Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, Ἂρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἐκοιμήθη καθ᾽ ὁδὸν πρὸς τὴν ἐξορία, στὴν πόλη Κουκουσὸ τῆς Μικρασίας τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407.
Τὸ ἤδη «ἀραχνῶδες σωμάτιον», το ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν πεζοπορία ἐπὶ ἕνα μῆνα σῶμα τοῦ Ἁγίου, δὲν ἄντεξε τὶς κακουχίες. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ὅταν ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος προσπάθησε τὸ ἔτος 438 νὰ μεταφέρει τὸ ἱερὸ του λείψανο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος ἀρνεῖτο καὶ ἔμενε ἀκίνητος, κατὰ τρόπο θαυματουργικό. Τότε ὁ Αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὸ ἑξῆς γράμμα μετανοίας:
«Ἐπειδή νομίσαμε ὅτι καὶ τὸ δικό σου σῶμα, τίμιε Πάτερ, εἶναι νεκρό σὰν τῶν ἄλλων, θελήσαμε ἁπλὰ νὰ τὸ μεταφέρουμε κοντά μας. Γι᾽ αὐτό καὶ εὔλoγα ἀποτύχαμε. Ἐσὺ ὅμως, τιμιώτατε πάτερ, ποὺ δίδαξες τὴ μετάνοια γιὰ ὅλους, συγχώρεσε μας. Χάρισέ μας τὸν ἑαυτό σου, σὰν πατέρας στὰ παιδιά ποὺ τὸν ἀγαποῦν, καὶ δῶσε μας χαρὰ μὲ τὴν παρουσία σου».
Ὅταν ἡ ἐπιστολή αὐτὴ κατατέθηκε πάνω στὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, τότε καὶ μόνο κατέστη δυνατή ἡ μεταφορά του στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς 27 Ἰανουαρίου 438, ὅπου τὸ ὑποδέχτηκαν μὲ βασιλικὲς τιμὲς ὁ Αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β´, ὁ Πατριάρχης Πρόκλος καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Πόλης. Ἀπό τὸ λιμάνι ὁδηγήθηκε ἐν πομπῇ καὶ τοποθετήθηκε στὸ σύνθρονο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἃγίας Εἰρήνης (ὁ ὁποιος ἦταν ἀνέκαθεν ὁ Καθεδρικός Ναός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη). Ἐκεῖ ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς ἀναφώνησαν: «Ἀπόλαβέ σου τὸν θρόνον, Ἅγιε». Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκε κάτω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μαζί μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο.
Ἡ παράδοση αὐτὴ τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο διατηρεῖται μέχρι σήμερα στὸ Φανάρι καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου (13 Νοεμβρίου) καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν του λειψάνων (27 Ἰανουαρίου). Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης δὲν ἀνεβαίνει στὸ Θρόνο του, ἀλλὰ χοροστατεῖ ἀπὸ τὸ Παραθρόνιο καὶ στὸ μεγάλο ἑσπερινὸ καὶ στὴ Θεία Λειτουργία. Στὸν Πατριαρχικὸ Θρὸνο τοποθετεῖται ἡ Ἱ. εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰω. Χρυσοστόμου, ἐνῶ ὁ Μ. Ἐκκλησιάρχης τοποθετεῖ δίπλα στὴν εικόνα καὶ τὴν ποιμαντορικὴ ράβδο τοῦ ἁγίου. Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ διάκονοι ποὺ πρόκειται νὰ λειτουργήσουν ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες «λαμβάνουν καιρό» ὄχι ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Ἱ. εἰκόνα τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος παραμένει πάντοτε ζωντανὸς στὴ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου ἔμειναν στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέχρι τὴν πρώτη Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ ἔτος 1204. Μετά τὴ λεηλασία ποὺ ἀκολούθησε, τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τῶν δύο Ἁγίων μεταφέρθηκαν στὴ Βενετία καὶ ἀργότερα στὴ Ρώμη.
Τὸ Ἱ. λείψανο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τοποθετήθηκε στὴν ἀρχή στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ παλαιοῦ (μεσαιωνικοῦ) Ναοῦ του Ἁγίου Πέτρου. Μεταφέρθηκε καὶ αὐτό στὸν Ἅγιο Πέτρο τὴν 1η Μαΐου 1626 καὶ κατετέθη σὲ ἕνα ἄλλο παρεκκλήσιο τοῦ κυρίως ναοῦ, τὸ «Παρεκκλήσιο τῆς Χορωδίας» (ἀφιερωμένο στὴ Σύλληψη τῆς Θεοτόκου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου