Τραγική η μορφή του τελευταίου Βυζαντινού Βασιλιά . Το 1449, ανέβηκε στο θρόνο μιας Χιλιόχρονης, Θρυλικής μα ανύπαρκτης, εκείνη τη χρονική περίοδο, αυτοκρατορίας. Γιος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και αδελφός του Ιωάννη Η΄, τον οποίο και διαδέχθηκε. Πριν λάβει το στέμμα του μαρτυρίου, είχε ανακηρυχθεί Δεσπότης της Πελοποννήσου με έδρα το Μυστρά. Κατάφερε να διώξει τους Φράγκους από τον Μοριά και να αποκρούσει τις Τούρκικες επιδρομές. Λόγω συνεχών φιλονικιών και διαφωνιών με τους αδελφούς του Θεόδωρο Β’ και Θωμά, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1437, σε αντικατάσταση του Ιωάννη, όσο αυτός απουσίαζε στη σύνοδο της Φλωρεντίας – Φεράρας. Ο Κωνσταντίνος, ήταν προικισμένος με στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες. Φρόντισε για την αναδιοργάνωση του κράτους στους τομείς της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης. Φρόντισε για την άμυνα του Δεσποτάτου. Πέρασε τη ζωή του μεταξύ Πόλης και Μυστρά να βοηθά όπου υπήρχε ανάγκη. Οι μέρες και οι εποχές δύσκολες. Ο εμφύλιος σπαραγμός κατακρεουργούσε τις σάρκες της διαμελισμένης και ανίσχυρης αυτοκρατορίας Ο ιδιοτελής καιροσκόπος αδελφός, Δημήτριος Παλαιολόγος ήταν σύμμαχος των Τούρκων και απαιτούσε τον θρόνο. Οι προαιώνιοι εχθροί μας, είχαν βρει τον τρόπο, υποστηρίζοντας ενεργά και εναλλάξ τις διαφορές μεταξύ των Παλαιολόγων να ροκανίζουν την υπόσταση και τις λιγοστές δυνάμεις της φθίνουσας πάλε ποτέ κραταιάς δύναμης.
Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά όταν έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ Β’ ο οποίος έβαλε σαν σκοπό ζωής την με κάθε τρόπο και κόστος κατάληψη της Πόλης των Πόλεων ! Ο Κωνσταντίνος, μάταια προσπάθησε να ανασυντάξει το στρατό. Να βελτιώσει την άμυνα της Πόλης. έστελνε πρεσβείες στη Δύση παρακαλώντας βοήθεια. Με τα ελάχιστα πλοία πού διέθετε, επιχειρούσε επιδρομές στις Μικρασιατικές ακτές. Δυστυχώς, όπως και σήμερα μαζί μας, η Δύση δεν ήταν διατιθεμένη να τρέξει προς βοήθεια του Βυζαντίου. Επ’ αυτού Sir Edwin Pears αναφέρει χαρακτηριστικά «η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι την παραφροσύνη. Αυτοί και οι λαοί τους έμελλε να τιμωρηθούν σκληρά για την αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα και του λαού της.» Παρ’ όλα αυτά, αποσκοπώντας στη σωτηρία κράτους και λαού, συνέχισε τις ενωτικές συνομιλίες με τους καθολικούς , υποστηριζόμενος μάλιστα από τον ιστορικό Σφραντζή, ο οποίος σε αντίθεση με τους «ανθενωτικούς», επιθυμούσε μια «κατ οικονομία» ένωση που σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η εκκλησία θα μπορούσε να ακολουθήσει τον ορθόδοξο δρόμο της. Κάτω από αυτές τις άσχημες καταστάσεις, με το μόνο όπλο πού του είχε απομείνει, τη περίφημη βυζαντινή διπλωματία, οι εκπρόσωποι του πάπα, προεξάρχοντος του καρδινάλιου Ισίδωρου, ο οποίος έφθασε εκεί από την Χίο, και η ενωτική μερίδα, παρόντος του πατριάρχη Γρηγορίου και του βασιλιά, στις 12 Δεκεμβρίου 1452, συλλειτούργησαν στην Αγία Σοφία, διακηρύττοντας πανηγυρικά την ένωση των εκκλησιών. Με τον μετέπειτα πατριάρχη, Γεώργιο Σχολάριο, επικεφαλής των ανθενωτικών, να εκτοξεύει απειλές και κατάρες για « προδοσία της πίστεως» ή ότι «η εκκλησία κατάντησε ΄΄ καταφύγιο δαιμόνων και βωμός Ελληνικός ΄΄ » Ο δε πρωθυπουργός και Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, να λέγει το περίφημο : «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπραν λατινικήν». Ο Μωάμεθ το Φεβρουάριο του 1453 συγκέντρωσε στην Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του με την εντολή να πολεμήσουν τούς Ρούμ και να πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάτες και οι παράλιες πόλεις της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες.
Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά όταν έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ Β’ ο οποίος έβαλε σαν σκοπό ζωής την με κάθε τρόπο και κόστος κατάληψη της Πόλης των Πόλεων ! Ο Κωνσταντίνος, μάταια προσπάθησε να ανασυντάξει το στρατό. Να βελτιώσει την άμυνα της Πόλης. έστελνε πρεσβείες στη Δύση παρακαλώντας βοήθεια. Με τα ελάχιστα πλοία πού διέθετε, επιχειρούσε επιδρομές στις Μικρασιατικές ακτές. Δυστυχώς, όπως και σήμερα μαζί μας, η Δύση δεν ήταν διατιθεμένη να τρέξει προς βοήθεια του Βυζαντίου. Επ’ αυτού Sir Edwin Pears αναφέρει χαρακτηριστικά «η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι την παραφροσύνη. Αυτοί και οι λαοί τους έμελλε να τιμωρηθούν σκληρά για την αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα και του λαού της.» Παρ’ όλα αυτά, αποσκοπώντας στη σωτηρία κράτους και λαού, συνέχισε τις ενωτικές συνομιλίες με τους καθολικούς , υποστηριζόμενος μάλιστα από τον ιστορικό Σφραντζή, ο οποίος σε αντίθεση με τους «ανθενωτικούς», επιθυμούσε μια «κατ οικονομία» ένωση που σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η εκκλησία θα μπορούσε να ακολουθήσει τον ορθόδοξο δρόμο της. Κάτω από αυτές τις άσχημες καταστάσεις, με το μόνο όπλο πού του είχε απομείνει, τη περίφημη βυζαντινή διπλωματία, οι εκπρόσωποι του πάπα, προεξάρχοντος του καρδινάλιου Ισίδωρου, ο οποίος έφθασε εκεί από την Χίο, και η ενωτική μερίδα, παρόντος του πατριάρχη Γρηγορίου και του βασιλιά, στις 12 Δεκεμβρίου 1452, συλλειτούργησαν στην Αγία Σοφία, διακηρύττοντας πανηγυρικά την ένωση των εκκλησιών. Με τον μετέπειτα πατριάρχη, Γεώργιο Σχολάριο, επικεφαλής των ανθενωτικών, να εκτοξεύει απειλές και κατάρες για « προδοσία της πίστεως» ή ότι «η εκκλησία κατάντησε ΄΄ καταφύγιο δαιμόνων και βωμός Ελληνικός ΄΄ » Ο δε πρωθυπουργός και Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, να λέγει το περίφημο : «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπραν λατινικήν». Ο Μωάμεθ το Φεβρουάριο του 1453 συγκέντρωσε στην Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του με την εντολή να πολεμήσουν τούς Ρούμ και να πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάτες και οι παράλιες πόλεις της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες.
Στις 7 Απριλίου του 1453, ο Μωάμεθ Β΄ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης με 250.000 στρατό, έναντι 7.000 μόλις υπερασπιστών (5.000 Έλληνες + 2.000 Γενουάτες, Βενετοί κ.α.).
Οι Τούρκοι πολιορκητές, ανήρχοντο, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, σε 400.000 σε 300.000 σύμφωνα με τον Λεονάρδο. Κατά τον Δούκα, σε 265.000. Κατά τον Φραντζή 217.000. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του θρήνου σε 217.000 από τους οποίους οι Τούρκοι ήταν μόνο 70.000. Κατά τον Βάρβαρο σε 160.000, τον Χεϊρουλάχ σε 80.000 και τον Εβλιβά – Τσελεπή, τα λάφυρα διανεμήθηκαν σε 170.000 πολεμιστές. Τώρα την Κωνσταντινούπολη, υπεράσπιζαν σύμφωνα με τον Φραντζή, 4973 Έλληνες και 2000 ξένοι. Κατά τον Λεονάρδο, 6000 Ρωμιοί και 3000 Λατίνοι. Σύμφωνα με τον Τεδάλδη, από τους 30.000 στρατιώτες, μόνο 6000 ή 7000 από αυτούς πολέμησαν επί των τειχών. Σε μια πατρίδα που την έσφιγγε θανάσιμα ο Οθωμανικός επεκτατισμός, ο ενεργός ανδρικός πληθυσμός, προτιμούσε το ράσο του μοναχού από την στολή του στρατιώτη. Σαν πέμπτη φάλαγγα, επιδίδονταν σε ψυχολογικό πόλεμο ότι ήταν γραπτό η Πόλη να πέσει ή έρχονταν σε παρασκηνιακές συνεννοήσεις και αυτομολούσαν προς τον εχθρό. Η βοήθεια, που περίμενε ο Παλαιολόγος μετά το «συλλείτουργο» δεν ήρθε! Αντί αυτής ήρθαν μόνο δύναμης 700 ατόμων υπό τον Χιώτη - Γενοβέζο Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνη. Ο Πάπας φαινόταν δυο φορές νικητής. Τη μια με το εξευτελιστικό “συλλείτουργο” που άνοιγε πύλες στη Ρώμη, και με τη πτώση της Πόλης και τώρα χωρίς υπερασπιστή, η Ορθοδοξία θα χάνονταν για πάντα, αμ δε ! Ποιος όμως ήταν αυτός ο περιβόητος Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης και πια τα πεπραγμένα του;
«Εν δε ταις αυταίς ημέρες αφικνείται και τις ανήρ Ιταλός, Ιουστίνος όνομα, δυνατός τε και των ευ γεγονότων, αλλά δη και τα ες πόλεμον έμπειρος και μάλα γενναίος, έχων μεθ’ εαυτού και δύο των μεγάλων ολκάδων, ας οίκοθεν αυτός επισκευάσας και οπλίσας καλώς ανδράσι τε και όπλοις παντοίοις ( είχε γαρ επάνω των καταστρωμάτων τούτων άνδρας κατάφρακτους τετρακοσίους) διέτριβε περί τε Χίων και Ρόδον και την ταύτη θάλασσαν, λοχών τινάς των αυτώ διαφόρων ος προμαθών τον τε πόλεμον Ρωμαίων και την όσον ου της πόλεως εσομένην πολιορκίαν και την μεγάλην του Βασιλέως Μεχμέτι παρασκευήν κατ’ αυτής ήκεν αυτόκλητος συν τοις ολκάσι βοηθήσων Ρωμαίοις και Βασιλεί Κωνσταντίνω εισί δε και μετάκλητον αυτόν γενέσθαι φασί παρ’ αυτού υπεσχημένου μετά τον πόλεμον μισθόν της βοηθείας την Λήμνου αυτώ.» (ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ – Δημ. Ροδοκανάκη, ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΑΙ – ΧΙΟΣ 1900, σελίδα 131)
«Ομοίως και εκ της Γενούας ελθών εις ονόματι Ιωάννης Λόγγος εκ των Ιουστινιανών συν δυσί ναυσίν υπερμεγέθασιν, έχων και πολεμικάς παρασκευάς πολλάς και καλάς συν ενόπλους νέοις Γενουίταις αερικόν πνέοντας θυμόν, και ο αυτός Ιωάννης επιδέξιος ανήρ και εις παραλαγάς και συνασπισμούς πολέμων δοκιμότατος. Εδεξιώσατο τούτον ο Βασιλεύς και ρόγας εμέτρησε τους στρατιώταις αυτού και ευεργεσίας ένειμε, και Πρωτοστράτωρα τούτον ετίμησε και αυτός την φύλαξιν των προς το παλάτιον κειμένων τείχεων ανελάβετο και γαρ ήσαν ορώντες τον τύρανον εκεί τας σκευάς τας πετροβόλους πηγνύοντα και την άλλην πάσαν αντίμαχον εν τοις τείχοις παράταξιν. Ευεργέτησε δε τούτου και διά χρυσοβούλλου γράμματος την νήσον Λήμνον, ει αποκρουσθήσαται ο Μεχμέτ και υποστραφήσεται άπρακτος, εξ ων θαρρεί κερδάναι της Πόλεως. Έκτοτε ουν εμάχοντο ηρωικώς οι Λατίνοι συν τω Ιωάννη εξερχόμενοι εκ των πυλών της πόλεως, και ιστάμενοι εν τω έξ κάστρω και εν τη τάφρω » (ΔΟΥΚΑΣ)
«Ευρέθη δε τω καιρώ εκείνω και τις άρχων Γουνουβίτης, ονόματι Ντουστουνίας μετά καραβίων μεγάλων δύο και ειδώς άπερ έπασχον οι Βυζάντιοι, και ότι ουδείς των αρχόντων ήθελε σταθήναι εις την Χαλάστραν αλλ, εις έτερον έλεγε σταθήναι, έκαστος δε απέφευγε δειλιών, σταθείς εν μέσω του Βασιλέως και των αρχόντων, είπε, Δύναμαι εγώ συν Θεώ μετά του λαού μου σταθήναι και αντιμαχήσασθαι και βαστάσαι την χαλάστραν, ένεκεν του ονόματος του Χριστού μετά βρώσεως και πόσεως της εμής. Ευχαρίστησαν ουν αυτόν άπαντες διέμεινε νουν ο άρχων εκείνος φυλάττων και αντιμαχόμενοςεπί ημέρας πολλάς και απεδίωκε τους Αγαρηνούς και εκώλυεν εισελθείν.» (Ανωνύμου – Ιστορία Πολιτική Κωνστ/πόλεως Bonne 1849 σελίδα 8)
Ιστορικά αποδεδειγμένα, κατά την διάρκεια της πολιορκίας οι Γενουάτες του Πέραν και του Γαλατά βοήθησαν με κάθε τρόπο τους Τούρκους σε αντίθεση με τους Χιωτογενοβέζους της Μαόνας οι οποίοι το πιθανότερο να παρασύρθηκαν από τον ήρωα μας Γουλιέμο Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνι, ο οποίος ήταν στενός φίλος του μαρτυρικού αυτοκράτορα. Ευτυχής δε συγκυρία ότι αυτή την εποχή «ποτεστάτος» της Μαόνας στη Χίο ήταν ο αδελφός του Ιωάννη, ο Γαλεάτσος Λόγγος. Με άδεια του οποίου, άλλος ένας Χιώτης Μαονέζος, ο Μαυρίκιος Καττάνεον, επί κεφαλής πέντε πλοίων με βοήθεια των Χίων αποτελούμενη από στρατιώτες, λάδι και στάρι έγραψε λαμπρές σελίδες τόλμης, ανδρείας και επιδεξιότητας αντιμετωπίζοντας και γελοιοποιώντας προ των τειχών την τουρκική αρμάδα.
Ο Ιωάννης – Γουλιέλμος Λόγγος – Ιουστινιάνι, γιός του Θωμά Βαρθολομαίου, γεννήθηκε στη Χίο το 1411, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Συνέχισε τις σπουδές του στην Πατάβια. Κατατάχθηκε νεότατος στον στρατό της Γένοβας. Έλαβε διακρίσεις στον κατά των Φλωρεντινών πόλεμο. Επέστρεψε στη Χίο το 1432, έλαβε μέρος σε πολλές εκστρατείες. Ήταν αυτός που έφερε θριαμβευτικά τα κλειδιά της πόλεως της Καρύστου στο νησί μας. Σε ηλικία 22 ετών, διορίστηκε καστελάνος Χίου (Φρούραρχος) θέση την οποία άφησε λόγω φιλονικιών με τον άλλο υπερασπιστή της Κωνσταντινούπολης, τον Λεονάρδο Λόγγο, γνωστό ως Λεονάρδος ο Χίος. Με την έναρξη των τουρκικών πιέσεων, ο Ιωάννης, προσέτρεξε στον αδελφικό του φίλο Κωνσταντίνο, για να του προσφέρει τις υπηρεσίες του, έχοντας μαζί του Γενοβέζους και Χιώτες (κυρίως Βορειοχωρούσους) στρατιώτες. Λέγουν ότι ο αυτοκράτορας του έταξε την Λήμνο, όταν γλίτωναν από τον τουρκικό κίνδυνο. Σαν δείγμα της μεγάλης φιλίας των δυο ανδρών, είναι η προσφορά εκ μέρους του αυτοκράτορα, προς τον Ιωάννη, ενός ξίφους το οποίο του είχε προσφέρει ο καρδινάλιος Ισίδωρος. Το ξίφος κοσμούσε εγχάρακτη επιγραφή με χρυσά γράμματα με την αναφορά «ΣΥ ΒΑΣΙΛΕΥ ΑΗΤΤΗΤΕ, ΛΟΓΕ ΘΕΟΥ, ΠΑΝΤΑΝΑΞ. ΝΙΚΗΣ ΒΡΑΒΕΙΑ ΔΩΡΗΣΕ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ. ΤΩ ΗΓΕΜΟΝΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩ ΑΥΘΕΝΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΩ ΩΠΕΡ ΠΟΤΕ ΤΩ ΒΑΣΙΛΕΙ ΜΕΓΑΛΩ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΩ»
Με την άφιξη του Λόγγου, στην Πόλη, ο αυτοκράτορας γνωρίζοντας την ικανότητα και τις αρετές του άνδρα, του ανέθεσε το βαρύ έργο της διεύθυνσης των αμυντικών έργων καθώς και υπερασπιστή του πιο αδύνατου μέρους των τειχών στη πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τη νύχτα της 18 Μαΐου, ο Χιώτης υπερασπιστής της Πόλης, έκαψε τεράστια ξύλινη «ελεόπολη». Ανέτρεψε δε, τον παρά την πύλη εχθρικό κινούμενο πύργο. Επισκεύασε τα μέρη των τειχών που είχαν καταστραφεί από τα μεγάλα πυροβόλα των εχθρών. Όλα φαίνονταν ότι πήγαιναν καλά και οι επιθέσεις η μια μετά την άλλη αποκρούονταν επιτυχώς, Ας σταθούμε σε μερικές λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο πριν την άφιξη του κυρίως σώματος του εχθρικού στρατού οι Ρωμιοί, έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση και σκότωσαν αρκετές εκατοντάδες από τούς άτακτους μουσουλμάνους. Τις βραδινές ώρες της 18ης Απριλίου, οι Τούρκοι επιχείρησαν αιφνιδιαστικά την πρώτη σημαντική έφοδο τους στα τείχη. Οι Έλληνες με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση αυτή ρίχνοντας κάτω τις πολυάριθμες σκάλες πού έστηνε ο εχθρός, ενώ με τα βέλη και τα πρωτόγονα ντουφέκια εξουδετέρωναν τον ένα Τούρκο μετά τον άλλο. Σύμφωνα με τον Α Edwin Pears οι απώλειες των μουσουλμάνων ήταν αρκετές εκατοντάδες σε αντίθεση με τούς χριστιανούς πού ήταν μηδαμινές.
Την επομένη μία καινούργια νίκη θα έδινε ελπίδες στους Έλληνες και Ιταλούς υπερασπιστές της Πόλης. Ο Τούρκος ναύαρχος ανέλαβε νά επιτεθεί μέ δύναμη τριακοσίων πλοίων καί νά διασπάσει τήν αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου τήν οποία φύλαγαν μεγάλα πλοία υπό τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Οι αμυνόμενοι, έκαψαν εχθρικά πλοία με Υγρό Πύρ. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν και τα λιμάνια του Κεράτιου Κόλπου έμειναν ασφαλή. Στίς 20 Απριλίου, οι κάτοικοι από τα τείχη βλέπουν τον Χιώτη Φλαντανελά (Καττάνεον) με τα τέσσερα πλοία του να κατανικούν τον εχθρικό στόλο ο οποίος έχασε 12.000 ναύτες με αποτέλεσμα ο Μωάμεθ να διατάξει δημόσιο ραβδισμό του ναυάρχου Μπαλτόγλου. Με αυτό τον ρυθμό περνούσαν οι μέρες έως ότου άρχισε η τελευταία επίθεση που άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες, τη νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου προς την Τρίτη 29 Μαΐου, προς όλα τα σημεία των τειχών από στεριάς και θαλάσσης. Η κύρια έφοδος έγινε στη κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού και της Πύλης Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος και οι τέσσερεις πύργοι είχαν καταρρεύσει και στη θέση τους είχαν υψώσει κατασκεύασμα από δοκάρια, κλαριά και βαρέλια γεμάτα χώμα και πέτρες. Σε δελεαστική πρόταση του σουλτάνου, να παραδώσει την Πόλη με ανταλλάγματα σαν νέος Λεωνίδας απαντά περήφανα στον Μωάμεθ «Το την πόλιν σοι δούναι, ουτ εμόν ουτ’ άλλου των κατοικούντων ενταύθα κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτω αποθανούμεν, μη φειδόμενοι της ζωής ημών» . Λόγια περήφανα για να θυμίζουν πως όποτε οι Έλληνες υπερασπίζονται Θερμοπύλες δε ξεχνούν τα θεία λόγια του Πλάτωνα «Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς». Οι αμυνόμενοι πολεμούσαν σαν λιοντάρια με τους Ιουστινιάνη και Αυτοκράτορα, που κρατούσαν το πιο αδύνατο σημείο στη Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα πρώτα κύματα εφόδου, αποδεκατίσθηκαν. Με το λυκαυγές, ξεχύθηκε το δεύτερο κύμα. Τακτικός στρατός, άριστα εξοπλισμένος οι άνδρες του οποίου θεωρούσαν τιμή τους να πεθάνουν για σουλτάνο και Αλλάχ. Την αποφράδα ημέρα της 29 Μαΐου, με την ανατολή του ήλιου, όρμησε το τρίτο κύμα κατά των τειχών. Ενώ μαίνονταν η μάχη, και όλα πήγαιναν καλά για τους Έλληνες, στον περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους , εκεί πού το χερσαίο τείχος πλησίαζε στον Κεράτιο Κόλπο, κοντά στο Παλάτι του Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή κάτω από το επίπεδο του εδάφους, αυτή ήταν η Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σε ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τα τείχη. Την ίδια ώρα, στην Πύλη του Ρωμανού, όπου συνεχιζόταν η μάχη σώμα με σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα και να αποσυρθεί στην γαλέρα του για να γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τον ικέτευσε να παραμείνει στο πεδίο της μάχης, αλλά ο Ιωάννης Λόγγος, επέμεινε και έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς μαχητές του. Κατόρθωσε να φτάσει στο καράβι του όπου πέθανε πλέοντας προς στην Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τον Ιουστινιανέ για την ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία να κλονιστεί η άμυνα σε εκείνο ακριβώς το σημείο και οι Τούρκοι να εισβάλλουν στο εσωτερικό της Πόλης. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι με το διορατικό μάτι του έβλεπε ότι η Πόλη, ήταν πλέον αδύνατο να σωθεί και φοβούμενος για την τύχη της αγαπημένης του Χίου, έφυγε με σκοπό να οργανώσει την άμυνα της, μια και θεωρούσε δεδομένη την οργή του Μωάμεθ εις βάρος αυτής.
Ο Ιωάννης Λόγγος Ιουστινιάνης, σύμφωνα με τον Σφραντζή, τραυματίστηκε «Βέλους τόξου εν τοις σκέλεσιν επί το δεξιόν πόδα». Κατά τον Δούκα, «Διά μολυβδοβόλου εν τη χειρί όπισθεν του βραχίονος » . Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει «Τηλεβολίσκου εις την χείρα». Κατά τον Λεονάρδο τον Χίο «Βέλους υπό μασχάλην». Ο Ανώνυμος Μοσχοβίτης «Σκλωπού ή τηλεβολίσκου επί της δεξιάς πλευράς» . Ο Κριτόβουλος Νησιώτης λέγει «Βέλους ριφθέντος από μηχανής κατά του στέρνου διά του θώρακος διαμπάξ». Λέγουν ότι μετά τον τραυματισμό του, έπεσε κάτω αναίσθητος . Μεταφέρθηκε από τους στρατιώτες στην γαλέρα του οι οποίοι μόλις έμαθαν την άλωση, απέπλευσαν για την Χίο. Με την άφιξη τους στο νησί, μετάφεραν τον Ιωάννη ο οποίος ψυχορραγούσε στο Μοναστήρι του Αγίου Δομίνικου, όπου και απεβίωσε την 25 Ιουλίου του 1453. Ετάφη σε αυτή τη μονή όπου και οι τάφοι των προγόνων του. Σύμφωνα με τον μεγάλο μας ιστορικό Γ. Ζολώτα, τα άσχημα σχόλια του Λεονάρδου εις βάρος αυτού του τόσο αδικημένου προμάχου επηρέασαν πολλούς σύγχρονους του. Αναφέρει δε σαν παράδειγμα τον Πάπα Πίο Β’, ο οποίος αφήνει μομφή γράφοντας «επληγώθη εις αυτήν την έφοδον (της Πόλεως) και καθώς είδε να εκρέη το αίμα του τόσον αφθόνως, διά μη φοβηθώσι και οι άλλοι, εζήτει τον ιατρόν κρυφά και απεσύρθη της μάχης. Εκείθεν κατήλθεν εις Πέραν έθεν απέπλευσεν εις Χίον, χωρίς καμμίαν δόξαν περάνας την ζωήν, είτε εκ των πόνων της πληγής, είτε εκ της ασθενείας. Ευτυχής θα ήτο αν εξέπνεεν εις τα τείχη επάνω» (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ – Τόμος Β΄, σελίδα 557)
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Συνταξιούχος Πλοίαρχος Ε. Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου