ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ......
Αφέθηκα στην αγκαλιά της θάλασσας το καλοκαίρι του 1961. Από τότες, καθημερινά, άκουγα, απίστευτες ιστορίες για κυκλώνες και φουρτούνες. Οι αφηγήσεις ξεπερνούσαν τα όρια λογικής και της φαντασίας. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Είχες και το δούλεμα των γερό- θαλασσόλυκων να σε πειράζουν θυμίζοντας σου πως, αν δε περάσεις μια ντουζίνα κυκλώνες, ναυτικός ε νογάσαι! Πέρναγε ο καιρός, στους ωκεανούς και τις θάλασσες του κόσμου, μα τίποτα το παράδοξο. Μπάρκα, μακροχρόνια. Βαπόρια παλιά με ταχύτητες που δεν ξεπέρναγαν τα οκτώ με εννιά μίλια την ώρα, και αυτά με γαλήνια θάλασσα και πρύμο τον καιρό.
Τα ταξίδια τις πιο πολλές φορές ξεπέρναγαν τον μήνα , καμιά φορά και τους δυο. Μετά, τρεις , τέσσερις και πέντε μήνες ράδα . Άντε τώρα να είσαι κατακαλόκαιρο, άροδο στον περσικό. Η λαμαρίνα να καίει, και τριανταπέντε ψυχές να βλέπουν τις στεριές, μέσα από την τρύπα του μακαρονιού, μια και με τα κιάλια ήταν αόρατες . Χαμογελώ πικρά στη σκέψη κάποιου αδαή αναγνώστη, για το αν είχαμε αιρκοντίσιον στο καράβι. Η αρχή της αρμυρής πορείας μου, είχε πολλά κοινά με τον Οδυσσέα.
1961 - Το πρώτο μπάρκο της καριέρας μου
το εικονιζόμενο π/κ ''Γεώργιος Κονιώρδος''
Για να μη χάσω την παράδοση της ράτσας, ξεκίνησα σε Λαγκαδούσικα καΐκια. Έκαμα σε δυο – τρία από δαύτα. Συνέχισα στο πρώτο σιδερένιο σκαφίδι που ήρθε στην Ελλάδα το «Όστρακο». Θαρρώ πως ήταν σκαρωμένο το 1906 . Άνοιξα παρτίδες με τους ωκεανούς, με τα γνωστά Λίμπερτυς το 1964. Ναυτολογήθηκα, σε πλοίο, ηλικιακά , 4- 5 χρόνια, πιο μεγάλο από εμένα.
Το Θρυλικό μότορσιπ '' ΟΣΤΡΑΚΟ ''
Το πρώτο Ελληνικό σιδερένιο σκαρί του Αιγαίου
Ένα σκουριασμένο, κινούμενο φέρετρο, όλο τρύπες και ρήγματα. Που μυαλό και φόβος για τον κίνδυνο. Το μόνο καλό που είχαν τότε οι καιροί, ήταν η μακροχρόνια παραμονή στα λιμάνια. Αργούσες να πατήσεις στεριά, αλλά άμα πατούσες, ξεχνούσες να φύγεις. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είχαν περάσει είκοσι επτά μήνες στη θάλασσα χωρίς τίποτα σημαντικό. Είχαμε φορτώσει μινεράλι από κάποιο λιμάνι της ανατολικής Αυστράλιας. Προορισμός η Yokohama. Είχαμε περάσει τις Φιλιππίνες, όταν από το μηχανοστάσιο ενημέρωσαν ότι ή στάθμη νερού της σεντίνας του Νο 5 αμπαριού, αυξάνονταν με ανεπίτρεπτο ρυθμό. Κατεβήκαμε στο αμπάρι. Πράγματι σε δυο νομείς, υπήρχαν ρήγματα στην εξωτερική λαμαρίνα του πλοίου. Χωρίς χρονοτριβή, αρχίσαμε τη γνώριμη εργασία μας. Καλουπώσαμε .... Κάναμε χαρμάνι με ταχείας πήξεως τσιμέντο και μίγμα από το φορτίο, μετά από κάμποσες ώρες όλα ήταν έτοιμα.
Πλοίο τύπου Λίμπερτυ (Ζωγραφιά μου)
Σαν ανέβηκα στη γέφυρα για βάρδια, αδίπλωτος ανθυποπλοίαρχος τότε, είδα τον καπετάνιο και τον ασυρματιστή σκυμμένους πάνω στο χάρτη. Ήταν στενοχωρημένοι και σκεπτικοί. Ο μαρκόνης, μου ψιθύρισε στο αυτί, ότι ο καπετάν Παναής, δεν ήθελε να αλλάξει πορεία και πήγαινε ντουγρού να σπάσει τα μούτρα του πάνω στον καιρό. Μάταια προσπαθούσαν Γραμματικός και Πρώτος Μηχανικός να του αλλάξουν γνώμη. Ανένδοτος ο καπετάνιος . Επέμενε ότι παρά τις προβλέψεις, ο καιρός θα στρίψει και θα κάνει τόπο να περάσουμε ακούνητοι. Αυτή ήταν η απάντηση του.
Πλήρωμα καταστρώματος s/s '' SAN LORENZO''
1964 Το πρώτο πλοίο της αρμυρής πορείας μου
Η άπνοια που επικρατούσε, δεν προϊδέαζε του τι θα συνέβαινε σε λίγο. Κάποια στιγμή, άρχισε να συννεφιάζει. Ένα απαλό αγεράκι, άρχισε να πνέει δειλά. Παρέδωσα βάρδια μα δεν έφυγα από τη τιμονιέρα. Σιγά - σιγά ο αγέρας δυνάμωνε και το γέρικο σκαρί άρχισε να υποφέρει. Στον ορίζοντα, υπήρχε ένα άνοιγμα στον ουρανό... η πύλη της κολάσεως . Κατακόκκινο σαν αίμα. Έλαμπε, λες και το φώτιζαν χιλιάδες προβολείς. Αρχίσαμε να σφαλίζουμε πόρτες και φιλιστρίνια. Πήγαμε στις καμπίνες μας να προστατέψουμε τα λιγοστά υπάρχοντα μας και ξανά – ανεβήκαμε στη γέφυρα όλοι, εκτός από τη βάρδια της μηχανής.
Από φόβο μη σηκώσει κανένα μουσαμά των αμπαριών, ανάψαμε όλους τους προβολείς που φώτιζαν το κατάστρωμα. Η θάλασσα χόντραινε. Ο αγέρας ούρλιαζε. Εμείς όλοι, ζωσμένοι με τα σωσίβια, άφωνοι, γαντζωμένοι στα ρέλια, στοιβαγμένοι δεξιά - αριστερά στις βαρδιόλες ή μέσα στη γέφυρα. Άκουγε ο ένας τους κτύπους της καρδιάς του άλλου ή ψιθυρισμό προσευχών από ασπρομάλληδες της αρμυρής βιοπάλης.
Περνούσαν οι ώρες μαρτυρικά. Η παλινδρομική μηχανή, με κόπο ανεβοκατέβαζε τα ποδάρια της. Οι ατμοί του μηχανοστασίου έβγαιναν από τα σπιράγια λες και είχε πιάσει πυρκαγιά. Κάποια στιγμή, ο μαρκόνης, είπε στον καπετάνιο πως η Αθήνα μας είχε στη λίστα.....Κανείς όμως δεν έδωσε σημασία. Άρχιζε να χαράζει η μέρα μα εμείς όλοι εκεί, με μια σκέψη στο μυαλό και κοινή αγωνία .
Ξάφνου ένα τεράστιο κύμα, σκέπασε όλη την αριστερή πλευρά του καρυδότσουφλου μας.Ο Γδούπος, συνοδεύτηκε από θόρυβο σπασμένων σιδερικών. Στρέψαμε με απόγνωση τις κεφαλές και είδαμε την μια από τις δυο σωσίβιες βάρκες τσακισμένη να χάνετε παρασυρμένη από τα κύματα. Το επόμενο τεράστιο κύμα, ξήλωσε όλους τους ανεμοδόχους .
Θεέ και κύριε....! Η λογική σταματούσε, αδύναμη να παραδεχτεί την εικόνα που έβλεπαν τα μάτια. Μετά από τόσα χρόνια, στο τέρμα της ζήσης μου, σας περιγράφω τη φρίκη. Σήκωνα την κεφαλή και έβλεπα τις κορυφές των κυμάτων να ξεπερνούν κατά πολύ τα άλμπουρα. Σαν άρχιζε το γέρικο σκαρί να ανεβαίνει, αναρωτιόμουν... Άραγε αυτή τη φορά θα φτάσει εκεί που τελειώνει η θάλασσα και αρχίζει ο Θεός ; Από εκεί πάνω, με δέος έβλεπα το απίστευτο βάθος μεταξύ των δυο κυμάτων αναρωτιόμουν, άραγε θα φτάσουμε εκεί κάτω για θα τουμπάρουμε ; Κάθε τόσο τα S.O.S που παίρναμε θύμιζαν πως δεν είμαστε μόνοι στην κοσμοχαλασιά. Ένας - ένας οι συνάδελφοι άρχισαν να κουράζονται και να ξαπλώνουν στο πάτωμα. Είχαν σβήσει πριν έρθει ο χάρος να ζητήσει τη τυραννισμένη τους ψυχή . Μονολογούσαν πικραμένοι, «Μαζί με το ρημάδι θα πάμε στον πάτο». Καμιά ελπίδα σωτηρίας από τη μοναδική σωσίβια βάρκα. Ούτε στην ανύπαρκτη ελπίδα δεν πιστεύαμε πια. Κάποια στιγμή , στις ώρες της απελπισίας, ο Μαρκόνης με φώναξε στο radio room. Τρεκλίζοντας, ζύγωσα απορημένος, τι να με θε άραγε; Πρόσεξα το πρόωρα γερασμένο πρόσωπο του και ας ήταν ένα εικοσιεπτάχρονο παιδί. Τα μάτια του κατακόκκινα, κλαμένα. Σαν έφτασα σιμά του, άπλωσε δειλά το χέρι και μου έδωσε ένα φάκελο. Να ζήσεις μου είπε» και έβαλε τα κλάματα ! Απορημένος άνοιξα το διπλωμένο χαρτί τηλεγραφήματος. Ζήτησε συγνώμη που ήταν γραμμένο στο χέρι , «Να τα εκατοστίσεις Παιδί μου - Η Μητέρα σου» ....... Έφερα το χαρτί στο πρόσωπο μου.
Το μούσκεψαν. Το μάτωσαν. Το έκαψαν τα καυτά δάκρυα μου. «Μάνα μου» φώναξα κλαίγοντας δεν θα με ξαναδείς! Γύρισαν όλοι απορημένοι και με κοίταγαν . «Κουράγιο, μη λυγίζεις έχει ο Θεός». «Είχε χθες τα γενέθλια του» .... Άκουσα τον μαρκόνη να τους λέει ... «Βρε τη δόλια του τη μάνα, τον έχει ένα και μονάκριβο». «Είναι μοναχογιός και μοναχοπαίδι» «Πουτάνα θάλασσα.....!» Σύρθηκα στο Chartroom. Μέσα στη γενική αναστάτωση, πείρα ένα μολύβι και άρχισα να γράφω τα τελευταία μου λόγια , σε μια σελίδα των Notice to Mariners......
ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Συννέφιασε και άρχισε ο χαλασμός
έφτασε η αρχή του τέλους
είναι φρικτό να είσαι νέος όλο ζωή,
και να ξέρεις σίγουρα
πως σε λίγο θα πεθάνεις.
Σταλιά – σταλιά, κυλά το δάκρυ,
καυτό στα φλογισμένα μάγουλα.
Αργά – αργά κυλά και σμίγει σμίγει
με τον ιδρώτα και την αρμύρα.
Και εσύ κλαις βουβά. Πικρά.....!
Όχι από φόβο της ζωής του φεύγει φεύγει
μα για το άδικο .................
Να έκλεισες μόλις χθες,
τα εικοσιένα σου χρόνια
και σήμερα, στην κοσμοχαλασιά
να περιμένεις το θάνατο... !
Κάθεσαι στη βαρδιόλα μοναχός
και σκέπτεσαι πως το κύμα κύμα
που μπρός σου ορθώνεται φοβερό
θα γίνει μνήμα σου χωρίς σου χωρίς σταυρό.
Ακούς τον αγέρα να ουρλιάζει
γνωρίζοντας πως είναι ο χάρος
που κοντά του σε καλεί ..........
Κοντά του σε κράζει....... !!!!!
Μιχάλης Γ. Καριάμης
4 Νοεμβρίου 1967
(TYPHOON IMMA – South China Sea)
Φωτο αυτής της εποχής
Στη μνήμη των αξέχαστων συναδέλφων του κύματος και στους ελάχιστους που ζουν ακόμα για να νοιώσουν τον σημερινό εξευτελισμό την απαξίωση και την απαράδεκτη σημερινή κατάντια από το ανίκανο και ανάλγητο γκουβέρνο μας.
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Πλοίαρχος Ε. Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου