Θεολογία καί τέχνη συμπορεύονται ἐξ ἀρχῆς συζυγεῖς καί ἀλληλένδετες μέσα στήν Ἐκκλησία. Τίς συναντᾶμε ἑνωμένες στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ ἱερέα, τοῦ ἱεροψάλτη, τοῦ ἐμπνευσμένου ἁγιογράφου καί τῶν ὑπολοίπων καλλιτεχνῶν, ἀλλά καί σέ αὐτό ἀκόμα τοῦ ἀφοσιωμένου θεολόγου ἐκπαιδευτικοῦ. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας Βασίλειος Τατάκης, ἔργο τοῦ χριστιανοῦ θεολόγου εἶναι «νά στολίσει μέ τά μέσα τοῦ στοχασμοῦ, νά ἀναπτύξει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, νά τήν ἐκφράσει καί αὐτός, ὅπως τήν ἐκφράζει καί ὁ ποιητής, ὁ ζωγράφος, ὁ ἀρχιτέκτονας, μέ τά δικά του ὁ καθένας μέσα, ὅπως ὁ ἁπλός πιστός μέ τή ζωή του». Ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη ἀπετέλεσε βασική συνιστῶσα τῆς λειτουργικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη χριστιανική Ὁμολογία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει τόν Θρίαμβό της στήν ἀναστήλωση ἀκριβῶς τῶν ἱερῶν Εἰκόνων. Ἐξίσου ἐνδεικτικά, οἱ ἔννοιες τοῦ λόγου καί τῆς εἰκόνος συνιστοῦν τίς πλέον εὐρύτατες σέ θεολογικό πεδίο.
Ὑπό αὐτή τήν ἄποψη, ὁ Χριστός καί σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ κατεξοχήν καί ὄντως θεολόγος, ἡ ἀρχή, τό τέλος καί τό πλήρωμα τῆς θεολογίας, ὅπως εἶναι καί ὁ τελειότερος καλλιτέχνης, ἤ ἀριστοτέχνης, κατά τήν πατερική ἔκφραση, ὡς Κτίστης καί Δημιουργός. Ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος στίς Ὁμιλίες του εἰς τήν Ἑξαήμερον, «ὁ κόσμος τεχνικόν ἐστι κατασκεύασμα, προκείμενον πᾶσιν εἰς θεωρίαν, ὥστε δι’ αὐτοῦ τήν τοῦ ποιήσαντος αὐτόν σοφίαν ἐπιγιγνώσκεσθαι». Δέν πρέπει νά παραγνωρίζουμε τό γεγονός ὅτι ὀνομάζουμε ἀκριβῶς τή συλλογή τῆς μοναστικῆς σοφίας Φιλοκαλία. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί Γέροντες εἶδαν τό κάλλος τοῦ κτιστοῦ κόσμου ὡς ἔμμεση εἰκόνα καί δημιουργικό ἀποτέλεσμα τῶν θείων προσωπικῶν Ἐνεργειῶν, καί ταύτισαν τή γνώση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐμπειρία τῆς θεωρίας τοῦ «νοητοῦ κάλλους» τοῦ Δεσποτικοῦ Προσώπου. Σύμφωνα μέ τίς πολύτιμες διδαχές τους, ἡ φυσική θεωρία, δηλαδή ἡ θεογνωσία διαμέσου τῆς κτίσεως, σέ συνδυασμό μέ τήν πρᾶξιν, δηλαδή τήν ἄσκηση, ὁλοκληρώνονται στήν Θεολογία, πού σημαίνει ἐδῶ τήν ἄμεση θέαση, ἐμπειρία καί γνώση τοῦ ἀκτίστου λόγου τῶν θείων Ἐνεργειῶν.
Ἕνα ἔργο τέχνης μαρτυρεῖ περί τοῦ προσώπου τοῦ δημιουργοῦ του, ὅπως καί περί τῆς ὑποστάσεως τῶν εἰκονιζομένων, ἄν πρόκειται γιά Ἱερά Πρόσωπα. Ἐπειδή κάτι τέτοιο ὑπερβαίνει κάθε ἀντικειμενική γνωστική προσέγγιση, γι’ αὐτό καί ἡ τέχνη ἐνεδύθηκε τόση σημασία μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα δέν ἔμεινε νοησιαρχικά φιλοσοφική, ἀλλά ἔγινε βιούμενη θεολογία ὥς ὕμνος, προσωδία, λατρεία, διάκοσμος καί Εἰκόνα. Ἐπειδή ἀκριβῶς πηγάζει ἀπό, καί ἀπευθύνεται στόν ὅλον ἄνθρωπο, ἡ τέχνη ὑπῆρξε πάντοτε ἡ ἀρτιώτερη καί πληρέστερη ἔκφραση τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου. Ὡς τέτοια, καθίσταται ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῶν ὑπολοίπων ἀκολουθιῶν καί μέσῳ αὐτῆς συνεκφαίνονται οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως. Σχεδόν ἀπό συστάσεώς της ἡ Ἐκκλησία οἰκειώθηκε καί διαχειρίστηκε τόν λόγο τῆς τέχνης σέ μιά ποικιλότροπη καί πολυεπίπεδη σημαντική, γιά νά ἐκφράσει τό κοινό βίωμα καί νά ὑπηρετήσει τήν λειτουργική, μυστηριακή ζωή καί λατρευτική πράξη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Μεταχειρίστηκε ἀπ’ ἀρχῆς τήν τέχνη τῆς ποίησης καί τοῦ μέλους μέ θεολογική ἐνάργεια, ἀλλά καί τή γλώσσα τοῦ ζωγράφου, γιά νά πεῖ τήν ἴδια ἀλήθεια μέ τόν χρωστήρα, καί ἐπίσης αὐτή πού ἀποτυπώνει στό σχέδιο καί στά ὑλικά του ὁ ἀρχιτέκτονας, καθώς μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ καλλιτεχνική εἰκόνα γίνεται ἔκφραση τῆς πίστεως καί διαρκής ἀναφορά στήν Δημιουργία καί τήν Ἐνσάρκωση, καθώς καί τῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνακαινισμοῦ τῶν πάντων ἐν Χριστῷ, μέσῳ τῶν ὁποίων δικαιώνεται ἡ σύμπασα κτίση καί τό κάλλος τοῦ κόσμου.
Αὐτή ἡ παρουσία τῆς τέχνης στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν περιορίζεται μόνο σέ εἰκαστικό καί ποιητικό πεδίο, ἀλλά συνίσταται ἐξίσου στήν ἱερά διακόσμηση τῆς θείας λατρείας μέσῳ τῶν λειτουργῶν τῆς ἱερωσύνης, τήν εὐταξία τῶν ἱερῶν δρωμένων, τήν ροή τοῦ λόγου μέσῳ τῆς προσωδίας καί τοῦ μέλους. Ἐντοπίζεται ἀκόμη καί στήν λειτουργική καί θεολογική ἀγωγή τῶν παιδιῶν καί τῶν ἐφήβων διαμέσου τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί τῆς ἐκπαίδευτικῆς διδασκαλίας.
Ἡ μοναδική αὐτή κατάφαση τῆς Ὀρθοδοξίας πρός κάθε τομέα τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργικότητας ἀνέδειξε τήν Ἐκκλησία μας ὄχι μόνο σέ δημιουργό τέχνης, ἡ ὁποία σφράγισε ὁλόκληρες περιόδους τῆς ἱστορίας καί τῆς δισχιλιετοῦς ζωῆς της, ἀλλά ἐπιπλέον σέ κιβωτό τῆς κοσμικῆς κλασικῆς παιδείας, γραμματείας καί καλλιτεχνικῆς παράδοσης ἀνά τούς αἰῶνες.
Μέ ὅλους αὐτούς τούς τρόπους, Θεολογία καί Τέχνη ἀνέκαθεν ἀπετέλεσαν δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους ἐκφράσεις ἑνός κοινοῦ βάθους. Ἡ καλλιτεχνική γλώσσα διατυπώθηκε ὡς εἰκονογραφική καί τεχνοτροπική θεολογία, ὅπως ἀντιστοίχως καί ἡ Θεολογία, ὡς ὀντολογία καί «φιλοσοφία πρώτη», ἀποτελεῖ «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», κατά τήν προσφιλῆ ἔκφραση τῶν σχολιαστῶν τοῦ Ἀριστοτέλους. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά παραχαράσσεται καί νά ἀλλοιώνεται τό ἴδιο ἀπό τήν εἰκόνα ὅπως καί μέ τόν λόγο.
Οἱ Εἰκονοκλάστες ἀκριβῶς ἀντιμάχονταν τίς ἱερές ἀπεικονίσεις, γιατί ἀδυνατοῦσαν νά συλλάβουν τό θεολογικό περιεχόμενο τῆς εἰκόνας καί τοῦ προσώπου, καταλήγοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο νά ἀρνοῦνται τίς ἀλήθειες τῆς ἐνανθρώπησης καί τῆς δημιουργικῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου μας. Σέ ἀπάντηση, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θα σημειώσει : «Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ, προσκυνῶ δέ τόν τῆς ὕλης Δημιουργόν, τόν ὕλην δι’ ἐμέ γενόμενον καί ἐν ὅλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καί δι’ ὕλης τήν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον, καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται». Ἡ ἴδια πεφωτισμένη μαρτυρία θά διατυπωθεῖ περίτρανα στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἀναφέρεται χαρακτηριστικά ὅτι «οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν, καί τούς Αὐτοῦ Ἁγίους, ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι».
Πηγή: Ι.Μ.Χίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου