Εκτός από την μεγάλη πίστη και ευλάβεια με την οποία ο λαός μας περιβάλλει τον Άγιο Γεώργιο λόγω της Πίστης Του, του μαρτυρίου Του της χάρης που έλαβε από το Θεό, αλλά και με την ευκαιρία της ερχόμενης εορτής Του παραθέτουμε και τα παρακάτω: Η λαϊκή μας παράδοση αποδίδει στον Άγιο Γιώργη ένα μεγάλο κατόρθωμα χωρίς φυσικά να υπάρχει για τούτο αναφορά στο συναξάρι του. Ότι σκότωσε δηλαδή κάποιο δράκο και ελευθέρωσε μια πριγκίπισσα. (ο θρύλος αυτός να προβάλλετε στην εικονογραφία του Αγίου μετά τον 11ο αιώνα πιθανόν για να τονώσει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ορθοδόξων Ανατολικών). Ένεκα λοιπόν του ότι ο Άγιος εικονογραφείται να νικάει ένα δράκο (ως Δράκος αναφέρεται επίσης ότι εικονογραφούνται οι πειρασμοί και οι κακές πράξεις μας) ενώ στο άλογό του εικονογραφείται να κάθεται μια βασιλοπούλα. Έτσι μέσω αυτού πλάστηκε ο θρύλος και αποδίδεται στον Άγιο αυτή η πράξη. (Νίκες σε δράκοντες που φυλάγουν πηγές είναι πράξεις γνώριμες και αγαπημένες στην Ελληνική Μυθολογία βλ.. Περσέας και Μέδουσα, Βελερεφόντης και Χείμερα, Ηρακλής και Λερναία Ύδρα, Ιάσωνας και Δράκος, Νεράιδες, Νηριείδες κλπ).
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι τέτοιο περιστατικό έγινε για το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα, στη Λιβύη. (σε άλλη εκδοχή αναφέρεται ως τόπος του κατορθώματος η Ανατολική επαρχία της Ατταλείας συγκεκριμένα η πόλη Αλαγία όπου εκεί βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν μάλιστα και χριστιανομάχος.) Αποδίδεται λοιπόν στον Άγιο που αν χριστιανός, κατείχε μεγάλο στρατιωτικό αξίωμα στο ρωμαϊκό στρατό του Διοκλειτιανού ο οποίος Τον υπέβαλλε σε φριχτά βασανιστήρια όταν το ανακάλυψε. Για τούτο ο Άγιος Γεώργιος αποκαλείται και Μεγαλομάρτυρας. Όπως περιόδευε λοιπόν έφιππος ο Γεώργιος, έτυχε να περνάει από εκείνα τα μέρη, (ήταν βέβαια πριν ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη και ως αρχηγός στρατιωτικής μονάδος επέστρεφε έφιππος στην Καππαδοκία από ένα πόλεμο) πέρασε από την λίμνη και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί ο ίδιος. Είδε εκεί μια κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο. Τη ρώτησε κι έμαθε τι συμβαίνει. Ένας δράκος φύλαγε το νερό και το άφηνε να τρέχει μόνον όταν έβρισκε κάποιον άνθρωπο να φάει. Οι κάτοικοι της περιοχής όριζαν με κλήρωση το θύμα του δράκοντα. Ολόκληροι στρατοί είχαν αντιταχθεί σε αυτό το τέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήρθε τώρα και η σειρά της βασιλοπούλας. Για κείνο το σκοπό βρισκόταν εκεί. Ο Άγιος της μίλησε για το Χριστό και ότι με τη βοήθεια Του θα την έσωζε. Προσευχήθηκε ο Άγιος Γεώργιος και ζήτησε τη βοήθεια του Θεού. Όταν το θηρίο εμφανίστηκε, μετά το σημείο του Σταυρού που έκαμε ο Άγιος, μ’ ένα κτύπημα του κονταριού Του, εξουδετερώθηκε. Το παρακάτω δημοτικό τραγούδι μιλάει για αυτό το κατόρθωμα του Αγίου:
Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου και χρυσοκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ από θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
π’ ά δε του ’πγαίναν άνθρωπο κάθε πρωί και άλλο,
σταλιά νερό δεν άφηνε να κατεβεί στη Χώρα,
σα δε του ’πγαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Μιαν κλήρωση εκάμνανε κι όποιου ήταν να πέσει,
έστελνε το παιδάκι του τού Δράκοντα πεσκέσι.
Ο κλήρος τότε έλαχε εις τη βασιλοπούλλα,
όπου την είχ’ η μάνα της μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγο είπε:
- «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρια ακονισμένα:
- «Για δώσ’ μας το παιδάκι σου, για παίρνομε κι εσένα».
- «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήσει».
Πιάνουν την και στολίζουν την απ’ το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνουν την οι βάγιες της να πα’ να σεργιανίσει
και πάνε και τη δένουνε στου Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα του πηγαδιού ρίξαν την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Αϊ Γιώργης το ’μαθε και τρέχει να τη σώσει
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώσει·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στα μάγουλα του πηγαδιού πηγαίνει και καθίζει.
- «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το πεθάνω,
μα πρέπει πρώτα προσευχή εις το Χριστό να κάνω·
γονάτισε μαζί και συ Χριστό να προσκυνήσεις
μην τρέχουν τα ματάκια σου σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μια ταραχή μεγάλη
ήταν ο Δράκος που βγαίνε μέσ’ από το πηγάδι
- «έλα αφέντη, μην αργείς και το κοντάρι πιάσε
για να σκοτώσεις το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
έλα - έλα αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τα δόντια του για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Αϊ Γιώργης τότε στάθηκε σα παραλογιασμένος
και τ’ άρματά του άρπαξε, ως ήταν μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάμνει το Σταυρό του
και το κοντάρι σήκωσε, μπήγει το στο λαιμό του·
την κονταριά που τού ‘δωκε, την τρώει μες το στόμα
κι αμέσως εξαπλώθηκε κατάχαμα στο χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
της κορασίδας τό ’δωσε, στη μέσα Χώρα μπαίνει.
- «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απέ τα φύλλα της καρδιάς δώκε του την ευχή σου».
- «Να ζήσεις, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα κάμνω της αφεντιάς σου;»
- «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμεις τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά τους την πλευρά βάλ’ ένα καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».
Παραθέτομε τον Άγιο Γεώργιο όπως πιο συχνά εικονογραφείται
Το κείμενο και εικόνες από τον κ. Κωνσταντίνο Βούκουνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου