(Παλαιότερα ο Επιτάφιος στα χωριά μας ο Επιτάφιος στολιζόταν την Μεγάλη Παρασκευή μετά την Αποκαθήλωση. Κορίτσια με πανέρια στα χέρια γύριζαν το χωριό και οι νοικοκυρές προσέφεραν λουλούδια από τον κήπο τους για να στολιστεί ο Μεγάλος Νεκρός. Στην εκκλησιά τα άνθη ταξινομούνταν κατά ομάδες ανά είδος, και οι γυναίκες στόλιζαν τον επιτάφιο τραγουδώντας το παρακάτω μοιρολόγι που είναι γνωστό σαν το Μοιρολόγι της Παναγιάς Την ακόλουθη παραλλαγή κατέγραψα το 1988 στο χωριό των παιδικών μου χρόνων, την Κοινή):
Εις τα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφο,
εκάθουντο η Παναγιά μόνη και μοναχή της,
την προσευχή της έκαμνε για τον μονογενή της.
Εκεί που προσευχότανε κι ήκαμνε τις μετάνοιες,
Βγαίνει από την πόρτα της κι από την γειτονιά της.
Τειρά ζερβά τειρά δεξά κανείς δεν πα κοντά της.
Βλέπει τον ουρανό θολό και τ' άστρι βουρκωμένο,
το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτημένο.
Κοιτά λίγο καλύτερα βλέπει τον άγιο-Γιάννη,
θωρεί τον και κατήβαινε κλαμένο και δαρμένο
κι εκράτει μεσ' το χέρι του μαντήλι ματωμένο.
Η Παναγιά τον ερωτά τούτο τον λόγο λέγει:
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του Γιου μου,
μην είδες το παιδάκι μου κι σε το δάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
δεν έχω σίδερο καρδιά να σου το μολογήσω.
Κάμνω σου χείλη να μου πεις χείλη να μου μιλήσεις
Κάμνω σου σίδερο καρδιά να μου το μολογήσεις.
Βλέπεις εκείνο το βουνό, που ναι ψηλό, και μέγα
πού χει την μαύρη γη κορφή, τον ουρανό παντιέρα;
Εκεί τον έχουν οι Οβριγιοί πιστάγκωνα δεμένο.
Και του χουν το κορμάκι του στο αίμα βουτημένο.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε, σαν πόρνο τον κρατούνε
σαν να χωρίζει αντρόγυνο έτσι τον τυραννούνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη
Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει..
Η Παναγιά συνέφερε τούτον τον λόγο λέγει:
-Ας έλθει η Μάρθα, κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδελφή και οι τέσσερεις αντάμα
να πάμε να τον πάρομε προτού μας τον σταυρώσουν
προτού του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ' ένα μικρό βρυσάκι,
και δίψασε η Παναγιά σκύβει να πιει νεράκι·
ακούει χαλκιά κι εχάλκευγε, χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του κι όλη τη φαμελιά του.
-Πε μου καλέ μου ατσίγγανε, ήντα ν΄ αυτά που κάμνεις,
Οβριγιοί μου παραγγείλανε καρφιά για να τους κάμω.
Εκείνοι μού παν τέσσερα εγώ τους πέντε τους κάμνω
τα δυο, στα δυο του γόνατα, τα δυο, στα δυο του χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό τα στήθη του να σκίσει
να τρέξει αίμα και χολή μέχρι να ξεψυχήσει.
-Καταραμένε ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσεις
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
Καταραμένοι να σαστε κι όλοι οι ατσιγγάνοι
Ποτέ λινό πουκάμισο η ράχη σας μη βάλει.
Και συνεχίσαν το στρατί οι πεντ’ Aγιές του κόσμου
και το στρατί τους έβγαλε εις του ληστού την πόρτα
βρίσκουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα
κι έδεσαν τα χεράκια τους τούτα τα λόγια λένε:
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!
και πόρτα της υπομονής μην ειν’ ο γιος μου μέσα.
Κι η πόρτα απ' τον φόβο της άνοιξε μοναχή της.
που παρακάλιε η Παναγιά για το μονογενή της.
-Παρακαλώ σε Γιάννη μου, δείξε μου τον υιό μου.
-Έλα να δεις το γιόκα σου κι εμέ το δάσκαλο μου.
-Βλέπεις εκείνο τον χλωμό, και τον ανεμαλλιάρη;
που του φορούν εις την κορφή αγκάθινο στεφάνι
Εκείνος ειν' ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
εκείνο πάνε σα φονιά να κακοθανατίσουν.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη
Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει.
-Φέρτε μαχαίρι να σφαχτώ γκρεμό για να γκρεμίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
και ο Χρίστος απ’ το Σταυρό τούτα λόγια είπε:
Μάνα μου σαν πνιγείς εσύ, πνίγονται οι μάνες όλες
Μάνα μου σα χαθείς εσύ χάνεται ο κόσμος όλος
Μα μάνα σα σωθείς εσύ σώζεται ο κόσμος όλος.
Άμε, μάνα στο σπίτι μας άμε στο αρχοντικό μας
στρώσε τραπέζι θλιβερό μ’ αφράτο παξιμάδι,
γιατί ο γιος Σου μάνα μου θα κατεβεί στον Άδη.
Και το μεγάλο Σάββατο που θα χτυπούν καμπάνες
τότε και συ μανούλα μου θα χεις χαρές μεγάλες
Πηγή: Προσωπικό αρχείο Κώστα Βούκουνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου