Του Δημήτρη Κοκκινάκη -Φαρμακοποιού
Eισαγωγή
Η χρήση της μαστίχας για θεραπευτικούς σκοπούς ήταν διαδεδομένη τουλάχιστον από τον δεύτερο αιώνα π.Χ.(Bιβλ. 1) Η διάδοση της χρήσης της συνέχιστηκε με επιτυχία και στα χρόνια του Βυζαντίου.(Bιβλ. 2) Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα το εμπόριο της μαστίχας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο γνώρισε μεγάλη άνθιση (Bιβλ. 3) καθώς και χρήσεις πέραν των ιατροφαρμακευτικών. (Bιβλ. 4) Το πέρασμα από τη Μεσαιωνική Φαρμακευτική Τέχνη στην Αναγεννησιακή συνοδεύτηκε τα χρόνια που ακολούθησαν από την εξέλιξη διαφόρων βιβλίων, όπως των Antidotarium για παράδειγμα, προς μια οπτική περισσότερο επιστημονική και απαλλαγμένη από μυθικές περιγραφές για τις χρήσεις των φυτικών, των ζωικών ή άλλων ουσιών στον χώρο της υγείας. Η προσπάθεια της απαλλαγής από τα μυθοπλαστικά στοιχεία των Μεσαιωνικών γραπτών κειμένων οδήγησε με την έλευση της τυπογραφίας στην οργάνωση των βιβλίων των Φαρμακοποιιών και μάλιστα των επονομαζόμενων Pharmacopoea Universalis.(Bιβλ. 5,6,7) Σε αυτές αναγράφονταν και διασταυρώνονταν ένα πλήθος φαρμακοτεχνικών γνώσεων από τα συγγράμματα των διαφόρων Ευρωπαϊκών Φαρμακοποιιών της εποχής. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να φέρει στο φως και να δείξει, παράλληλα με τις Φαρμακοποιίες Universalis, μέσα από τις Ελληνικές και Ευρωπαϊκές Φαρμακοποιίες του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, την ευρύτατα διαδεδομένη χρήση της μαστίχας της Χίου εκείνη την εποχή, κάτι που παραμένει άγνωστο και απόλυτα λησμονημένο μέχρι σήμερα.
EΛΛHNIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Ξεκινώντας από τις Ελληνικές Φαρμακοποιίες θα πρέπει να επισημάνω, ότι ο πρώτος σταθμός είναι το 1818, χρονολογία εκτύπωσης της πρώτης ανεπίσημης Φαρμακοποιίας της Ελλάδος από τον Διονύσιο Πύρρο το Θετταλό. Ο Πύρρος, ο οποίος είχε πολύπλευρη μόρφωση, εκτός των άλλων σπούδασε Ρητορική, Αστρονομία, Άλγεβρα, Τριγωνομετρία στη Χίο και είχε μυηθεί και στην Ιατρική. Ο ίδιος αναφέρει ότι ήθελε να μείνει στη Χίο, όπου μάλιστα το 1806 είχε φτιάξει μια ουράνια σφαίρα από χαλκό σχηματίζοντας πάνω της όλους τους αστερισμούς και τους αστέρες, τελικά όμως πείσθηκε να μείνει στην Αίγινα. Η ύλη της «Φαρμακοποιίας Γενικής», όπως τιτλοφορείται το έργο του, βασίζεται στο έργο των «...νεότερων σοφών χημικών και φαρμακοποιών συγγραφέων της Ευρώπης...» καθώς και στο σύγγραμμα του «...σοφού χημικού Βρουνατέλιου...».(Bιβλ. 8) Ο Βρουνατέλιος δεν είναι άλλος από τον Ιταλό Luigi Brugnatelli, γνωστό συγγραφέα βιβλίων χημικού (Bιβλ. 9) και φαρμακευτικού περιεχομένου.(Bιβλ. 10) Το βιβλίο της Φαρμακοποιίας του Πύρρου, το πρώτο κατά σειρά από τα τρία ιατρικά συγγράμματα τα οποία τύπωσε, δεν μπορεί κάποιος να πει εξετάζοντάς το, ότι είναι αυστηρά και καθαρά φαρμακευτικού περιεχομένου. Το σύγγραμμά του περιλαμβάνει εκτός από τα απαραίτητα στοιχεία για την παρασκευή φαρμακευτικών συνταγών και άλλες πληροφορίες για κατασκευές οι οποίες δεν σχετίζονται με την Φαρμακευτική Επιστήμη, αλλά με την Αλχημεία. Όπως οδηγίες για την παρασκευή μπαρούτης κ.α. (Bιβλ. 8)
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αναφορά του στη μαστίχα. Η μαστίχα αναφέρεται ως απαραίτητο συστατικό στην παρασκευή ενός βερνικιού ή «αλειφής δια το χάλκωμα», με το οποίο οι Χαλκογράφοι άλειφαν τα χαλκώματα. Σκόνη της μαστίχας μαζί με λινέλαιο τοποθετούνταν σε μια γυάλινη φιάλη. Το μείγμα αυτό ζεσταινόταν μέχρι να διαλυθεί καλά. Αφού κρύωνε το βερνίκι που σχηματιζόταν το μετέθεταν «...εις άλλο αγγείον δυνατώτερον και στερεώτατον». Κατόπιν οι Χαλκογράφοι με το βερνίκι άλειφαν τα χαλκώματα και μετά χύνοντας πάνω σε αυτά «οξυσηπτονικόν (ασημόνερον)» προκαλούσαν την επιθυμητή διάβρωση στο μέταλλο του χαλκού, πράγμα που επέτρεπε την εκτύπωση χαρτών και εικόνων πάνω στην επιφάνειά του. Ο Πύρρος σημειώνει ότι το βερνίκι της μαστίχας μπορούσε να αναμιχθεί και με διάφορες βαφές, κάτι που ήταν συνηθισμένο στην Ευρώπη. Ύστερα από την επάλειψη διαφόρων «ταβλάδων» με μαστίχα φτιαγμένων από «...χάλκωμα ή ορείχαλκον, ή απλώς λευκόν τενεκέν» ζωγράφιζαν αυτές τις επιφάνειες και τις έψηναν σε φωτιά ή σε φούρνους «...και ούτω τους πωλούσιν εις ημάς με μεγάλην τιμήν».1(Bιβλ. 8)
Το έργο του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού ακολουθεί η «Ελληνηκή (sic) Φαρμακοποιία» του 1835. Βασισμένη σε Λατινικά και Γαλλικά χημικοφαρμακευτικά κείμενα παρέχει πληροφορίες για ένα πλήθος σκευασμάτων. Η μαστίχα κατέχει εξέχουσα θέση, αφού χρησιμοποιείται α) σε αλοιφές, όπως η Απλή Πεπτική Αλοιφή,2 β) ως υλικό για έμπλαστρα: Έμπλαστρον Οξυκρόκου,3 Έμπλαστρον Πεπτικόν4 και στο Έμπλαστρον Φυσωδικόν Διαρκές5 γ) σε καταπότια : Kαταπότια Διηλέκτρου6 δ) σε κόνεις: Κόνις Διαρροδών7 καθώς και ε) σε τροχίσκους τους επονομαζόμενους Οσμητικούς.8 Επίσης στην Φαρμακοποιία αυτή, η οποία εκδόθηκε στη Σμύρνη, γίνεται αναφορά στο Σύνθετο Οινόπνευμα της Μαστίχης9 καθώς και στο Οleum destilatum mastiches ή Μαστιχέλαιο Στακτόν. (Bιβλ. 11)
Δυο χρόνια αργότερα μετά την «Ελληνηκή (sic) Φαρμακοποιία» τυπώνεται η πρώτη επίσημη Φαρμακοποιία του Ελληνικού κράτους το 1837 στην Αθήνα. Σε αυτή την προσπάθεια συμμετείχαν ο Αυλικός Φαρμακοποιός Σαρτώριος Ιωσήφ, ο Βασιλικός Φαρμακοποιός Λάνδερερ Ξαυέριος και ο γιατρός Βούρος Ιωάννης. (Bιβλ. 12) Ο Ιωάννης Βούρος υπήρξε ο προσωπικός γιατρός του Βασιλιά Όθωνα. (Bιβλ. 13) Όπως πιστοποιεί το βιογραφικό της διατριβής του ήταν Χίος: “natus, sum anno MDCCCV in Archipelaghi insula Chio”, «γεννήθηκε το 1805 στη νήσο Χίο του Αρχιπελάγους». (Bιβλ. 14) Η στενή σχέση του με τη Χίο δε θα μπορούσε να κάνει τον Βούρο να μην συμπεριλάβει τη μαστίχα στην ύλη της πρώτης επίσημης Φαρμακοποιίας της Ελλάδος: “Arbor Asiae minoris, in primis in insula Chio culta. Resina aestate siccissima sponte, praecipae vero ex cortice tronci et ramorum inciso in lacrymis stillans ac jole induratus. Sint grana difformia, jubellucida, splendentia, coloris et albo citrini, odoris, praesertim accensa, suaris balsamici, saporis amaruscoli. In oleo Terebintinae facile, in Alcohole pro iuxima parte solvenda”,δηλαδή, «Δέντρο της Μικράς Ασίας το οποίο καλλιεργείται κατεξοχήν στη νήσο Χίο. Από το στέλεχος και τα κλαδιά του σταλάζει σε δάκρυα η μαστίχα, μια ρητίνη που σκληραίνει στον ήλιο και ξηραίνεται ακόμη περισσότερο το καλοκαίρι. Σχηματίζει δάκρυα διαφορετικά σε σχήμα, υποδιαφανή, στιλπνά, λευκοκίτρινα, ευώδη, μάλιστα όταν καίγονται, υπόπικρα. Διαλύονται στο Τερεβινθέλαιο εξ ολοκλήρου, στην Αλκοόλη κατά το μεγαλύτερο μέρος». (Bιβλ. 12)
Παράλληλα με την πρώτη έκδοση της επίσημης Φαρμακοποιίας της Ελλάδος τυπώνεται και μια από τις πρώτες διατιμήσεις φαρμάκων από το Βασιλικό Ιατρικό Συμβούλιο το 1838. Σε αυτήν συναντάει κανείς την τιμή με την οποία πουλιόταν η μαστίχα εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με τη Διατίμηση των φαρμάκων του 1838 μια ουγγιά μαστίχας πουλιόταν 60 λεπτά και το διάλυμα Spiritus mastiches compositus - το Σύνθετο (οινο)πνεύμα μαστίχας - 40 λεπτά η ουγγιά (Bιβλ. 15) γεγονός που την κατατάσσει ως μια από τις πιο ακριβείς δρόγες εκείνης της εποχής. Να σημειώσω, ότι αυτή η μικρή σχετικά σε όγκο Φαρμακοποιία αποτελεί μια εξαιρετική δουλειά που ακόμη και σήμερα μπορεί να εκτιμηθεί από οποιονδήποτε Φαρμακοποιό. Η δεύτερη επανέκδοσή της έγινε το 1868 με προσθήκες τις οποίες επιμελήθηκε ο Ξαυέριος Λάνδερερ, (Bιβλ. 16) γνωστός για τη μεγάλη συνεισφορά του στις θετικές επιστήμες της νεοσύστατης Ελλάδος μέσω των συγγραμμάτων του.
BPETANIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Πριν να περάσω στις Αγγλικές Φαρμακοποιίες κρίνω απαραίτητο να διευκρινίσω ότι οι Ευρωπαϊκές Φαρμακοποιίες του πρώτου μισού του 19ου αιώνα συχνά τιτλοφορούνταν από τις πόλεις ή τις περιοχές, όπου τα φάρμακα τα οποία πρότειναν κυρίως έβρισκαν χρήση. Έτσι για παράδειγμα, όπως μπορεί να διαπιστωθεί, υπάρχει η Φαρμακοποιία του Λονδίνου (Bιβλ. 17) ή της περιοχής της Σαξoνίας (Bιβλ. 18) που βρίσκεται Νοτιοδυτικά του Βερολίνου της Γερμανίας. Επίσης μπορεί να συναντήσει κάποιος και εθνικές ονομασίες στις λέξεις του τίτλου, όπως της Ισπανικής Φαρμακοποιίας, (Bιβλ. 19) κάτι το οποίο συμβαίνει και στις σημερινές ονομασίες των διαφόρων επίσημων βιβλίων κάθε κράτους που συμβουλεύονται οι Φαρμακοποιοί, τις Φαρμακοποιίες. Οι Φαρμακοποιίες μπορούσαν να είναι επίσης ατομικές, όπως του Ιταλού Campana, (Bιβλ. 20) ή ομαδικές, όπως ο Γαλλικός Codex, (Bιβλ. 21) όπου συμμετείχε μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων στη σύνταξη και στη συγγραφή του. Επίσης η χρήση της Λατινικής, απαραίτητης γλώσσας για την περιγραφή των ιατροφαρμακευτικών τεκταινόμενων, αν και έχει αρχίσει σταδιακά να υποχωρεί, δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε χρήση. Οι σχετικές με τη μαστίχα συνταγές που εντάσσονται στο χρονικό διάστημα 1800-1850 και περιλαμβάνονται σε αυτό το άρθρο στην θεματική ενότητα των Ευρωπαϊκών Φαρμακοποιιών, είναι συνταγμένες σε αυτή την γλώσσα, όπου αναφέρονται αναλυτικά και οι συνώνυμες ονομασίες των σκευασμάτων. Όσον αφορά τις ποσοτικές αναλογίες των συνταγών αναφέρονται αυτές οι οποίες είναι παραδεκτές κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις Ευρωπαϊκές Φαρμακοποιίες, για τις οποίες βιβλιογραφικές πληροφορίες μπορεί κάποιος να εξετάσει μέσα από τις Φαρμακοποιίες Univer-salis.
Στην Αγγλία η χρήση της μαστίχας είναι γνωστή από πολύ παλιά. Ήδη το 1758 αναφέρονται τα καταπότια της Lady Webster,10 που αν και ήταν καταχωρημένα στη Φαρμακοποιία του Παρισιού, (Bιβλ. 22) παρέμειναν για περισσότερο από εκατό χρόνια γνωστά στην Αγγλία για την ικανότητά τους να διεγείρουν την όρεξη. (Bιβλ. 23) Το δέντρο της μαστίχας αναφέρεται σε τέσσερις Φαρμακοποιίες του Λονδίνου από το 1829 (Bιβλ. 24) μέχρι το 1837 (Bιβλ. 17, 25, 26) και σε μια Σκοτσέζικη, την Pharmacopea Edinburgensis του 1813. (Bιβλ. 27) Ο Samuel Frederick Gray γράφει για την μαστίχα: «Λαμβάνεται με εντομή από την Pistacia lentiscus· είναι τονωτική, απολυμαντική και μασιέται για να γλυκάνει την αναπνοή και να σταθεροποιεί τα δόντια», (Bιβλ. 28) “Obtained, by incision, from Pistacia lentiscus; tonic, detersive, and chewed to sweeten, the breath and fasten the teeth”. Επίσης ο Gray στα σχόλιά του πάνω στη Λονδρέζικη Φαρμακοποιία του 1831 προσθέτει δυο συνταγές στις οποίες η μαστίχα ήταν απαραίτητη και χρησιμοποιούταν από τους Βρετανούς Φαρμακοποιούς εκείνο τον καιρό: το Βάμμα μαστίχας.11 Η Τinctura, δηλαδή το βάμμα αυτό της μαστίχας, ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα σκευάσματα της Pistacia lentiscus var. chia στην χρονική περίοδο 1800-1850. Απαραίτητη για την παρασκευή του βάμματος ήταν η καλύτερη ποιότητα δακρύων “electi”, όπως προϋποθέτει το Λατινικό κείμενο, σε αναλογία ένα προς οκτώ μέρη με την Αλκοόλη. (Bιβλ. 29) Στην ρητίνη του μαστιχόδεντρου και συγκεκριμένα στη μαστιχίνη αναφέρονται και άλλοι συγγραφείς, σε βιβλία που δεν σχετίζονται άμεσα με τις Φαρμακοποιίες, όπως o Hooper το 1848. (Bιβλ. 30)
BEΛΓIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Στις Φαρμακοποιίες που εκδόθηκαν στις πόλεις της Αμβέρσας (Bιβλ. 31) και της Χάγης (Bιβλ. 32) υπάρχει αναφορά στο σχίνο. Ο Swediaur στην Βελγική έκδοση του έργου του Pharmacopoeia Μedici Pratici Universalis αναφέρεται στις οδοντιατρικές δυνατότητες της χρήσης της μαστίχας συνιστώντας την στους πονόδοντους με τη βοήθεια του Liquor ad odontalgiam.12 Επίσης στο σύγγραμά του συγκαταλέγει το Βάμμα μαστίχας για το οποίο προτείνει μια διαφορετική ποσοτική παρασκευή. (Bιβλ. 33) (Επειδή το έργο του Swediaur εκδόθηκε πρώτα στη Γαλλία σε σχέση με τη μεταγενέστερη Βελγική έκδοση θα εξετάσουμε κάποιες άλλες συνταγές στην παρακάτω ενότητα που αφορά τη Γαλλία). Η Φαρμακοποιία του Van Mons μιλάει για το Μαστιχέλαιο, Oleum mastiches13 (Bιβλ. 34) το οποίο χρησιμοποιούνταν «...ως στυπτικό για να σταματήσει τους έμετους, μετά από επάλειψη πάνω στην περιοχή του στομάχου», “...come astrigente et arrêtant les vomissemens, en friction sur la region de l’ estomac”. (Bιβλ. 35) Για γαστρεντερικά προβλήματα αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν το προϊόν αυτό της απόσταξης της μαστίχης και ο Jourdan. (Bιβλ. 6)
Στην Βελγική έκδοση του Manuelle de Matière Médicale του Edwards και Vavasseur επισημαίνεται ότι η μαστίχα συμμετείχε σε πολλά φαρμακευτικά παρασκευάσματα, “Il était très-employé autrefois, et entrant dans la composition de beaucoup de preparations officineles” καθώς και ότι ήταν αποτελεσματική στις χρόνιες καταρροές και στις διάροιες, “il pourrait être utile dans les catarrhs chroniques, les diarrhées...”. Eπίσης στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ένα άλλο παρασκεύασμα με βάση τη μαστίχα, το Πνεύμα μαστίχης σύνθετον14 (Bιβλ. 36). Για να παρασκευαστεί, απαραίτητη ήταν η ύπαρξη από ένα μέρος Μαστίχας, Ολιβάνου, Μύρρας και εικοσιτέσσερα μέρη Αλκοόλης. Οι ουσίες θα έπρεπε να αφεθούν, ώστε να διαλυθούν στην Αλκοόλη για εικοσιτέσσερις ώρες και μετά να γίνει η απόσταξη της συνιστώμενης ποσότητας δυο μερών, “Post horas viginti quatuor macarationis destillent partes duae”. (Bιβλ. 5) Η συγκεκριμένη συνταγή θυμίζει αυτήν της «Ελληνηκής (sic) Φαρμακοποιίας» του 1835. (Bιβλ. 11) Μπορεί να βρεθεί σε παραλλαγές τόσο συνθετικές όσο και ποσοτικές στις Φαρμακοποιίες της Ευρώπης στα πλαίσια της χρονικής ενότητας που εξετάζεται αλλά και στα πλαίσια του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. (Bιβλ. 37)
ΓAΛΛIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Μια από τις Φαρμακοποιίες οι οποίες βρίσκονται χρονολογικά πολύ κοντά στην αρχή του 19ου αιώνα είναι και αυτή του Swediaur F., η οποία τυπώθηκε το 1803 στο Παρίσι. (Bιβλ. 7) Ο ίδιος ο συγγραφέας αφιερώνει ένα αντίτυπο του βιβλίου του αυτού στον γνωστό Έλληνα Διαφωτιστή και γιατρό Αδαμάντιο Κοραή καθώς και ένα από τα αντίτυπα της Φαρμακολογίας του Pharmacologia Seu Materia Medica. (Bιβλ. 38)
Στο pars secunda του έργου της Φαρμακοποιίας του, που όπως είδαμε πριν είχε εκδοθεί και εκτός της Γαλλίας, αναφέρεται στις Pilulae amaro-catharticae.15 Τα καταπότια αυτά, τα οποία για να φτιαχτούν χρειάζονταν περισσότερο από δέκα φυτικά συστατικά, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον Swediaur σε διάφορες περιπτώσεις δυσλειτουργίας γαστρεντερικής φύσεως, όπως για παράδειγμα στην δυσπεψία και τον τυμπανισμό, “Dyspepsia; morbis viscerum pituitosi, atonici; physconia abdominalis...”. Στο τρίτο μέρος του έργου του στο κεφάλαιο των βαμμάτων, για τα τραύματα του δέρματος, των τενόντων και των συνδέσμων, για την καταπράυνση των φλεγμονών και για τις περιπτώσεις των απογυμνωμένων και τραυματισμένων οστών συνιστά το γνωστό βάμμα Τinctura vulneraria simplex, “Vulnera membranorum, tendinum aut ligamentorum, sedata inflammatio-nedenudatio et vulnera ossium”. Eπίσης αναφέρει το Liquor odontalgicum που φτιαχνόταν με μαστίχα και τερεβινθέλαιο και το οποίο με τη βοήθεια βαμβακιού τοποθετούνταν πάνω στα δόντια, των οποίων η εξαγωγή τους προκαλούσε πόνο: “Portio gossypio excepta denti dolente imponitur”. Ακόμη συμπληρώνει, ότι η κόνις της “Resinae Pistacia-Lentisci”, «η ρητίνη της Pistacia lentiscus», η οποία όπως εξηγεί και παρακάτω στην «κοινή γλώσσα αποκαλείται μαστίχα», “vulgo Mastiche dicti”, σε συνδυασμό με τη «σκόνη από την ρητίνη του Μύρρου», “Gummi-Resinae Myrrhae”, «με επίπαση», “inspergento”, έβρισκε επιτυχή εφαρμογή στα «σπασμένα και απογυμνωμένα οστά ή τένοντες», “Ossa cariosa, et tendines aut ligamenta denudata et ulcerata”.16 Τέλος στην Pharmacopeiae Chirurgicae κάνει αναφορά σε μια εξίσου διαδεδομένη φαρμακοτεχνική μορφή της μαστίχας, το έμπλαστρο. Συγκεκριμένα την προτείνει σε μια από τις τρεις συνταγές που περιγράφει με το όνομα Emplastrum vescicans.17 (Bιβλ. 7)
Το 1811 η Φαρμακοποιία του Ιταλού Luigi Brugnatelli εκδίδεται στα Γαλλικά μεταφρασμένη και σχολιασμένη από τον L.Ant. Plance. Στο δίτομο αυτό έργο εμπεριέχεται η σύνθεση με το όνομα masse anti-odontalgique.18 (Bιβλ. 39)
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της μαστίχας μέσα από τους Γαλλικούς Codises. Ο Γαλλικός Codex του 1818 αναφέρει ότι η μαστίχα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μορφή σκόνης. (Bιβλ. 40) Το ίδιο συμβαίνει και με τον Codex του 1837, όπου αναγράφεται και το Βάμμα μαστίχας. (Bιβλ. 21) Η χρήση της ρητίνης του Χιακού σχίνου γνωρίζει άνοδο στη Γαλλία και μετά το 1850. Και αυτό, διότι το 1866 η Γαλλική ιατροφαρμακευτική κοινότητα χρησιμοποιεί σύμφωνα με τις Φαρμακοποιίες τρία παρασκευάσματα. Tα Poudre de mastic, Tincture éthèrée de mastic και Mastic dentaire. Ενώ στο διάστημα 1884-1895 προστίθενται και τα Mastic au Cloroforme, Mastic au Benjoin. παραμένει η συνταγή της σκόνης της μαστίχας και υποχωρεί η χρήση του Βάμματος μαστίχης δι’ αιθέρος. (Bιβλ. 41,42) Η χρήση του τελευταίου σκευάσματος είναι γνωστή τουλάχιστον από το 1836. (Bιβλ. 43) Ο Soubeiran E. αναφέρει το βάμμα αυτό με την εκλαϊκευμένη στη Γαλλική γλώσσα ονομασία Mastic pour les dents.19 (Bιβλ. 44) Όπως φαίνεται από το εγχειρίδιο του καθηγητή της Yγιεινής της Ιατρικής Σχολής του Παρισιού Bouchardat, το σκεύασμα Teincture éthèrée de mastic μπορεί να έχει εφαρμογή στην οδοντιατρική επιστήμη. Ο τελευταίος προσθέτει επίσης: «Αυτή η ρητίνη παράγεται από την Pistacia lentiscus, η οποία είναι αυτοφυής στη Χίο, όπου μαζεύεται για λογαριασμό του σουλτάνου», “Cette résine est fournie par la Pistacia lentiscus, qui croît naturellement à Chio, où l’on récolte le mastic pour le compte du sultan...”. (Bιβλ. 45)
ΓEPMANIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Ο Γερμανικός λαός έχει να επιδείξει μια μεγάλη επιστημονική και βιβλιογραφική παραγωγή στο χώρο της Φαρμακευτικής γενικότερα και της μαστίχας ειδικότερα. Μεγάλος αριθμός βιβλίων στα Γερμανικά, ανάμεσά τους το Lehrbuch de Pharmacodynamic, (Bιβλ. 46) το Die Rindercrancheiten, (Bιβλ. 47) το Di Specialle Therapie (Bιβλ. 48) αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, που κάνουν μια σύντομη αναφορά στη μαστίχα ή την περιλαμβάνουν σε συνταγές με σκοπό την παρασκευή φαρμάκων.
Τα αξιοσημείωτο εδώ είναι, ότι η μαστίχα εκτός από μια απλή αναφορά στο δέντρο της σε μια κλασσική Φαρμακοποιία, όπως είναι η Pharmacopeia Hassiae electoralis του 1827 (Bιβλ. 49) και η Pharmacopea Badensis του 1841, (Bιβλ. 50) αναφέρεται και σε δυο Στρατιωτικές Φαρμακοποιίες. Στην Pharmacopoea in usum nosocomis militaris Wurceburgensis (Bιβλ. 51) και στην Militar Pharmacopoe. (Bιβλ. 52)
Η χρήση της μαστίχας για στρατιωτικούς σκοπούς ήταν γνωστή και στην Ελλάδα. Το 1825 ο φαρμακοποιός Β. Δραγονιός διατάσσεται από το Υπουργείο Πολέμου της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος να στείλει τις απαραίτητες δρόγες στον γιατρό Κωνσταντίνο Βάλβη, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο φρούριο της Ακροκορίνθου. Ο Δραγονιός λόγω έλλειψης χρημάτων ζητάει να του πληρωθεί το ποσό των 626 γροσίων από το Εθνικό Ταμείο. Ανάμεσα στα 626 γρόσια ένα ποσό αφορά και την αγορά μιας ποσότητας μαστίχας. (Bιβλ. 53)
Επίσης η χρήση της μαστίχας στα πεδία των μαχών στον εικοστό αιώνα ήταν ιδιαίτερα γνωστή από την εποχή του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου στην Γερμανία, (Bιβλ. 54) αλλά και στην Αγγλία, όπως εξηγεί ο πρώτος τόμος της Λονδρέζικης The Extra-Pharmacopoeia. (Bιβλ. 55) Το Benzomastiche ή Mastisol ήταν ένα παρασκεύασμα κοινής χρήσης στις δυο αυτές χώρες. (Bιβλ. 54,55) Η Extra-Pharmacopeia, η οποία επικαλείται ως πηγή την Βritish Medical Journal (ii,12,976) του Λονδίνου, γράφει γι’ αυτό: « Ένα διάλυμα της Μαστίχας στο Βενζόλιο (με άλλα συστατικά), για πληγές, για γενική χειρουργική χρήση, στο πεδίο της μάχης και σε σημαντικές ή άλλου είδους επεμβάσεις...», “A solution of Mastich in Benzol (with other ingredients) for wounds, for general surgical use, on the battle-field and in major and other operations...”. Η ασηψία που προκαλείται είναι απόλυτη, (Bιβλ. 55) ενώ ο Sollemann υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να γίνει προηγουμένως επάλειψη των πληγών και με ιώδιο. (Bιβλ. 56)
Επανερχόμενος στο χρονικό διάστημα 1800-1850 πιστεύω, ότι θα πρέπει να αναφέρω τρεις Φαρμακοποιίες οι οποίες είναι: η Φαρμακοποιία του Oldenburg, (Bιβλ. 57) η Slesvico-Holsatica του Κίελου (Bιβλ. 58) και η Pharmacopea Batava του Άμστερναμ, η οποία επανεκδόθηκε όμως στη Λειψία έξι χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση του 1805 κάτω από την επίβλεψη του Jean - Frederic Niemann. (Bιβλ. 59) Και οι τρεις κάνουν αναφορά στο Spiritus mastiches compositus. Η Pharmacopea Battava περιλαμβάνει εκτός από το Σύνθετο πνεύμα μαστίχας και την Massa odontalgica γνωστή για την οδοντιατρική της χρησιμότητα ως αναλγητικού. (Bιβλ. 59) Επίσης στο Spiritus mastiches compositus αναφέρονται άλλες έξι Γερμανικές εκδόσεις. Δυο εκδόσεις της Μπορουσιανής Φαρμακοποιίας, (Bιβλ. 60,61) δυο του Αννόβερου, (Bιβλ. 62,63) ο Codex του Αμβούργου (Bιβλ. 64) και η Σαξονική Φαρμακοποιία της Δρέσδης. (Bιβλ. 18) Το 1822 ο Fréderic-Louis Augustin γράφει ότι Μαστίχα, Άσπρο κερί και ρίζα Ζιγγιβάρεως σε «ίσες ποσότητες», “partes aequales”, σχηματίζουν τους Τrochischi masticatorii.20 (Bιβλ. 65)
Η επιστημονική Γερμανική βιβλιογραφική παραγωγή δεν σταματάει εδώ. Επεκτείνεται και αυτή από το 1850 μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα σε εγχειρίδια που αναφέρονται ή λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών τους από Φαρμακοποιίες. Aπό αυτά μαθαίνει κανείς ότι η μαστίχα χρησιμοποιείται στην Οδοντιατρική από την Αυστριακή Φαρμακοποιία, (Bιβλ. 66) ενώ κάποια άλλα δηλώνουν τη γνωστή προέλευση της μαστίχας από το νησί της Χίου, “Dieses auf der Insel Chios...” και ότι είναι απαραίτητη στη σύνθεση των εμπλάστρων Οxycroceum και Cantharidum. (Bιβλ. 67)
ITAΛIKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Κατ’ αρχήν η χρήση της μαστίχας, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς μέσα από τα Ιταλικά κείμενα, είναι γνωστή από το 1580 τουλάχιστον. (Bιβλ. 68) Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο σχίνος αναφέρεται στο Codex της Πάρμας του 1823 (Bιβλ. 69) και στην Τορινέζικη Φαρμακοποιία του 1833. (Bιβλ. 70) Το μαστιχόδεντρο “lentisco” και η μαστίχα “mastice” συμπεριλαμβάνονται στο έργο του Ιταλού γιατρού Antonio Campana: «Το ξύλο του σχίνου επειδή περιέχει μαστίχα φέρει το άρωμα της (έχει χρώμα κόκκινο-σκούρο φλεβικό και είναι πολύ σκληρό: χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή αφεψήματος ως διουρητικό και εφιδρωτικό», “Il legno del lentisco, contenendo del mastice, ha il di lui odore; è rosso-scuro venato, ed assai duro: è stato adoperato in decotto come diuretico e diaforetico”. Για την ρητίνη γράφει: «Βρίσκεται η μαστίχα σε μορφή δακρύων ή μικρών κόκκων: εκρέει από τον σχίνο (είναι χρώματος κίτρινου προς πράσινο) έχει άρωμα ευχάριστο: είναι μαλακιά όπως το κερί και έχει στυπτική γεύση. Όταν μασηθεί δυναμώνει τα ούλα και καθαρίζει τα δόντια. Χρησιμοποιείται σε πολλά είδη τσιρότων και άλλων σκευασμάτων», “Trovasi il mastice in lacrime, o piccoli globetti: geme dal lentisco; è di color giallo tendente al verde; ha un odore grato: è comprensibile come la cera, ed ha sapore amaro. Masticato corrabora le gengive, e pulisce i denti. Entra in molti cerotti ed altri composti”. (Bιβλ. 71) Το έργο του Campana γνώρισε πάρα πολλές εκδόσεις σε διάφορες Ιταλικές πόλεις. (Bιβλ. 20,72) Ο Πύρρος ο Θετταλός το μετέφρασε στην Ελληνική γλώσσα το 1850. (Bιβλ. 73)
Από τα φάρμακα τα οποία μπορούσε να παρασκευάσει κάποιος στην Ιταλία εκείνο τον καιρό με βάση τη μαστίχα οι Ferrarini, (Bιβλ. 74) Tadei (Bιβλ. 75) και Del-Bue (Bιβλ. 76) προτείνουν το Μαστιχέλαιο. Επίσης ο Del-Bue εκτός από το Μαστιχέλαιο, αναφέρει στην Farmacopea Teorica e Pratica την Mastix pro dentibus, (Bιβλ. 76) μαστίχα για τα δόντια δηλαδή, το σκεύασμα που γνώρισε μεγάλη διάδοση το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Γαλλία όπως είδαμε και για αυτό και συμπεριλήφθηκε στις Φαρμακοποιίες εκείνης της πεντηκονταετίας. Η παρασκευή του προϋπόθετε την διάλυση της μαστίχας μέχρι κορεσμού σε αιθέρα και την περάτωση της κατεργασίας αυτής μετά από κάποιες ημέρες. Κατόπιν εμβαπτιζόταν μικρή ποσότητα βαμβακιού σε αυτό το βάμμα, προσέχοντας έτσι ώστε ο όγκος του να καλύπτει το μέγεθος της κοιλότητας του τερηδονισμένου δοντιού. Η μαστίχα παρέμεινε κολλημένη μέσα στο δόντι χωρίς να κολλάει στη γλώσσα και χωρίς να επιτρέπει την εισαγωγή τροφής στο εσωτερικό της κοιλότητας. Με αυτό τον τρόπο η Mastix pro dentibus αποτελούσε ένα προσωρινό τρόπο σφραγίσματος των δοντιών και ίσως τον πρόγονο των σημερινών μόνιμων οδοντιατρικών σφραγισμάτων. (Bιβλ. 42)
AΛΛEΣ EYPΩΠAΪKEΣ ΦAPMAKOΠOIIEΣ
Οι αναφορές για την Pistacia lentiscus επεκτείνονταν και στις Φαρμακοποιίες άλλων Ευρωπαϊκών κρατών. Η Ισπανική του 1803, (Bιβλ. 19) η Ολλανδική Φαρμακοποιία του 1805, (Bιβλ. 77) η Σουηδική του 1817, (Bιβλ. 78) η Φιλανδική του 1819, (Bιβλ. 79) η Ελβετική του καντονιού του St. Gallen (Bιβλ. 80) και διάφορες Δανέζικες στις αρχές του 1900 (Bιβλ. 81,82,83) κάνουν αναφορά στο μαστιχόδεντρο. Επίσης το μαστιχόδεντρο υπάρχει σε Πορτογαλικές Φαρμακοποιίες, (Bιβλ. 84,85) κάποιες από τις οποίες υιοθετούν και την Tinctura mastiches, που είχε ως βάση της τη μαστίχα. (Bιβλ. 86) H Aqua mastichina21 και το Syropus mastichinus22 συμπεριλαμβάνονται στην Ρωσική έκδοση του 1803. (Bιβλ. 87) Οι πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κάποιος από την επιστημονική βιβλιογραφία της εποχής φανερώνουν, ότι το γαλακτοειδές υγρό του Μαστιχόνερου έβρισκε εφαρμογή ως στομαχικό και τονωτικό φάρμακο και ότι το σιρόπι της μαστίχας ήταν χρήσιμο τουλάχιστον στις καταρροές. (Bιβλ. 35)
Η μαστίχα ήταν αρκετά γνωστή και στο κοντινό στη Ρωσία, Βασίλειο της Πολωνίας. (Bιβλ. 88) Οι ιδιότητές της επισημαίνονται από τον γιατρό L. A. Szerlecki της Βαρσοβίας, ο οποίος την χρησιμοποιούσε πολύ συχνά και την δοκίμαζε με επιτυχία στην περίπτωση της θεραπείας του οιδήματος των ηλικιωμένων με τη μορφή σκόνης. Ένα κουτάλι από το μείγμα της σκόνης της μαστίχας μαζί με άλλα συστατικά ριχνόταν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και κατεύθυναν τον ατμό στο άρρωστο μέρος του σώματος. Στο βιβλίο του περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και μια συνταγή ενός υγρού που με τη βοήθεια μιας κομπρέσσας είναι αποτελεσματικό, όταν εφαρμοστεί στον λευκό όγκο του γόνατος και στην περίπτωση του “hygroma cysticum patellae”, δηλαδή στο «κυστικό ύγρωμα της επιγονατίδος». (Bιβλ. 89)
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω, ότι η θεραπευτική χρήση της μαστίχας έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά στην Ευρώπη και μάλιστα πριν τις αρχές του 19ου αιώνα, όπως μπορεί να διαπιστωθεί μέσα από τις διάφορες Φαρμακοποιίες, αλλά και από άλλα βιβλία. (Bιβλ. 37) Κατά τον ίδιο τρόπο η μαστίχα συνέχισε να χρησιμοποιείται στον εικοστό αιώνα γνωρίζοντας διάφορες φαρμακευτικές χρήσεις. Η καταγραφή αυτών των χρήσεων μέσα από τα πολυάριθμα έργα και βιβλία τα οποία έχουν σχέση με τη Φαρμακευτική επιστήμη των προηγούμενων αιώνων καθώς και του τωρινού αιώνα μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την εξελικτική πορεία αυτού του ιδιαίτερου φυσικού Χιακού προϊόντος και να αποτελέσουν ένα αρκετά ενδιαφέρον πεδίο έρευνας. Τέλος θα ήθελα να επαναλάβω κάτι το οποίο είχα υποστηρίξει και παλαιότερα και εξακολουθώ να πιστεύω βαθύτατα ακόμη. (Bιβλ. 90) Το οποιοδήποτε φαρμακευτικό και οικονομικό μέλλον της μαστίχας, όπως μπορεί εύκολα και αβίαστα να καταλάβει κανείς, δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη επιτυχία και δεν μπορεί να έχει άλλη καλύτερη κατεύθυνση, πέρα από την εμπεριστατωμένη αναζήτηση της πορείας της μέσα από το φαρμακευτικό παρελθόν της από τη μια και κατόπιν την αναζήτηση πιθανών επιστημονικών αποδείξεων σε κλινικό επίπεδο των συμπερασμάτων που θα εξαχθούν μέσα από τέτοιου είδους έρευνες από την άλλη.
ΣHMEIΩΣEIΣ
1 Επανέκδοση της «Γενικής Φαρμακοποιίας» του Πύρρου στον εικοστό αιώνα έγινε το 1973 επίσης σε χίλια αντίτυπα όπως και η αρχική της έκδοση. Τον πρόλογο αυτής της έκδοσης γράφει ο Χιώτης ιστοριοδίφης γιατρός Παϊδούσης Μικές. Από τον πρόλογο αυτής της έκδοσης αντλήθηκαν τα αναφερθέντα βιογραφικά στοιχεία από τη ζωή του Πύρρου και η σχέση του με τη Χίο.
2 “Αλειφή πεπτική απλή: Tερμινθίνην λίτρ.: 1, Διαϋπερικέλαιον / ουγγ. 3, Κόνιν μαστίχης / ουγγ. 1, Μύρρας / ουγγ. 1, Λιβάνου / ουγγ. 1, Kηρόν κίτρινον / ουγγ. 2. Eνώσας εντελώς κατά την τέχνη φύλαξον.
3 “Έμπλαστρον οξυκρόκου: Κηρόν κίτρινον / λιτρ.1 1/2. Ρητίνην πίτυον/ λιτρ.1, Xαλβάνην καθαρισμένην/ ουγγ. 4, Αμμωνιακόν καθαρισμένον/ λιτρ.4, Tερμινθίνην/ λιτρ.4, Kόνιν λιβάνου / λιτρ.6, Μαστίχης / λιτρ.6, Kρόκου / λιτρ.3. Ένωσον κατά την τέχνην, ποίησον κυλινδρικούς ραβδίσκους και φύλαξον”.
4 “Έμπλαστρον πεπτικόν: Κηρόν κίτρινον / ουγγ. 4, Στέαρ κριαρίου / ουγγ. 2, Τερμινθίνην / ουγγ. 1 1 / 2, Ελαιόλαδον καθαρόν / ουγγ. 1 1 / 2, Μίλτον / ουγγ. 4,
Διάλυσον εις μέτριον πυρ, ανακατώνον αυτά ακαταπαύςως, εωσού να έλθουν εις ακμήν εμπλάστρου, έπειτα άπλωσον κατά την τέχνην εις πανίον, το οποίον κόψας εις τετράγωνα κομμάτια φύλαξον”.
5 “Έμπλαστρον φυσωδικόν διαρκές:Τερμινθίνην ωπτημένην / ουγγ. 2, Kόνιν μαςίχης / ουγγ. 2, λεπτωτάτην κανθαρίδων/ουγγ. 2, ευφορβίου / ουγγ. 1, Οξύδιον υδραργύρου ερυθρόν δρ.: 3, Διάλυσον εις μέτριον πυρ την τερμινθίνην και την μαςίχην, είτα προσθέσας τα λοιπά και ενώσας εντελώς ποίησον κατά την τέχνην έμπλαστρον”
6 “Καταπότια διηλέκτρου: Αλόην / δρ.: 2, Ήλεκτρον τριμμένον / ουγγ. 1, Μαστίχην / ουγγ. 1, Aγαρικόν τριμμένον / δρ.: 6, Αριστολοχίανςρογγυλήν τριμμένην δρ.: 2, Τρίψας καλώς ένωσον, και με όσον αρκεί συρόπιον αδιάντου ποίησον μίγμα, εκ του οποίου σχηματίσας καταπότια 15, εις την δραχμήν φύλαξον”,
7 “Κόνις διαρροδών: Άνθη ρόδων ερυθρών / ουγγ. 2, Πτερόκαρπον ερυθρόν / ουγγ. 1 / 2, Κίτρινον / ουγγ. 1 / 2, Γλυκύριζαν / ουγγ. 2, Σπέρμα ανίσου / ουγγ. 2, Κόνιν φλοιών ωών / δρ.: 1, Kιννάμωμον / δρ.: 1, Nάρδον ινδικόν / δρ.: 1, Κέρας ελάφου τριμμένον / δρ.: 1, Κρόκον / δρ.: 1, Mαίχην / δρ.: 1, Ρήον / δρ.: 1, Τρίψας εις λεπτήν κόνιν φύλαξον”,
8 “Τροχίσκοι οσμητικοί: Λίβανον / ουγγ. 6, Στύρακα καλαμίτην / ουγγ. 6, Μοσχολίβανον / ουγγ. 6, μαστίχην / ουγγ. 6, Λάδανον / ουγγ. 4, Φλοιόν ελευθερίας / ουγγ. 3, Άνθρακας φυλλιρέας / λιτρ.: 8, Ποιήσας όλα εις κόνιν, ζύμωσον με βλένναν τραγακάνθης τόσην, ώςε να γίνουν ένα μίγμα, από το οποίον σχηματίσας τροχίσκους, ή κεράκια μικρά, και ςεγνώσας φύλαξον”.
9 “Οινόπνευμα μαςίχης σύνθετον: Μαστίχην / ουγγ. 3, Λίβανον / ουγγ. 3, Μίρραν / ουγγ. 3, Οινόπνευμα απλούν / λιτ.: 6, Μούσκευσον, ώρας 24, είτα αποςάξας εως να εξαχθή οινόπνευμα λιτρ: 4, φύλαξον”.
10 “Pilulae stomachicae, s. Pilulae antecibum, s.Aloe and Mastic Pills N.F., s. Pilulae Aloes et Mastiches-Lady Webster Dinner Pills, Sp. Pildoras de Aloey Alm_ciga: Metric Alternative Aloe, in fine powder 13 Gm 201 gr. Mastic, 4 Gm 62 gr. Rose, 3 Gm 46 gr. Glycerin,
Distilled water, each, a sufficient quantity To make 100 pills 100 pills Average dose- 2 pills. One average dose contains 0,26 Gm Of Aloe and 80 mg of Mastic”.
11 “ Τinctura s. Essentia Mastiches, s. Mastichis, s. vulneraria simplex, s. Mastichina : R. Mastiches electi partem, Alcoholis (0,884) partes octo. Infunde per dies septem et cola. Has quantitates Aquae Luciae Formulae cuidam”.
12 “Liquor ad odontalgiam, s. antiodontalgicus, Fr. Liqueur antiontalgique: R. Mastiches qu. vis, Essentiae Terebinthinae qu. satis. Dissolve”.
13 “Οleum mastiches, s. Mastichinum: R. Mastiches partem, Olei Olivarum partes quator. Dissolve in balneo aquae”.
14 “Spiritus Mastiches compositus, s. matricalis, Fr. Esrit de mastic: R. Mastiches, Myrrhae, Olibani, singulorum partem, Alcoholis partes viginti quatuor. Post horas viginti quatuor macerationis destillent partes duae”.
15 “Pilulae amaro-catharticae, s. Pilulo Polychrestoe Balsamicoe: R. Gummi-resinae Thujae articulatae,
-Hedera-Helicis, ana uncias duas cum dimidia.
- Myrrhae,
Extracti aquosi Alοës perfoliatae, una uncias duas.
- Menyanthis trifoliatae,
- Artemisia-Absintii,
- Centaureae benedictae, ana drachmas quindecim.
- Fumariae officinalis,
- Hellebori nigri,
Radicis Rhei palmati pulv. Ana drachmas quinque.
Terebinthinae Pinus - Laricis unciam unam.
Misce, fiant pilulae granorum quatuor.
NB. Quidam, loco Terebinthinae, addunt:
Resinae Pistacia-Lentisci,
Balsami Styracis Benzoin, una unciam semis.
Dosis: Pilulae quatuor-quinque, bis die”.
16 “Pulvis ad ulcera tendinum: R. Resina Pistacia-Lentisci, Gummi-Resinae Myrrhae, ana partes aequales”.
17 “Emplastrum vescicans: R. Cerae flavae uncias octo. Terebintinae Pinus-Laricis unciam unam semis. Olei Olivarum uncias duas cum dimidia.
Resinae Pistacia-Lentisci (vulgo Mastiche dicti) unciam semis. Leni igne simul fusis admisce Lyttae vescicatoriae pulv. uncias sex”.
18 “Massa odontalgica, Fr. masse antιontalgique: R. Mastichis,Sandaracae, singul. drachmas duas, Kino grana decem,
Opii grana duo, Olei essentialis Rosmarini guttas octo, Spiritus Cochlearae quantum satis. Fiat massa mollis”.
19 “Mastix pro dentibus, s. teincture éthèrée, Fr. Mastic pour les dents : R. Masiches pulverati
20 “Trochischi masticatorii, Fr.Trochisques masticatoires : R. Mastichis, Cerae albae, Zingiberis, singul. partes aequales Fiant trochischi ponderis semidrachmae”.
21 “Aqua mastichina, Fr. Eau de mastic :
R. Mastichis uncias quatuor,
Nucis moschata unciam (R. vel duas),
Alcoholi libram.
Post tres dies digestionis adde
Aquae purae libras quatuor.
Destillent librae tres”.
22 “Syrupus mastichinus, s. Mastichis, Fr. Sirop de mastic :
R. Mastichis electi parumper contuisi uncias duas,
Aquae Mastichis uncias duodecim.
Infunde in vase bene clauso per tres dies, cola deinde et colutarae adde
Sacchari albi......uncias sedicim”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Argenti Philip, P., Bibliography of Chios from Classical times to 1936, Oxford, 1940.
2. Ιωσήφ Δέσποινα, Η μαστίχα στην αρχαιότητα, Επτά ημέρες, Εφημερίδα Καθημερινή,10 / 12 / 2000.
3. Pistarino Geo, Chio dei Genovesi nel tempo di Cristoforo Colombo, Vol. XII, Roma, 1995.
4. Scully Terens, L’arte della cucina nel Medioevo, Torino, 1995.
5. Pharmacopoea Universalis, Weimar, 1846.
6. Jourdan A., L., Pharmacopée Universelle, Seconde édition, Tome second, Paris, 1840.
7. Swediaur F., Xav., Pharmacopoeia Medici Pratici Universalis, Pariis, 1803.
8. Πύρρος Διονύσιος, Φαρμακοποιία Γενική, Κωνσταντινούπολη, 1818.
9. Brugnatelli Luigi, Elementi di chimica, Venezia, 1800.
10. Brugnatelli Luigi, Saggiacomo, Domenico, Farmacopea Generale, Napoli, 1809.
11. Π. Γ. Φ., Ελληνηκή (sic) Φαρμακοιποιία, Σμύρνη, 1835.
12. Βούρος Ι., Λάνδερερ, Ξ., Σαρτώριος, Ι., Ελληνική Φαρμακοποιία - Pharmacopoea Graeca, Αθήνα, 1837.
13. Συγγρός Ανδρέας, Απομνημονεύματα, Τόμος πρώτος, Αθήνα, 1908.
14. Βούρος Ι., Dissertatio inauguralis de Pharmacologia Graecorum veteram in genere..., Halissaxonum, 1829.
15. Διατίμησις των φαρμάκων, Αθήνα,1938.
16. Βούρος Ι., Λάνδερερ, Ξ., Σαρτώριος, Ι., Ελληνική Φαρμακοποιία - Pharmacopoea Graeca, Αθήνα, 1868.
17. Pharmacopοea Londinensis cum traslatione Anglica Rch. Phillipsii, London, 1837.
18. Pharmacopoea Saxonica, Edit. 2da, Dresden, 1837.
19. Pharmacopoea Hispanica, Ed. 3tia, Matriti,1803.
20. Campana Antonio, Farmacopea Ferrarese, Ed. 13sima, Bologna, 1828.
21. Codex, Pharmacopée Francaise, redigée par ordre du Gouvernément, Paris, 1837.
22. Cook E. F. Lawall, C., H., Remington’s Practice of Pharmacy, Eighth edition, Philadelphia and London, 1936.
23. Gubler Adolphe, Commainteres thérapeutiques du Codex Medicamentarius ou...dans la Pharmacopée Francaise, Paris, 1874.
24. Rennie Jac., A new supplement to the Pharmacopoeia of London..., London, 1829.
25. Cox Th., Gregory, Ch., W., Translation of the Pharmacopoeia Londinensis, London, 1829.
26. Pharmacopoea Collegii regalis medicorum Londinensis, London, 1836.
27. Pharmacopoea Edinburgensis, Edinbourg, 1813.
28. Gray, Samuel, Frederick, A supplement to the Pharmacopoeia: Being a treatise on Pharmacology..., London, 1821.
29. Gray Samuel, Frederick, Supplement to the Pharmacopoeia Londinensis..., London, 1831.
30. Hooper Rombert, Lexicon Medicum or Medical dictionary, 8th edition, London,1848.
31. Pharmacopoea Manualis, Anvers, 1812.
32. Pharmacopoea Belgica, Hagae, 1823.
33. Swediaur Fr. Xav., Pharmacopoea Medici Pratici Universalis, Ed. J. Bpt. Van Mons, Bruxelles, 1817.
34. Van Mons J. Bpt., Pharmacopée usuelle, théorique et pratique, Louvain, 1821.
35. Virey J. J., Traité complet de Pharmacie théorique et pratique, Quatrième édition, Tome second, Paris, 1833.
36. Edwards H., M., Vavasseur, P., Manuel de matière médicale..., Bruxelles, 1839.
37. Κοκκινάκης Δ., Αναφορές στη μαστίχα της Χίου μέσα από Ευρωπαϊκές Φαρμακοποιίες και άλλα βιβλία του Δευτέρου μισού του 18ου αιώνα, (1750-1800), (αδημοσίευτη εργασία).
38. Swediaur F. Xav., Farmacologia Seu Materia Medica, Parisiis, 1803.
39. Brugnatelli Luigi, V., Pharmacopée Générale, à l’ usage des Pharmaciens et des Medecins modernes, traduit de l’ Italien par L. Ant., Plance, Paris, 1811.
40. Pharmacopoea Gallica, Paris, 1818.
41. Codex Medicamentarius Gallicus, Pharmacopée Francaise, Tome I, 6me Édition, Rennes, 1937.
42. Κοκκινάκης Δημήτρης, Η χρήση της ρητίνης της Pistacia lentiscus var. chia στην Οδοντιατρική του 19ου αιώνα, (αδημοσίευτη εργασία).
43. Soubeiran E., Nouveau traitè de Pharmacie théorique et pratique, Paris, 1836.
44. Soubeiran E., Traitè de Pharmacie théorique et pratique, Paris, 1863.
45. Bouchardat M., Manuel de matière médicale de thérapeutique comparée et de pharmacie, Deuxième Édition, Paris, 1846.
46. Bogt Fr., Lehrbuch de Pharmacodinamic, Wien, 1828.
47. Wendt Jod., Die Rindercrancheiten, Bresiau und Leipzig, 1822.
48. Righter Georg., Di Specialle Therapie, Wien, 1818.
49. Pharmacopoea Hassiae electoralis, Cassellis, 1827.
50. Pharmacopoea Badensis, Heidelberg., 1841.
51. Pharmacopoea in usum nosocomii militaris Wurceburgensis, Wurceb., 1815.
52. Gachfische R., Militar Pharmacopoe, Dresden, 1841.
53. Πουρναρόπουλος Γεώργιος, Κ., Η ιατρική του αγώνος, η συμβολή των υγειονομικών εις τον αγώνα της ανεξαρτησίας (1821), Αθήνα, 1973.
54. Παγίδας Γιώργος, Η μαστιχοφόρος σχίνος και η μαστίχη, Χίος, 1946.
55. The Extra-Pharmapoeia, Martindale and Westcott, Vol. I, London, 1928.
56. Sollmann Torald, A manual of Pharmacology, 4th Edition, Philadelphia and London, 1932.
57. Gramberg G., A., Pharmacopoea Oldenburgica, Oldenbourg, 1801.
58. Pfaff C., H., Pharmacopoea Slesvico-Holsatica, Kiliae, 1831.
59. Pharmacopoea Batava, Editio emendata a Niemann Jean-Frédéric, Leipzick, 1811.
60. Pharmacopoea Borussica, Editio 4a, cura Dulk, Leipzig, 1828.
61. Pharmacopoea Borussica, Editio 5a, Berolin, 1829.
62. Pharmacopoea Hannoverana, Hannov., 1819.
63. Pharmacopoea Hannoverana, Nova edit., Hannov., 1833.
64. Codex medicamentarius Hambourgensis, Hambourgi, 1835.
65. Augustin Frédéric-Louis, Pharmacopoea extemparanea..., Ed. 2da, Berolin, 1822.
66. Posner L., Handbuch der Klinischen Arzneimittellehre, Berlin, 1866.
67. Husemann Theodor, Handbuch der gesammten Arzneimittellehre, Berlin, 1874.
68. Κοκκινάκης Δημήτρης, Ένα άγνωστο Ιταλικό κείμενο του 1580 για το μαστιχόδεντρο της Χίου, (αδημοσίευτη εργασία).
69. Codex medicamentarius Parmensis, Parmae, 1823.
70. Chiesa(;) Gallo,(;) και άλλοι, Pharmacopoea Taurinensis..., Taurini, 1833.
71. Campana Antonio, Farmacopea Ferrarese, Edizione 10cima, Padova, 1825.
72. Farmacopea del professore Campana, Livorno, 1841.
73. Πύρρος Διονύσιος, Φαρμακοποιία γενική πλουσιωτάτη και εντελεστάτη του σοφού Αντωνίου Καμπάνα Αθήνα, 1850.
74. Ferrarini Ant., Farmacopea, Bologna, 1825.
75. Taddei G., Farmacopea Generale, Firenze, 1826.
76. Del-Bue C. G., Farmacopea Teorica-Pratica, Piacenza, 1835-36.
77. Brugmans J. Deiman, J., B., Driessen, P., Ten Haaf, G., G., Vrolik, G., Pharmacopoea Batava, Amsterdam, 1805.
78. Pharmacopoea Suecica, Edit. 5ta, Stockholm, 1817.
79. Pharmacopoea Fennica, Aboae, 1819.
80. Pharmacopoea Sangallensis, St. Gallen, 1844.
81. Pharmacopoea Danica, Hafniae, 1803.
82. Callisen(;) Tode(;) και άλλοι, Pharmacopoea Danica, Copenhagen, 1805.
83. Pharmacopoea Danica, Nova edit., Hafniae, 1803.
84. Pharmacopoea Lusitanica Castrensis, Lissabi, 1826.
85. De Silveira Pinto Augustin Albano, Codigo Pharmaceutico Lusitano, o Tratado de Pharmaconomia, Porto, 1836. Pharmacographia , Coimbre, 1836.
86. Pharmacopoea Lusitanica, Lissab., Ed. Pinto, 1825.
87. Pharmacopoea Rossica, Petropoli, 1803.
88. Pharmacopoea Regni Poloniae, Varsoviae, 1817.
89. Szerlecki L. A., Dizionario di terapeutica, versione Italiana pubblicata per cura del dottor fisico Luigi Marieni, Milano, 1844.
90. Κοκκινάκης Δημήτρης, Η μαστίχα στη Φαρμακευτική, Επτά ημέρες, Εφημερίδα Καθημερινή, 10 / 12 / 2000.
Αναδημοσίευση από www.chios-medical.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου