Ἀρ. Ἐγκυκλίου: 34
Ἀρ. Πρωτ.: 607
Ἀρ. Διεκπ.: 266
ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Πρός
Τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
Θέμα: «Πασχάλιος Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος».
«οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι ὑπό τῆς φθορᾶς τόν Ἀρχηγόν τῆς ζωῆς»
(Μέγας Βασίλειος)
Χριστιανοί μου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Μέ τόν ἑκούσιον θάνατό Του ὁ Χριστός ἀγκαλιάζει ἑκούσια τόν θάνατο, ἐνῶ ὁ θάνατος δέν τόν θανατώνει. Ὁ Χριστός εἰσέρχεται στήν κατάσταση τοῦ θανάτου∙ ἀντί νά πεθάνει ὁ Χριστός, πεθαίνει ὁ θάνατος. Ὅταν μέσα στό σκοτάδι ἀνάβει τό φῶς, καταργεῖται τό σκοτάδι κι ὄχι τό φῶς (Ἰωάν, α΄, 5). Αὐτό φανερώνει ὅτι μόνο ὁ Χριστός μποροῦσε νά νικήσει καί νά θανατώσει τόν θάνατο. Τόν θάνατο νίκησε τελικά ἡ Ζωή, ὁ Χριστός. «Ἐγώ εἰμί ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰωάν, ια΄, 25). Ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου εἶναι μία ἀκόμη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ αἴτιος τοῦ θανάτου, ἀλλά ὁ θάνατος τοῦ θανάτου! «Θανάτῳ θάνατον πατήσας».
Ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα καί συνέπεια τῆς Θεότητός Του. Θεολογική ἑρμηνεία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δίνει ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζοντας ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, διότι «οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι ὑπό τῆς φθορᾶς τόν Ἀρχηγόν τῆς ζωῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὅμως, ἀναφερόμενος στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποιεῖ συμβολικές ἐκφράσεις καί εἰκόνες, προφανῶς γιά ποιμαντικούς σκοπούς. Σχολιάζοντας τόν στίχο τοῦ Προφ. Ἠσαΐα «ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησαν σοι πάντες οἱ γίγαντες οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς» (Ἠσ. ιδ΄, 9) παρομοιάζει τή ψυχήν τοῦ Χριστοῦ μέ ἰσχυρό φάρμακο, πού «πίκρανε» τό «στομάχι»τοῦ διαβόλου, τόν ᾅδην δηλαδή, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ προκαλεῖ ἐμετό καί νά τόν ὑποχρεώσει νά ἐμέσει ὄχι μόνο τήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί πολλές ἄλλες ψυχές δικαίων προσώπων τῆς ἀρχαιότητος, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ Τρεῖς Παῖδες τῆς Βαβυλῶνος.
Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἔχει σωτηριολογικές συνέπειες στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου:
Τό πρόβλημα πού ἀντιμετώπιζαν οἱ μεταπτωτικοί ἄνθρωποι δέν ἦταν μόνο ὁ θάνατος, ἀλλά καί ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς, πού χαρακτήριζε τήν φύση τους, μετά τήν πτώση. Ὁ θάνατος μάλιστα, στά ἀρχέγονα χρόνια, ἦταν σπάνιος, ἐκτός βέβαια ἀπό τίς περιπτώσεις βίαιης ἀφαίρεσης τῆς ζωῆς, ὅπως συνέβη μέ τήν δολοφονία τοῦ Ἄβελ ἀπό τόν ἀδελφό του Κάϊν, στήν πρώτη κιόλας μεταπτωτική οἰκογένεια. Οἱ ἄνθρωποι, στήν ἀρχέγονη ἐκείνη ἐποχή, ζοῦσαν χίλια περίπου χρόνια! Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού κόστιζε ἰδιαίτερα στούς ἀνθρώπους, ἦταν ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς, πού τήν συναντοῦσαν σέ κάθε περιστατικό τῆς καθημερινῆς ζωῆς, στόν ἑαυτό τους, ἀλλά καί στόν γύρω τους κόσμο, τό περιβάλλον, τήν δημιουργία.
Τό πρόβλημα, ἑπομένως, τῶν μεταπτωτικῶν ἀνθρώπων ἦταν κυρίως ἡ φθορά, ἀποκορύφωμα τῆς ὁποίας ἦταν ὁ θάνατος. Ὁ Χριστός ἦταν ὁ πρῶτος καί μόνος, πού ὡς ἄνθρωπος ὑπερνίκησε τήν διαδικασία τῆς φθορᾶς καί τήν κατήργησε. Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἔμεινε στόν ὑγρό τάφο τρεῖς ἡμέρες, ἐν τούτοις δέν ἀλλοιώθηκε, δέν τό προσέβαλε ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀποσυνθέσεως.
Ἡ πρώτη καί κύρια συνέπεια τῆς πτώσεως, τῆς «ἁμαρτίας τῆς θελήσεως», ἦταν ὁ θάνατος, ἡ «ἁμαρτία τῆς φύσεως» ὅπως εἴπαμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος ἦταν κλῆρος ὅλων τῶν μεταπτωτικῶν ἀνθρώπων. Γιά ὅλους τούς μεταπτωτικούς ἀνθρώπους ἴσχυε πιά ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ πρός τόν πεπτωκότα Ἀδάμ: «Ἀποστρέψῃ εἰς γῆν, ἐξ ᾖς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ΄,19). Οἱ ἀρχαῖοι , λοιπόν, ἄνθρωποι, θανατώνοντας ἀνθρώπους καί ζῶα (στίς θυσίες), εἶχαν τήν ἐντύπωση ὅτι, μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀπαλλάσσονταν οἱ ἴδιοι ἀπό τόν θάνατο: ἀντί γι’ αὐτούς, πέθαιναν τά θύματα. Ὡστόσο, ἐκεῖνο πού χρειάζονταν πραγματικά οἱ μεταπτωτικοί ἄνθρωποι, δέν ἦταν νά πεθάνει κάποιος (ἕνα θύμα) ἀντί γι’ αὐτούς, ἀλλά νά ὑπερνικηθεῖ καί νά καταργηθεῖ ἡ κατάσταση τοῦ θανάτου. Διότι, οὔτε ὁ θάνατος τῶν θυμάτων, οὔτε ὁ θάνατος ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐπρόκειτο νά ἀλλάξει τήν κατάσταση τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος θά συνεχιζόταν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ὁρατή ἀπόδειξη γιά τήν ὁριστική κατάργηση τῆς καταστάσεως τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός προσέφερε στό ἀνθρώπινο γένος ἐκεῖνο, πού κανείς ἄλλος δέν μποροῦσε νά τό κατορθώσει: κατήργησε τόν θάνατο ὡς κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ θάνατος ἦταν τό φαρμακερό ἀγκάθι, μέ τό ὁποῖο ὁ διάβολος εἶχε κεντρίσει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Χριστός μέ τήν ἀνάστασή Του ἀφήρεσε τό θάνατηφόρο αὐτό «ἀγκάθι» καί μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀνάστησε οὐσιαστικά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος σέ δύο σχετικές προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐα (κε΄, 8) «κατέπιεν ὁ θάνατος ἰσχύσας, καὶ πάλιν ἀφεῖλε Κύριος ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου·» καί Ὠσηέ (ιγ΄, 14) «ἐκ χειρὸς ᾅδου ρύσομαι καὶ ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς, ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη;» διατυπώνει τήν ἄποψη, ὅτι ὁ θάνατος ἦταν τό φαρμακερό ἀγκάθι, τό ὁποῖο μέ τό δηλητήριό του, τήν ἁμαρτία, δηλητηρίαζε τόν ἄνθρωπο καί τήν ζωή του. Πανηγυρίζοντας δέ καί αὐτός γιά τήν ὑπερνίκηση καί κατάργηση τοῦ θανάτου, μέ ἀπέραντη χαρά καί ἀγαλλίαση, ἐπαναλαμβάνει τήν θριαμβευτική κραυγή τοῦ προφήτου Ὡσηέ: «Ποῦ σου θάνατε τό κέντρον; Ποῦ σοῦ ἅδη τό νίκος;» (Α΄Κορ. ιε΄ 54-56)
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ταυτόχρονα και ὁ ἀρραβώνας τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐγγύηση ὅτι θά ἀναστηθοῦν καί ὅλοι οἱ θνητοί καί νεκροί ἄνθρωποι. Ἡ θέση ἀκριβῶς αὐτή ἀποτελεῖ καί τό θεμέλιο τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, ὅπως πρῶτος τό ἐσημείωσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν...νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο (Α΄Κορ. ιε΄ 14, 20).
Χριστιανοί μου!
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐδραίωσε τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί ἡ ἐλπίδα αὐτή ἔδωσε σημασία καί ἀξία στήν ὕπαρξη καί ζωή τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς. Μιά ὕπαρξη καί μιά ζωή γεμάτη πόνο. δάκρυα καί φθορά, πού θά κατέληγε ὁριστικά καί ἀμετάκλητα στόν θάνατο, δέν θά εἶχε πιά καμιά ἀξία καί σημασία. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε καί ἀναστήλωσε τήν σημασία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου!
ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ 2018
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου