Ἀριθ. Πρωτ.: 275 Ἐν Χίῳ τῇ 28ῃ Φεβρουαρίου 2012
Ἀριθ. Διεκπ.: 91
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 4
Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ' ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀγαπητοί μου
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν,
ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως
τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων,
γενομένης παρά τῶν ἀειμνήστων
Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως
Μιχαήλ καί τῆς μητρός αὐτοῦ Θεοδώρας,
ἐπί Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καί ὁμολογητοῦ Μεθοδίου»
Μέ τούς λόγους αὐτούς ὁ ἱερός Συναξαριστής, πηγή γραπτή, ἄμεση τῆς φιλολογικῆς γραμματείας τῶν Βυζαντινῶν χρόνων, ὁρίζει, προσδιορίζει καί καθορίζει τό ἱστορικό περιεχόμενο τοῦ σημερινοῦ ἑορτασμοῦ.
Σήμερα ἑορτάζουμε τήν Ὀρθοδοξία, σήμερα ἑορτάζουμε τό «πατροπαράδοτον σέβας», σήμερα ἑορτάζουμε τήν «Μητέρα εὐσέβειαν».
Γεννᾶται, ὅμως, εὔλογα τό ἐρώτημα: Γιατί ἡ Ἐκκλησία, ὁ ἀκλόνητος στῦλος καί τό ἀπερίσειστο ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, ὅρισε ὡς ἑορτασμό πού δίδει ὑπόσταση στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πίστη τό γεγονός τῆς διακηρύξεως γιά τήν ἀναστήλωση καί τιμητική προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως ἀποφασίσθηκε τόσο ἀπό τήν ἐν Νικαίᾳ ἁγία Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἡ καταληκτήρια συνεδρία της ἔλαβε χώρα στή Βασιλεύουσα, τήν «τοῦ Κωνσταντίνου Πόλιν», τό παλάτιον τῆς Μαγναύρας τό 787 καί «εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, εἰ καί ὁ ἐχθρός τά ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται», ὅσο καί ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 843 ;
Γιατί δέν ἐπελέγη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, ἡ μητρόπολη αὐτή τῶν ἑορτῶν;
Γιατί δέν προκρίθηκε ἡ λαμπροφόρος Ἀνάσταση, «ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων»;
Γιατί δέν ὁρίσθηκε ἡ ἁγιοπνευματική Πεντηκοστή;
Ἡ ἀπάντηση δίδεται ἀπό τήν βαθύτερη ἑρμηνεία τοῦ ἱστορικοῦ ὅρου «ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων», πού πέραν καί πάνω ἀπό ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό γεγονός τοῦ «νῦν» τῆς τελέσεώς του, συνιστᾶ ἕνα αἰώνιο θεόσδοτο χάρισμα στό «ἀεί» τῆς ἐπενεργείας του.
Μέ τήν πανσοφία, τήν παντοδυναμία καί τήν παναγαθότητα ἡ Τρισήλιος Θεότητα ἐποίησε «πάντα ὁρατά τε καί ἀόρατα». Εἰς τό μέσον τοῦ φυσικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου ἐδημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἡ κατακλείδα καί κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Τήν ὑπέροχη θέση του μέσα στόν κόσμο φανερώνει ἰδαιτέρως ὁ διαφορετικός τρόπος, κατά τόν ὁποῖο ἐδημιουργήθηκε.
Ὁ Θεός, κατά τή χριστιανική κοσμογονία, διαβουλεύεται πρός τόν Ἑαυτόν Του γιά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. «Καί εἶπεν ὁ Θεός : ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Ἡ ἔννοια τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» ἀναφέρεται στόν «ἔσω ἄνθρωπον», τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο διότι ὁ Θεός εἶναι ἀσχημάτιστος, ἄφθαρτος καί ἀσώματος. Αὐτό συνίσταται στή λογικότητα, μέ τήν ὁποία ὁ Δημιουργός ἐπροίκησε τήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί στό ἀπαραίτητο συμπλήρωμά της, τό αὐτεξούσιον, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται σέ προσωπικότητα ἠθική, ἐπιδεκτική κάθε προόδου καί δυναμένη νά καταστεῖ «κοινωνός θείας φύσεως».
Τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», κατά τούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες, εἶναι ὁ τελικός στόχος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἐφικτός μέ τήν προσοικείωση τῆς ἁγιότητας, ὄχι μέ τήν βία καί ἐξ ἀνάγκης ἀλλά αὐτοπροαίρετα καί ἐλεύθερα.
Μετά τήν πτώση, «παρακούσας ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ κτίσαντος αὐτόν καί τῇ ἀπάτῃ τοῦ ὄφεως ὑπαχθείς, νεκρωθείς τοῖς οἰκείοις αὐτοῦ παραπτώμασιν», ἔχασε τήν χάρη πού τόν κρατοῦσε στήν προπτωτική κατάσταση μέ τήν δυνατότητα τῆς ἀναμαρτησίας καί τῆς ἀθανασίας, διετήρησε, ὅμως, τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρωμένο καί τραυματισμένο, ἀλλά ὄχι νεκρό καί ἀνεπανόρθωτα ἀχρειωμένο. «Εἰκών εἰμί τῆς ἀρρήτου δόξης σου εἰ καί στίγματα φέρω πταισμάτων».
Ἐπειδή ὁ Δημιουργός, «Θεός ἐλέους, οἰκτιρμῶν καί φιλανθρωπίας ὑπάρχει», «οὐκ ἀπεστράφη τό πλάσμα Του εἰς τέλος, ὅ ἐποίησεν ὁ ἀγαθός, οὐδέ ἐπελάθετο ἔργου χειρῶν Του» ἀλλά «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη, μορφήν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης Αὐτοῦ». Ἀπό τήν Ἕνωση τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἡ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσα ἡμῖν ὡραιότης» ἐξυψώθη ὅσον ποτέ ἄλλοτε καί κατέστη «κοινωνός θείας φύσεως». Αὐτή ἡ ἀναστήλωση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. «Ὅθεν, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵν᾿ ὡς εἰκών ὤν τοῦ Πατρός τόν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ» (Μέγας Ἀθανάσιος). Ἀπό αὐτό καθίσταται σαφές γιατί οἱ Πατέρες, στίς εἰκονοκλαστικές πλάνες, εἶδαν ἀκριβῶς μία ἀκύρωση τοῦ Μυστηρίου τῆς Σωτηρίας, καθώς ἡ δυνατότης ἐξεικονίσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καθιστοῦσε τό Μυστήριο τῆς Παλιγεννεσίας τοῦ ἀνθρώπου μία ἀναντίρρητη πραγματικότητα λυτρώσεως καί σωτηρίας.
Αὐτήν τήν πραγματικότητα ζοῦμε μέσα στήν μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μᾶς ἀναστηλώνει, μᾶς ὑψώνει καί μᾶς ἀναβιβάζει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ πατρικὲς εὐχὲς
† Ὁ Χίου Μᾶρκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου