τοῦ Γεωργίου Αἰγινήτη, Ἀρχαιολόγου, Συνεργάτη τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Ἀρχιγραμματείας
Ὁμιλία στήν ἐκδήλωση τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τόν ἑορτασμό τῆς 25ης Μαρτίου.
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὡς ἐπιστέγασμα τῆς αὐγῆς καὶ ἀναγέννησης τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τοὺς πιὸ ἔνδοξους καὶ σπουδαίους σταθμοὺς τῆς ἱστορικῆς μας πορείας. Δὲν ἦταν μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λαός, μὲ τὸν πολιτισμό του καὶ τὴν ψυχή του ἀκέραια, ἀνακτᾶ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴν πολιτική του ὀντότητα μετὰ ἀπὸ μακρὰ περίοδο δουλείας ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία του, πραγματοποιώντας μερικῶς τοὺς σκοπούς του μὲ τὴν δημιουργία ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ σημασία τοῦ Εἰκοσιένα καὶ τῶν χρόνων ποὺ προηγοῦνται ἔγκειται, πιστεύω, στὸ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς δίνει ἱστορικὰ τὴν ἀπάντηση στὸ πῶς μπορεῖ νὰ συνυπάρξει στὸν νεώτερο κόσμο, αὐτὸν τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ τῶν δυτικῶν γιγάντων, κατορθώνοντας μὲ τρόπο θαυμαστό, καὶ μάλιστα ἔναντι ἑνὸς ἀντιπάλου συντριπτικὰ ἰσχυρότερου, ὅ,τι δὲν κατάφερε στοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς αἰῶνες, ὅπου ἡ αὐτοκρατορία του, παρὰ τὴν πνευματική ἀκμή της, ἐσωστρεφῶς καὶ ἀμήχανα, θὰ συρρικνωθεῖ καὶ θὰ καταρρεύσει ὁλότελα, θά ’λεγε κανείς, ὑπὸ τὸ βάρος τῆς τεράστιας κληρονομιᾶς της.
Ὅμως «ἡ Ἑλλὰς συνετάφη τῷ Χριστῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ τοῦθ’ ἕνεκα καὶ ἀνέστη ὡς ἐκεῖνος, οὗ τὸν σταυρὸν ἤρατο πρώτη»1. Ἡ πτώση τοῦ Βυζαντίου δὲν θὰ σημάνει καὶ τὴν κατάλυση τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τούς ἐξισλαμισμοὺς καὶ τὶς θυσίες. Ἀντιθέτως ἡ Ἱεραρχία της ἐπωμίζεται τώρα ἐθναρχικό ρόλο καὶ καθίσταται σκέπη τοῦ Γένους, μὲ τὸ Πατριαρχεῖο ὡς σύμβολο ἑνώσεως καὶ κέντρο ἐθνικῆς περισυλλογῆς μέσα στὸ εὐρύτερο διοικητικό δίκτυο τῶν κοινοτήτων τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Πατριάρχης ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν Σουλτάνο ὡς «πολιτικὸς» καὶ πνευματικὸς ἡγέτης τῶν ὑπόδουλων Ρωμιῶν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει τώρα ἐκτός ἀπό τὴν ποιμαντική της ἀποστολὴ καὶ κοσμικὰ καθήκοντα καὶ δικαιοδοσίες. Ἀντίστοιχα, ὁ ἱερέας ἐνσάρκωνε τὴν πνευματικὴ κεφαλὴ τῆς κοινότητας, ἑνός θεσμοῦ δηλαδὴ βυζαντινοῦ καὶ ἀπώτατα ἀρχαίου, ποὺ ἀναδεικνύεται στὰ χρόνια τῆς ὀθωμανοκρατίας σὲ ζωντανὸ συνεκτικὸ πυρήνα ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας.
Ἂν καὶ σὲ συνθῆκες δουλείας, ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ στοιχεῖο ἑνοποιητικὸ καὶ διαμορφωτικὸ τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, εἴτε αὐτὴ ἀποκαλεῖται «τὸ Ἑλληνικόν», εἴτε «γραικικόν», εἴτε «τὸ Ρωμαίικον», καθὼς ἤδη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰώνα καὶ εἰδικὰ μετὰ τὸ 1204, ὑποχωρεῖ ἡ οἰκουμενικὴ συνείδηση καὶ στὸ ἑξῆς ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀποκτᾶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀνοικτὰ ἐθνικὴ διάσταση. Κατά τὴ φράση τοῦ Κόντογλου, «Ἡ Ρωμιοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ἢ γιὰ νὰ ποῦμε καλύτερα, τὸ Βυζάντιο στὰ τελευταῖα του χρόνια στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ρωμιοσύνη». Μὲ τὴν ὀργάνωση λοιπὸν τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων, μὲ τὴν ἴδια τὴν ἐπιβίωσή του ἀπέναντι στοὺς ἐξισλαμισμούς, μὲ τὴν ἐκπαίδευσή του, μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ κοινοτικοῦ ἤθους, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα, μέσα στὴν τεράστια πολυεθνική περιοχή, ὅπου ἁπλώνεται τόσο ὁ μητροπολιτικὸς ὅσο καὶ ὁ παροικιακός Ἑλληνισμός, ἀποτελεῖ δύναμη ἐθνικῆς συνοχῆς ἔναντι ἀλλοθρήσκων καὶ ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία ὀρθώθηκε ὡς ὑπερασπιστικὸ τεῖχος, διακρατώντας τοὺς Ἕλληνες κατ’ οὐσίαν πνευματικὰ ἐλεύθερους, ἀναζωογονώντας τὴν παράδοση καὶ ἐνισχύοντας τὸ ἐθνικὸ ὅραμα.
Δέν μποροῦμε ἐδῶ νὰ μὴν παρατηρήσουμε πόσο μεγάλο χάσμα χωρίζει αὐτὴν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς μεσιτείας πρὸς τὸν κατακτητὴ ἀπὸ τὸ πῶς ἀντιλήφθηκε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία ὁ παπισμὸς στὴ Δύση, ὅπως ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς πολέμους τοῦ Ἰσλὰμ ἢ τῶν Σταυροφόρων. «Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ / καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, / ποὺ εἶχε στὰ μάτια της ψηφιδωτὸ τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης», καθὼς διατυπώνεται στὸν Σεφέρη. Καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θὰ σημειώσει: «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμίαν ἀπὸ ὅσας γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην.» «Σὰν μία βροχὴ ἦρθε σὲ ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας καὶ ὅλοι, καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ γραμματισμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, ὅλοι συμφωνήσαμε στὸν ἴδιο σκοπό.». Καὶ πράγματι, ἐνῶ ὅλα σχεδὸν τὰ σύγχρονα εὐρωπαϊκὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα εἶχαν ὡς στόχο τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἄρχουσα τάξη, ἐδῶ ὁ ἀγώνας συντελεῖται μὲ τὴν Ἱεραρχία πρωτοστατοῦσα.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα καὶ ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιὰ ἀνεξαρτησία ὡρίμασαν λοιπὸν ὡς κοινὸς καρπὸς τῆς συνυφασμένης ἑλληνικῆς ψυχῆς καί ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης τοῦ λαοῦ μας καὶ πραγματώθηκαν ὡς ἔργο, σὲ μεγάλο βαθμό, τοῦ Κλήρου. Κατὰ τὸν Φωτάκο, πρώτο ὑπασπιστὴ καὶ γραμματικὸ τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς πρωτογενεῖς πηγὲς τοῦ ἀγώνα, «πρῶτος ὁ κλῆρος ἐφάνη εἰς τὸν ἀγῶνα μὲ τὸν σταυρόν καὶ μὲ τὴν σπάθην εἰς τὰς χεῖρας διὰ νὰ σώσῃ τὸ πλανημένον ποίμνιον καὶ ὁδηγήσῃ αὐτό εἰς τὴν ἐλευθερίαν του φυσικῶς, πολιτικῶς καὶ θρησκευτικῶς· αὐτὸς ἐφύλαξε τὰ γράμματα καὶ τὴν γλῶσσαν. [...] Τίς δὲ δύναται νὰ κατηγορήσῃ τοιοῦτον θεόπεμπτον κλῆρον; Καὶ ὅμως μετὰ τὴν ἀλλαγὴν τῆς Τουρκικῆς δυναστείας ὅ,τι θέλει κανεὶς λέγει καὶ γράφει [...] καί [...] εἶπαν πολλὰ ἐναντίον του».
Μολονότι λοιπόν οἱ ἱστορικὲς μαρτυρίες δὲν εἶναι αὐθερμήνευτες, συνεξετάζοντας τὶς ἀμεσότερες πηγὲς τοῦ ἀγώνα ὅπως αὐτή, δηλαδὴ τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἴδιων τῶν ἀγωνιστών, ἀλλὰ καὶ τὶς διακηρύξεις, τὰ συντάγματα, τὶς ἐπιστολές καὶ τὸ λοιπὸ ἀρχειακὸ ὑλικό, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι συγκλίνουν στὸ κοινὸ αἴτημα «νὰ ζήσουν [οἱ Ἕλληνες] ὡς άνθρωποι ’ς αὐτὴ τὴν πατρίδα καὶ μ’ αυτήν τὴν θρησκείαν», κατὰ τὴν ἀπαράμιλλη διατύπωση τοῦ Μακρυγιάννη.
Σὲ ἄλλο ἔργο τοῦ Φωτάκου2 πάλι διαβάζουμε: «Εὐτυχισμένη ἦτον ἡ ἡμέρα τῆς ἐπαναστάσεως [...], διότι καὶ τότε, καὶ πρὸ χρόνων ἀκόμη τὸ Ἔθνος εἶχε καὶ τὸν θεόπεμπτον καὶ σεβάσμιον κλῆρον ὡς ὁδηγόν του. Οἱ λειτουργοὶ οὗτοι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου φρόντισαν καὶ ἡτοίμασαν τὸ Ἔθνος των διὰ νὰ ἐπαναστατήσῃ, ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν δεσπότην τῆς δουλείας του, τὸν κατακτητὴν τῶν ἐθνικῶν του δικαιωμάτων [...], ὅτι ἄνευ τούτων δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ ὑπάρξωμεν. Ἐσυμβούλευσε τοὺς ἀληθεῖς Χριστιανοὺς, τοὺς εὐλόγησεν, ἁγίασε τὰ ὅπλα των δημοσίως, καὶ ὕψωσε τὴν σημαίαν τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ Ἔθνους. Ἕκαστος δὲ κληρικὸς ἐπῆρε πλέον ὡς ἔργον τοῦ πολέμου νὰ παρευρίσκεται παντοῦ εἰς τὰ στρατόπεδα καὶ εἰς τὰ φροντιστήρια διὰ νὰ ἑτοιμάζῃ τὰ πολεμοφόδια, καὶ τὰς τροφὰς, ὄχι μόνον δι᾿ ἰδίων ἐξόδων καὶ θυσιῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια, ἄλλοι δὲ ἐξ αὐτῶν νὰ πολεμοῦν τὸν ἐχθρὸν τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος μαζύ μὲ τοὺς στρατιώτας, καὶ ἄλλοι πάλιν νὰ στέκωνται ἔμπροσθεν τοῦ Ὑψίστου καὶ νὰ ἐπικαλοῦνται τὴν ἐξ ὕψους βοήθειαν διὰ νὰ ἐνισχύσῃ τὸν στρατόν του.»
Καὶ συνεχίζει: «Οὕτως δὲ ἐνεργεῖτο ἡ Ἑλληνικὴ ἐπανάστασις ἀπὸ ὅλας τὰς τάξεις τῶν κληρικῶν, τῶν ἀρχιερέων δηλαδή, τῶν ἱερέων καὶ τῶν μοναχῶν τῶν μοναζόντων εἰς τὰ ἱερὰ καταγώγια [δηλ. καταλύματα], τὰ ὁποῖα ἔγιναν κοινὰ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τὴν ἐθνικήν.»
Γιὰ τὰ μοναστήρια οἱ ἱστορικὲς μαρτυρίες εἶναι ἐνδεικτικές: Στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου ὅλοι οἱ μοναχοί, περί τοὺς 70, ἦταν μέλη τῆς Φιλικῆς, καὶ πολέμησαν οἱ ἴδιοι τὸν Ἰμπραὴμ καὶ τὸ Δράμαλη μὲ ἀρχηγὸ τὸν Προηγούμενό τους. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Φωτάκος «ἦσαν ἱκανοὶ μόνοι των νὰ ἐπαναστατήσουν ἕνα κόσμον ὁλόκληρον», ἐνῶ τὰ καντήλια, ἀργυρὰ σκεύη καὶ ἀφιερώματα δόθηκαν «εἰς πληρωμὴν τοῦ ἑλληνικοὺ στόλου». Ἀπό τόν Σαμουὴλ στὸ Κούγκι ὣς τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀρκαδίου πολὺ ἀργότερα, τὰ μοναστήρια ὑπῆρξαν ἀληθινὰ «προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας» κατὰ τὸ Μακρυγιάννη, φρούρια καὶ ὁρμητήρια τοῦ ἀγώνα, κέντρα ἐφοδιασμοῦ καὶ τόπος περίθαλψης τραυματιῶν καὶ προσφύγων.
Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς τόλμησε νὰ ψάλλει πρῶτος τὸ «Ἀναστήτωσαν οἱ Ἕλληνες» καὶ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς στρατιῶτες, κρεμώντας ὁ ἴδιος τό σπαθί καί δίνοντας τὸ παράδειγμα στοὺς πολεμιστές. Ἀρκετοὶ ἱεράρχες καὶ ἁπλοὶ ἱερεῖς ὑπηρέτησαν μὲ πάθος στὰ ὅπλα ἀνδραγαθώντας στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ὅπως ὁ Ἕλους Ἄνθιμος καὶ ὁ Παροναξίας Ἱερόθεος, ὁ τελευταῖος φορώντας μάλιστα στρατιωτικὴ στολή. Ὁ Ἀρδαμαρίων Ἰγνάτιος εἶχε δικό του στρατιωτικὸ σῶμα ποὺ συντηροῦσε ἐξ ἰδίων, καὶ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ κάψει («τὴν μητρόπολιν», ποὺ μᾶλλον ἐδῶ πρέπει νὰ σημαίνει) τὸ ἐπισκοπεῖο του, γιὰ νὰ δείξει ὅτι «ὅτι διὰ νὰ ἐλευθερωθῶμεν δὲν πρέπει νὰ ἔχωμεν τίποτε, καὶ μετὰ τὴν ἐλευθερίαν πάλιν ἀποκτῶμεν». Ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Μεθώνης Γρηγόριος, καὶ ἀκόμη οἱ Γρηγόριος Δικαῖος-Παπαφλέσσας καὶ Ἀθανάσιος Διάκος εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ καὶ περιλάλητα ὀνόματα κληρικῶν ποὺ πρωτοστάτησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν ἐπανάσταση. Ἄλλοι διέτρεχαν «ἄνω καὶ κάτω» κατηχώντας καὶ διαδίδοντας τὰ τῆς Ἑταιρείας ὡς ἀπόστολοι τῆς Φιλικῆς, κι ἄλλοτε λειτουργώντας ὡς μεσολαβητὲς στὶς διαμάχες τῶν καπεταναίων, συνδράμοντας μὲ ὅ,τι μέσα διέθετε ὁ καθένας στὶς ἀνάγκες τοῦ πολέμου. Ἀνάλογη καὶ ἡ πολιτικὴ προσφορὰ τῶν κληρικῶν ποὺ στελέχωσαν τὶς πρῶτες τοπικὲς διοικήσεις καὶ Ἐθνοσυνελεύσεις, μὲ ἐξέχουσα μορφὴ τὸν Βρεσθένης Θεοδώρητο, πρόεδρο τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας. Ὁ Ταλαντίου καὶ μετέπειτα Ἀθηνῶν Νεόφυτος (Μεταξᾶς) ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα Ἱεράρχη τοῦ ἀγώνα τῆς ἐθνεγερσίας, ποὺ ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνα εὐδόκησε νὰ βρεθεῖ στὴν πρωτεύουσα τοῦ νέου κράτους, ὡς πρῶτος πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ὅπως γράφει τὸ 1832 ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὁ Ἰάκωβος Ρίζος (Νερουλός): «Ποσάκις καθ' ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τὸ ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἔδωκε δείγματα ἡρωικοῦ Χριστιανισμοῦ! ποσάκις ἀφειδήσαντες ἑαυτῶν οἱ σεβάσμιοι τῆς Ἐκκλησίας ποιμένες ἔθεντο τὰς ψυχὰς ὑπὲρ τῶν προβάτων! ποσάκις ἡ μειλίχιος τοῦ Εὐαγγελίου φωνὴ ἐνεθουσίασε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζομένους!»3
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Κλήρου στὴν Ἐπανάσταση ὑπῆρξε τόσο χαρακτηριστικὴ ποὺ φαίνεται ἀκατανόητη στὸν σύγχρονο Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγερο Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο (1786-1852), ἐπειδὴ ἀκριβῶς κάποιοι«Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι ἐκ τοῦ Κλήρου τῆς Ἀνατολῆς ἐφάνησαν ὁπλοφορούντες εἰς τὸ στάδιον τοῦ κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν πολέμου, φαινόμενον ὅλως μοναδικόν, ἀλλόκοτον καὶ ἀποτρόπαιον εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν». Ὁ Φωτάκος κατακρίνει μὲ δριμύτητα τέτοιες θέσεις, σημειώνοντας ὅτι«σφάλλουν μεγάλως εἰς τοῦτο, διότι θέλουν τὸν μοναχὸν νὰ μὴ ἔχῃ αἴσθημα ἀνθρώπου καὶ ἀγάπην εἰς τὴν πατρίδα του, ἄν καὶ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ρητῶς διδάσκει, ὅτι ὁ μοναχὸς χρεωστεῖ νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν σωτηρίαν ἑνὸς καὶ μόνον ἀνθρώπου, πολλῷ δὲ μᾶλλον διὰ τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ Ἔθνους του». Στὸ ἴδιο πνεῦμα ὁ Κοραῆς (Σάλπισμα Πολεμιστήριον, 1801) καλεῖ τοὺς Ἕλληνες νὰ πολεμήσουν«τοὺς ἀπανθρώπους καὶ σκληροὺς Τούρκους· ὄχι ὅμως ὡς Τοῦρκοι, ὄχι ὡς φονεῖς, ἀλλ' ὡς γενναῖοι τῆς ἐλευθερίας στρατιῶται, ὡς ὑπερασπισταὶ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος. [...] Σπλαγχνίσθητε τὸν ἥσυχον Τοῦρκον, ὅστις ζητεῖ τὴν σωτηρίαν του μὲ τὴν φυγήν, ἢ εὐαρεστεῖται νὰ μείνῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὑποτασσόμενος εἰς νόμους δικαίους, καὶ γευόμενος καὶ αὐτός τοὺς καρποὺς τῆς ἐλευθερίας [...]. Ἂς ἦναι ἡ ἐκδίκησις ἡμῶν φοβερά, ἀλλ' ἂς γένῃ μὲ δικαιοσύνην. Ἂς δείξωμεν εἰς τὸ ἄγριον τῶν Μουσουλμάνων γένος, ὅτι μόνη τῆς ἐλευθερίας ἡ ἐπιθυμία, καὶ ὄχι ἡ δίψα τοῦ φόνου καὶ τῆς ἁρπαγῆς, μᾶς ἐξώπλισε τὰς χεῖρας».
Ἀντιθέτως οἱ Τοῦρκοι μὲ τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης ἐξαπολύουν κατὰ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου ἄγριο διωγμὸ μὲ ἑκατόμβες θυμάτων στὴν περιοχὴ τῆς Πόλης καὶ πρῶτο θῦμα τὸν Πατριάρχη ἅγιο, Γρηγόριο Ε΄, «ὡς συνένοχον καὶ κύριον ὑποκινητὴν τῆς συνωμοσίας», ὅπως ἀναφέρει ἡ καταδίκη του, ἀλλὰ καὶ τὸν προκάτοχό του, Κύριλλο, ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀνδριανούπολη. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὴν γενναία ἄρνηση τοῦ Σεϊχουλισλάμη (δηλ. τοῦ ἀνώτατου θρησκευτικοῦ ἡγέτη τῶν μωαμεθανῶν) νὰ ἐγκρίνει τότε τὴν ἔκδοση φετφᾶ γενικῆς σφαγῆς, πράξη ποὺ πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του. Τέτοιες θηριωδίες τῆς ὀθωμανικῆς ἀντίδρασης, μὲ τὶς ἐκτελέσεις ἐπισκόπων καὶ Φαναριωτῶν, τὶς σφαγὲς τῆς Χίου καὶ τῶν Ψαρῶν, μᾶς προσγειώνουν στὸν μακρὺ κατάλογο τῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν πού συνέβαλαν μαρτυρικὰ στὸν φόρο τοῦ αἵματος.
Κατὰ τὴ μελέτη τοῦ Πέτρου Γεωργαντζῆ, σὲ σύνολο περίπου διακοσίων ἀρχιερέων κατὰ τὸν καιρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια, ἀποδεδειγμένα οἱ 81 εἶχαν μυηθεῖ στὴ Φιλική Ἑταιρεία. 73 ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στὸν ἀγώνα, 42 ὑπέστησαν σκληρὲς διώξεις, φυλακίστηκαν καὶ βασανίστηκαν, καὶ 45 «θυσιάσθηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία, εἴτε ἀπὸ βασανιστήρια καὶ θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε σὲ πολεμικὲς συρράξεις». Σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ ἐρευνητή, δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολή ἐὰν λέγαμε ὅτι ἡ παρουσία καὶ προσφορὰ τῶν ἀρχιερέων κρίνεται ἰσότιμη καὶ ἰσοβαρής μὲ ἐκείνη τῶν μεγάλων συναγωνιστῶν τους ὁπλαρχηγῶν.
Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐπίσης αὐτὴ ποὺ ἡγήθηκε τῶν προεπαναστατικῶν κινημάτων καὶ ἡ πρώτη ποὺ ὑφίστατο τὶς βαριὲς συνέπειες. Ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα ἀκόμα, ὅλη αὐτὴ τὴ δράση καὶ πορεία τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ κατακόσμησε τὸ πλῆθος τῶν νεομαρτύρων, ποὺ ἀνακαίνισε τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου, ἀνθοφορώντας στὴν ἔρημο τῶν χρόνων τῆς Ὀθωμανοκρατίας. Παντοῦ συναντᾶμε μιὰ δημιουργικὴ πνοὴ ποὺ συνδέει ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο μὲ τοὺς πρώιμους χριστιανικοὺς καὶ βυζαντινοὺς αἰῶνες. Τό κέντρο βάρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατανέμεται ὁμόρροπα σὲ πολλὲς ἑστίες. Ὄχι τυχαῖα, ἡ ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῶν κοινοτήτων τὸν 18ο αἰώνα θὰ συνοδευτεῖ, σὲ πανελλήνια σχεδὸν κλίμακα, μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση εὐρύχωρων τρίκλιτων βασιλικῶν, δηλαδὴ τὴν ἀναβίωση ἑνὸς παλαιοχριστιανικοῦ τύπου.
Καταλυτικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ Κλήρου στὴν προαγωγὴ τῆς παιδείας καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ γένους. Κάθε ἐκπαιδευτικὴ προσπάθεια ἐκκινεῖ καὶ τερματίζει μὲ κέντρο καὶ κατευθυντήρια γραμμὴ τὴν Ἐκκλησία. Ἱδρύονται σχολές ὅπου διδάσκονται καὶ μεταφράζονται ἕλληνες καὶ δυτικοὶ συγγραφεῖς, καί κληρικοί λόγιοι ἀναδεικνύονται σὲ πρωταγωνιστές του νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ. Οἱ Εὐγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ἰώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμὶν Λέσβιος, Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντᾶς, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Ἄνθιμος Γαζῆς, Νεόφυτος Βάμβας, συμπληρώνουν τὴν χορεία τῶν ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων.
Ὁ μεγάλος δάσκαλος καὶ ἐθναπόστολος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, θὰ γράψει στὰ 1779 «ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικά ἐποίησα, διακόσια διὰ κοινὰ γράμματα». Ὁ Γαζῆς (Λόγιος Ἑρμῆς, 1814-15) στὴν εἴδηση ὅτι τὰ μοναστήρια στὴν Ἀθήνα «ἐσύστησαν ἔτι καὶ φιλοσοφικὸν σχολεῖον» ἀναφωνεῖ: «Εἴθε νὰ ἐμιμοῦντο τὸ καλὸν τοῦτο παράδειγμα καὶ ὅλοι οἱ ἡμέτεροι Ἐκκλησιαστικοί! Καὶ τῇ ἀληθείᾳ τότε εὐδοκιμήσει τὸ γένος, ὅταν οἱ Ἱερεῖς φιλοσοφήσωσιν ἢ οἱ φιλόσοφοι ἱερατεύσωσιν». Καὶ πράγματι, ὅπως διαβάζουμε πάλι σὲ Λόγιο Ἑρμῆ τοῦ 1818, «ὁ ἔρως τῆς παιδείας ἀνάπτει ἔτι ἐπὶ μᾶλλον καὶ διαδίδεται εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν εἰς τὴν διάδοσιν αὐτήν συντελούντων μέσων αὐξάνει καθημερινῶς. Τὰ σχολεῖα πολλαπλασιάζονται, οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθῆκαι συστήνονται καὶ οἱ πλούσιοι ἔμποροι, πατριωτικῷ κινούμενοι ζήλῳ, ἀνοίγουσι προθύμως τοὺς θησαυρούς των [...] τὸ ἱερατεῖον συντρέχει καὶ συμβουλεύει καὶ ἡ κοινὴ Μήτηρ, ἡ μεγάλη Ἐκκλησία, εὐλογεῖ, ἐφορεύει καὶ διοικεῖ σοφῶς τῶν τέκνων της τὰ ἔργα».
Τὸ ἑπόμενο ἔτος (1819) τὸ περιοδικὸ χαιρετίζει μὲ ἐγκωμιαστικὰ λόγια καὶ «ὀφειλομένη ᾠδὴ» τὸν ἐνθρονισμὸ γιὰ τρίτη φορὰ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας ὅτι «μόνη ἡ παιδεία στερεώνει τὴν θρησκείαν εἰς τὰ ἔθνη», φρόντισε στὶς δύο πρῶτες πατριαρχεῖες του νὰ ἱδρύσει τυπογραφεῖο στὴν Πόλη, καὶ νὰ συμβάλει στὴν ἀνέγερση σχολείων ἑλληνικῶν «καθ’ ὅλον τὸ γένος». Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐκδίδεται συνοδικὴ ἐγκύκλιος, ὅπου ἐξαίρεται ἡ καθομιλουμένη διάλεκτος ὡς «χαρακτηριστικὸν τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ Χριστιανικοῦ γένους».
Σέ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας ἀναδεικνύεται σὲ φυτώριο πρωτοποριακῶν ἰδεών, στὶς ἀκρότητες τῶν ὁποίων ἤ, καλύτερα, σὲ μιὰ πιὸ κριτικὴ ἀφομοίωσή τους, ἀντέταξε φωτισμένους ἐκπροσώπους ὅπως τοὺς ἁγίους Νικόδημο Ἁγιορείτη, Ἀθανάσιο Πάριο, καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρᾶ, ποὺ ὑπῆρξαν καὶ οἱ γνήσιοι ἐκφραστὲς τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ὅλες αὐτές οἱ δημιουργικὲς ζυμώσεις καὶ τὰ πνευματικὰ ρεύματα συγκλίνουν τελικὰ στὴν ἑνιαία κοίτη τῆς ἐθνεγερσίας, ἢ ὅπως θὰ γράψει ὁ Φωτάκος «κανεὶς καὶ ἀπ’ αὐτούς ἔξω τοῦ ἐθνικοῦ κύκλου δὲν ἐβάδισεν», καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὡς θεσμὸς τοῦ νεοσύστατου κράτους δημιουργεῖται ὡς ζωντανός καρπὸς τοῦ διαφωτισμοῦ.
Μὲ αὐτὴν τήν συνεκτική, παιδευτική, κοινωνική, οἰκονομική, ἀγωνιστική καί θυσιαστική συμβολή του, ὁ Ἱερὸς Κλῆρος καὶ σύνολη ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς αἰώνια κιβωτός τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πορεύτηκαν στὴν παλιγγενεσία. «Αὐτεῖνοι οἱ ἀγαθοὶ καὶ δίκαιγοι, τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οἱ γενναῖγοι ’περασπισταὶ τῆς λευτεριᾶς, μὲ πατριωτισμόν, μὲ καθαρὴ ἀντρεία, μ’ ἀρετὴ κι ὄχι δόλον κι ἀπάτη ἐπλούτηναν τὴν ἀνθρωπότη ἀπὸ αὐτά· κι ἂν ἦταν αὐτεῖνοι φτωχοὶ εἰς τὰ προσωρινὰ καὶ μάταια, εἶναι πλούσιοι πολὺ εἰς τὰ ’στορικά τοῦ κόσμου.» Ἀκόμη βαθύτερα, ἡ Ὀρθοδοξία ἐδῶ ἐκφράζει ἕναν ἐσώτερο ψυχικό δεσμό, «τὸ χαμένο κέντρο» γιὰ τὸν Ζήσιμο Λορεντζάτο, ποὺ διαποτίζει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Μακρυγιάννη καὶ καθὼς μαρτυρεῖ καὶ ὁ Σεφέρης «εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μιᾶς φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα –εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ’21».
Σημειώσεις
1 Καθὼς γράφει στὰ 1863 ὁ Ἐπαμεινώνδας Φραγκούδης, Κύπριος λογοτέχνης καὶ καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βουκουρεστίου.
2 Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν καὶ τῶν ἔξωθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον ἐλθόντων κληρικῶν, στρατιωτικῶν καὶ πολιτικῶν τῶν ἀγωνισαμένων τὸν ἀγῶνα τῆς Ἐπαναστάσεως (Ἐν Ἀθήναις, 1888).
3 Δ. Σ. Μπαλᾶνος, «Αἱ ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους θυσίαι τοῦ Κλήρου κατὰ τὴν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821», Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου