ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓ. ΚΑΡΑΤΖΑ
Θεολόγου – Καθηγητή
του 4ου Γυμνασίου Χίου
Ομιλία που εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Kοιμήσεως Θεοτόκου Χαλκειούς Χίου στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών. Τετάρτη 30-1-2013
Σεβαστέ πατέρα, κύριε Αντιδήμαρχε, κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι, κύριε Πρόεδρε του Τοπικού Συμβουλίου Χαλκειούς, κύριοι Τοπικοί Σύμβουλοι, κύριε Διευθυντά του Σχολικού Κέντρου Καμποχώρων, κύριοι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητές μαθήτριες και μαθητές, κυρίες και κύριοι˙ κάθε χρόνο τέτοια μέρα, οι άνθρωποι των γραμμάτων, και ειδικότερα όσοι εμπλεκόμαστε στη μαθησιακή διαδικασία, δάσκαλοι και μαθητές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, τιμάμε τους Τρεις μεγάλους Ιεράρχες και οικουμενικούς διδασκάλους, τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα (τον γνωστό σ’ όλους μας Άγιο Βασίλη), τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο ή Ναζιανζηνό και τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Φέτος, μάλιστα, συμπληρώνονται 169 χρόνια από τότε που με απόφαση της η τότε Σύγκλητος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε την 30η Ιανουαρίου, εκτός από ημέρα τιμής και μνήμης των Τριών Ιεραρχών, και ως ημέρα των ελληνικών Γραμμάτων. Επιπλέον, τη σημερινή μέρα τιμάμε και όλους όσους έχουν διατελέσει δάσκαλοι, καθηγητές, δωρητές και ευεργέτες των σχολείων μας.
Δυστυχώς, αγαπητοί μου, η φετινή εορτή των τριών μεγάλων Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και προστατών της Ελληνορθόδοξης παιδείας συνέπεσε να εορτάζεται μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής αναταραχής, που προκαλεί η συνεχώς τα τελευταία χρόνια διογκούμενη παγκόσμια κρίση, μια κρίση όχι μόνο οικονομική, όπως πολλοί τη θεωρούν, αλλά κυρίως και πρωτίστως ηθική, κοινωνική και πολιτισμική, μια κρίση αξιών, η οποία φυσικά δεν έχει αφήσει ανέγγιχτη ούτε τη χώρα, αλλά ούτε και την παιδεία μας. Γι’ αυτό το λόγο, σήμερα, έκρινα σωστό και επιτακτικό να μην αναφερθώ στη ζωή, τις σπουδές και το συγγραφικό έργο των Τριών Ιεραρχών(όλα αυτά είναι σε όλους μας λίγο πολύ γνωστά και χιλιοειπωμένα), αλλά να επικεντρωθώ στην κοινωνική τους δράση σε περιόδους δύσκολες, παρόμοιες με εκείνη, που βιώνουμε σήμερα σαν κοινωνία.
Οι τρεις αυτοί Άγιοι, παρόλο που έζησαν 1700 περίπου χρόνια πριν, οφείλουμε όλοι μας ακόμη και σήμερα να τους έχουμε ως παραδείγματα και άξια πρότυπα προς μίμηση, γιατί δεν έμειναν στη θεωρία, αλλά παρουσίασαν ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Αυτό πρωτίστως οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν συνειδητοποιήσει ότι, όσο πιο πολύ προσεγγίζει κάποιος το Θεό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει και πλησιάζει τον συνάνθρωπό του. Μετά από σκληρό, δύσκολο και γεμάτο εμπόδια πνευματικό αγώνα είχαν πετύχει να ριζώσει στην καρδιά τους η θεϊκή εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, την οποία και έμπρακτα τήρησαν στη συνέχεια. Γι’ αυτούς ο κάθε άνθρωπος αποτελούσε μία, μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα. Ήταν εικόνα του Θεού.
Ας γνωρίσουμε, όμως, τώρα την κοινωνική δράση του καθενός από τους Τρεις Ιεράρχες ξεχωριστά.
Θα ξεκινήσουμε, φυσικά, από τον Μέγα Βασίλειο (330 – 379), τον ταπεινό Αρχιεπίσκοπο της Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο οποίος υπήρξε το κλασικό πρότυπο της χριστιανικής κοινωνικής δράσης. Με δικά του χρήματα οικοδόμησε το 370 μ. Χ. την περίφημη «Βασιλειάδα», πού είναι ένα από τα σπουδαιότερα παραδείγματα οργανωμένου κοινωνικού φορέα. Επρόκειτο για μια πραγματική πόλη αγάπης και φιλανθρωπίας, στην οποία αντιμετωπιζόταν κάθε ανθρώπινη στέρηση. Σ’ αυτήν υπήρχε μεγάλος αριθμός οικοδομημάτων, μεταξύ των οποίων νοσοκομείο για τους ασθενείς, καθώς και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες για την παροχή κάθε είδους βοήθειας προς τους ξένους, τους φτωχούς και όσους άλλους βρίσκονταν σε κάποια ανάγκη. Αξίζει να σημειώσουμε, ακόμη, ότι στη «Βασιλειάδα» παρέχονταν τροφή, περίθαλψη και προ παντός αγάπη, αληθινή και ανιδιοτελή σε περίπου 30.000 δυστυχείς ανθρώπους.
Ο Μέγας Βασίλειος βοήθησε επίσης και στην ίδρυση και άλλων νοσοκομείων και πτωχοκομείων, τα οποία βρίσκονταν γύρω από την περιοχή της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ένα από αυτά ήταν για την περίθαλψη των λεπρών. Θεωρείται μάλιστα το πρώτο νοσοκομείο του είδους αυτού από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος ο Μέγας Βασίλειος, παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, έδινε το χέρι του στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε και ο ίδιος προσωπικά. Σιγά – σιγά ο Άγιος οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Σε μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Μέγας Βασίλειος στηλίτευσε τη δράση των μαυραγοριτών, οι οποίοι θέλησαν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους. Οργάνωσε συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους, σώζοντας έτσι χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.
Από την πλευρά του, ο άλλος σπουδαίος Ιεράρχης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354–407), στην γενέτειρά του, την Αντιόχεια, όπου αρχικά ήταν διάκονος και πρεσβύτερος, συντηρούσε τρεις χιλιάδες χήρες, πολλούς ασθενείς, αλλά και εκείνους πού τους είχαν κλείσει στις φυλακές. Και αυτό το έκανε, γιατί όταν κάποτε, που ήταν χειμώνας, περνούσε από την πόλη της Αντιόχειας αντίκρισε το «ελεεινό και θλιβερό θέαμα» των φτωχών που κατοικούσαν σ’ αυτή, και οι οποίοι ήταν παρατημένοι στην αγορά χωρίς καμιά κοινωνική μέριμνα. Επεδίωξε, έτσι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του να εξαλείψει την κοινωνική ανισότητα, ώστε να μην υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί.
Αλλά και ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως στη συνέχεια, ο Χρυσόστομος οικοδόμησε νοσοκομεία, στα όποια τοποθέτησε ως προσωπικό δύο ευλαβείς πρεσβυτέρους, καθώς επίσης και γιατρούς, μάγειρες και αναγνωρισμένης τιμιότητας αγάμους εργάτες, για να μπορούν απερίσπαστοι οι πρώτοι να περιθάλπτουν τους ξένους, εκείνους πού βρίσκονταν στην πόλη και σε περίπτωση ασθένειας δεν είχαν κάποιον να φροντίζει γι’ αυτούς.
Η κοινωνική δράση του Χρυσοστόμου στη Βασιλεύουσα περιελάμβανε, επίσης, πάρα πολλούς τομείς, όπως ήταν η κηδεμονία των χηρών, η περίθαλψη των ασθενών, η βοήθεια προς τους πονεμένους, η φροντίδα εκείνων που βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, καθώς και η επίσκεψη στις φυλακές. Υποστήριζε, ακόμη, κάθε έναν που τον αδικούσε η πολιτική εξουσία, όταν εκείνη αυθαιρετούσε.
Μόλις ο Χρυσόστομος ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πούλησε τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής προς όφελος των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της. Διέκοψε άμεσα τη διοργάνωση επισήμων και πλουσίων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονόμησε οργάνωσε συσσίτια για 7.000 φτωχούς ημερησίως.
Αλλά και ο τρίτος της Αγίας παρέας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός (329-390), που το 379 μ. Χ αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε με λόγια και έργα για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους πεινασμένους, και να περιορίσει το κακό και την αδικία μέσα στην κοινωνία, δείχνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος στις ανάγκες του λαού. Ο ίδιος όλη του την περιουσία την δώρισε στην Εκκλησία της Ναζιανζού, για την διακονία των φτωχών.
Πίστευε ο Άγιος Γρηγόριος ότι ο λαός δεν διδάσκεται τόσο με τα λόγια, όσο με το παράδειγμα, τη σιωπηλή παραίνεση, όπως το χαρακτήριζε. Γι’ αυτό προέτρεπε το ποίμνιό του σε κοινωνική δράση με τα εξής λόγια: «Ας καθαρίσουμε, λοιπόν, τους εαυτούς μας με την ελεημοσύνη και ας τους λευκάνουμε, άλλοι όπως το μαλλί, άλλοι όπως το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία πού θα δείξει ο καθένας μας... Ενόσω είναι ακόμα καιρός, δηλαδή βρισκόμαστε στην παρούσα ζωή, ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον υπηρετήσουμε, ας Του δώσουμε τροφή, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε στο σπίτι μας, ας Τον τιμήσουμε...». «Ας απλώσουμε τα χέρια μας, όχι στον ουρανό, αλλά στα χέρια των φτωχών».
Στην περίπτωση, βέβαια, του Γρηγορίου δεν έχουμε την οργανωμένη εκδήλωση της φιλανθρωπίας των δύο άλλων Ιεραρχών. «Βασιλιάδες» και «συσσίτια Χρυσοστομικά» δεν μας παρουσίασε ο Άγιος Γρηγόριος. Αυτό το φαινόμενο έχει διπλή εξήγηση, γιατί, αφενός ο Γρηγόριος ήταν φύση στοχαστική, θεωρητική και αφετέρου αφιέρωσε τη ζωή του περισσότερο σε αγώνες εναντίον των αιρετικών της εποχής του.
Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι και οι Τρεις Ιεράρχες, πιστοί στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί δικαιοσύνης, πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την επικράτηση της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, καλλιεργώντας το κοινωνικό – κοινοτικό πνεύμα και πολεμώντας, με πάθος κάθε τάση ατομικισμού ως διαστροφή της ουσίας της χριστιανικής κοινωνικής διδασκαλίας και του χριστιανικού τρόπου ζωής. Αντιτάχθηκαν, έτσι, σε κάθε μορφή αδικίας, πήραν εμπράκτως το μέρος των φτωχών και των αδυνάτων, τους οποίους θεωρούσαν ότι ήταν «θύματα» των πλουσίων εκείνων που δεν έκαναν σωστή χρήση του πλούτου τους ή δεν τον αποκτούσαν με νόμιμα μέσα. Διατυπώνοντας μάλιστα και υψηλές κοινωνικές αρχές, αποδείχτηκαν τολμηρότεροι και ριζοσπαστικότεροι απ’ όλους τους εκφραστές των συγχρόνων κοινωνικών συστημάτων (κομμουνισμού, σοσιαλισμού κ. λπ.).
Από αυτά, πού με συντομία παραπάνω εκθέσαμε, γίνεται φανερό πως η πνευματική ζωή και η κοινωνική δραστηριότητα των Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι πιστά υπηρέτησαν τον Θεό και τον άνθρωπο, προσφέροντας λύσεις στα προβλήματα του κόσμου, τους καταξίωσαν στην συνείδηση του λαού, ως τα αιώνια πρότυπα αγάπης και κοινωνικής προσφοράς.
Αξίζει πιστεύω να προβληθούν ως πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς για τη νέα γενιά, και όχι μόνο, οι τρείς, αυτές σημαντικές προσωπικότητες από το πλούσιο τρισχιλιετές και πλέον ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού. Οφείλουμε να αντλήσουμε και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο δύσκολο παρόν που βιώνουμε σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία τόσο από τη ζωή και τη δράση τους, όσο και από το χαρακτήρα και το έργο τους.
Όλοι μας θα πρέπει να φροντίσουμε έτσι ώστε οι τρεις Ιεράρχες να εμπνέουν την σκέψη, την ζωή και την δράση μας μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Θεανθρώπινος οργανισμός που είναι, με κεφαλή το Χριστό και σώμα τα πιστά μέλη της, κι όχι σαν απομίμηση ανθρωπιστικών οργανώσεων τύπου Unicef, Γιατρών του Κόσμου κ. λπ., δεν θα πρέπει να πάψει ούτε μια στιγμή να αγαπά, να αγωνίζεται και να εργάζεται τόσο με τα διάφορα φιλανθρωπικά της ιδρύματα, όσο και με κάθε ενορία ξεχωριστά για τον πονεμένο συνάνθρωπό μας, καταθέτοντας τη μαρτυρία της στο σύγχρονο κόσμο, προς δόξα Κυρίου και ωφέλεια των πιστών και όχι μόνο. Άλλωστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία η προσφορά ανιδιοτελούς αγάπης δεν κάνει διακρίσεις φύλου, καταγωγής και θρησκείας για το που θα δοθεί.
Ωστόσο, κλείνοντας, είναι λυπηρό το γεγονός ότι τέτοιες προσωπικότητες μεγάλου και παγκοσμίου βεληνεκούς, όπως εκείνες των Τριών Ιεραρχών έχει γίνει τα τελευταία χρόνια προσπάθεια να μπουν στο περιθώριο από διαλυτικούς του κοινωνικού ιστού και της εθνικής μας ταυτότητας παράγοντες. Έχει εξοβελιστεί, για παράδειγμα, από το νέο βιβλίο των Θρησκευτικών της Γ΄ Γυμνασίου, ίσως γιατί ενοχλεί κάποιους (άραγε ποιους;) με τα λεγόμενα και τις πράξεις του, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Έχει, επίσης, ελαχιστοποιηθεί σε σχέση με παλαιότερα η παρουσία των πατερικών κειμένων στα σχολικά εγχειρίδια. Μήπως ήρθε η ώρα τέτοιου είδους λυπηρά φαινόμενα να σταματήσουν; Μήπως ήρθε η ώρα να ανακοπούν οι ενέργειες εκείνες που ως κεντρικό στόχο έχουν να διχάσουν τους Νεοέλληνες και βίαια να τους αποκόψουν από τις ρίζες και τη μακραίωνη εθνική τους παράδοση, ειδικά τώρα που ως κοινωνία οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι τραγικές;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου