Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο των Καρδαμύλων της Χίου στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών. (Παρασκευή 30-1-2015)
Σεβαστοί πατέρες, αξιότιμες αρχές του τόπου, κύριοι Διευθυντές των σχολικών μονάδων των Καρδαμύλων, κύριοι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητές μαθήτριες και μαθητές, κυρίες και κύριοι. Kάθε χρόνο τέτοια μέρα όσοι εμπλεκόμαστε στη μαθησιακή διαδικασία, δάσκαλοι και μαθητές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τιμάμε τους Τρεις μεγάλους χριστιανούς Ιεράρχες και οικουμενικούς δασκάλους, τον Βασίλειο τον Μέγα (τον γνωστό σ’ όλους μας Άγιο Βασίλη), το Γρηγόριο το Θεολόγο ή Ναζιανζηνό και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουμε τη σημαντική προσφορά τους στην εκπαίδευση και τους προβάλλουμε σαν διαχρονικά πρότυπα όχι μόνο δασκάλων, αλλά και μαθητών.
Οι μεγάλοι αυτοί άγιοι άνδρες, οι σπουδαίες εκείνες προσωπικότητες του Ελληνισμού έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα, τον χρυσό, όπως ονομάστηκε, αι- ώνα των χριστιανικών γραμμάτων. Ο εορτασμός από κοινού της μνήμης τους κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, παρόλο που για τον καθένα η Ορθόδοξη Εκ- κλησία έχει ορίσει χωριστή γιορτή, καθιερώθηκε χίλια χρόνια πριν, την εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού. Έχει, μάλιστα, ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, μιας και δεν συνδέεται με νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις του Έθνους μας, αλλά με κατακτήσεις του στο χώρο του πνεύματος και της παιδείας. Μνημονεύει και τιμά το καλύτερο δείγμα του πνευματικού θησαυρού που διαθέτει ο Ορθόδοξος Ελληνισμός.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκί- ας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 20 χρονών ο Βασίλειος πήγε στην Αθήνα, όπου κατά την τετραετή εκεί παραμονή του κοντά σε φημισμένους δασκάλους σπούδασε όλες σχεδόν τις μέχρι τότε γνωστές επιστήμες: Φιλοσοφία, Ρητορική, Φιλολογία, Ιστορία, Ιατρική, Αστρονομία, Άλγεβρα και Γεωμετρία. Το 356 ο Βασίλειος επέστρεψε στην πατρίδα του, την Καισάρεια και αφού εξάσκησε για λίγο χρονικό διάστημα το επάγγελμα του ρήτορα, βαπτίστηκε χριστιανός. Το 362 χειροτονήθηκε διάκονος και όταν πέθανε ο επίσκοπος της περιοχής πήρε αυτός τη θέση του. Απ’ αυτήν άσκησε πλούσια χριστιανική και φιλανθρωπική δράση. Λόγω, όμως, της επιβαρυμένης από τους πνευματικούς και όχι μόνο αγώνες υγείας του, πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη Ναζιανζό, οι γονείς του έστειλαν τον Γρηγόριο για να σπουδάσει στη ρητορική Σχολή της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Η δίψα για μάθηση ώθησε τον Γρηγόριο να συνεχίσει σε ανώτερο πια επίπεδο τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισαρείας της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας. Το 358 ο Άγιος Γρηγόριος γύρισε στη Ναζιανζό και βαπτίστηκε χριστιανός. Το 372 έγινε επίσκοπος Σασίμων, μιας άσημης κωμόπολης της Καππαδοκίας, και το 380 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας τον ανακήρυξε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, θέση από την οποία παραιτήθηκε σύντομα. Γύρισε στη Αριανζό, όπου και πέθανε το 391.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 354 στην Αντιόχεια, την μεγάλη ελληνιστική πρωτεύουσα της Συρίας, την Αθήνα της Ασίας, όπως την έλεγαν τότε. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο και στην φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Εξάσκησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα με μεγάλη επιτυχία το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδασκάλου. Βλέποντας, όμως, τις αδικίες των δικαστηρίων αποφάσισε να ακολουθήσει θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα τότε Θεολογική σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια άλλη σπουδαία ελληνιστική πρωτεύουσα της εποχής εκείνης. Το 380 χειροτονήθηκε διάκονος στην Αντιόχεια και μετά από πέντε χρόνια πρεσβύτερος. Το 397 χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Όντας στη θέση αυτή ήρθε σε σύγκρουση με την αυτοκράτειρα Ευδοξία και την πλουτοκρατία της βυζαντινής πρωτεύουσας. Συνεπεία αυτών οδηγήθηκε στην εξορία, όπου και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Το παράδειγμά των Τριών Ιεραρχών με τις πολυετείς και πολύπλευρες, όπως είδαμε, σπουδές τους μαρτυρεί την μεγάλη εμπιστοσύνη που οι τρεις αυτοί Δάσκαλοι είχαν στην αναμορφωτική δύναμη της παιδείας, την οποία παιδεία σπούδασαν ως μια συνολική πρόταση ζωής. Γι’ αυτούς η παιδεία δεν ήταν μόνο φιλοσοφία ή ρητορική ή αστρονομία ή θεολογία ή ψυχολογία, αλλά ήταν όλα αυτά μαζί, δηλαδή μόρφωση σώματος και ψυχής.
Οι Τρείς Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα, αλλά σε πλειάδα πεδίων. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική, αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Ήθελαν την Εκκλησία κοντά στους ανθρώπους να αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών, να δίνει σύγχρονές απαντήσεις, να είναι μέσα στον κόσμο και όχι στον κόσμο της.
Οι Τρείς Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς, όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μία μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Στη χώρα, που οι Τρείς Ιεράρχες τιμώνται με σχολική εορτή ελάχιστοι, π. χ. γνωρίζουν για την προσφορά του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην ιατρική επιστήμη. Κι όμως δεν είναι λίγοι οι ευρωπαίοι επιστήμονες, που εδώ και δύο αιώνες έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών τους ο Βασίλειος θεωρείται βαθύς γνώστης των ιατρικών δεδομένων της εποχής του, οι δε επιστημονικές του παρατηρήσεις θεωρούνται πολύτιμες για την επιστήμη της ιατρικής.
Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατο των Τριών Ιεραρχών τα κείμενά τους μεταφράστηκαν στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση, αλλά και παγκοσμίως, δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της ιατρικής, της κοινωνιολογίας, των πολιτικών επιστημών, της παιδαγωγικής, της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των τριών πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού τους έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες, κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών, από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε βιβλίο του Προς τους νέους … απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449 – 1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Κλείνοντας, αυτά ήταν τα τρία άγια και οικουμενικής ακτινοβολίας πρόσωπα που το 1843/44, το νέο ελληνικό κράτος αποφάσισε να κάνει σύμβολα της εκπαίδευσής του και να καθιερώσει τη γιορτή τους, της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημη σχολική εορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας κι όχι μέρα που απλώς χάνουμε μάθημα ή πάμε για καφέ. Και μιας και η περίοδος που διανύουμε εμείς, οι Νεοέλληνες ως κοινωνία είναι δύσκολη και αβέβαιη, για να προχωρήσουμε δυναμικά μπροστά θα ήταν καλό να μην πετάξουμε στην κάλαθο των αχρήστων, αλλά να συνεχίσουμε να έχουμε ως πρότυπα προς μίμηση αξιόλογες οικουμενικού χαρακτήρα προσωπικότητες από το τρισχιλιετές εθνικό μας παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των Τριών Ιεραρχών. Οφείλουμε να αντλήσουμε και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία τόσο από τη ζωή και τη δράση τους, όσο και από το χαρακτήρα και το έργο τους.
Βασική βιβλιογραφία: Αργυρόπουλου Ανδρέα Χ. , Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, Αθήνα Δεκέμβριος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου