότι κι εδώ τα καβουράκια ήταν σαν κι εκείνον. Αυτό όμως δεν τον πτόησε καθόλου. Ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει τα ταξίδια του και το έκανε. Με το σκαφάκι του γύρισε όλες τις παραλίες της Χίου. Έγινε ένας κάβουρας εξερευνητής και πού και πού ανάμεσα στα ταξίδια του έρχονταν και πλώρη με μούρη με το φίλο του τον Μένιο και τα έλεγαν για ώρες και μετά πάλι ο καθένας τραβούσε το δρόμο του και συνέχιζε τα ταξίδια του.Γι αυτό αν εκεί που κολυμπάτε το καλοκαίρι ξαφνικά δείτε ένα καβουράκι μικροσκοπικό πάνω σε ένα περίεργο πλεούμενο, μη διστάσετε να χαιρετήσετε τον Ροβινσώνα. Θα έχει να σας πει πολλές ιστορίες από τα ταξίδια του.
1 σχόλιο:
Πάρα πολύ καλό!! Θα το βάλω στο μπλοκ μου!!!
Δημοσίευση σχολίου