ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Χαίροις η μετά Θεόν Θεός
τα δευτερεία της Θείας Τριάδος η έχουσα
Οι πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου
Πόπης Χαλκιά – Στεφάνου
Η πιο πολυύμνητη μορφή της Ορθοδοξίας είναι η της Υπεραγίας Θεοτόκου. Άπειροι Ύμνοι, Ακολουθίες, Τροπάρια με απαραμίλλου μέλους μουσουργήματα έχουν γραφεί για την Πανανθρώπινη Μητέρα του Φωτός. Η γλυκυτάτη και σεπτή μορφή Της αποτελεί τις πιο προσφιλείς ιστορήσεις των αγιογράφων με εκπάγλου ωραιότητος καλλιτεχνήματα.
Παμμέγιστη υπήρξε η επίδραση της τιμής προς την Θεοτόκου στη Τέχνη συνολικά, στη Λογοτεχνία, στις Εικαστικές τέχνες, στη Μουσική, που ενέπνευσε τους καλλιτέχνες όλων των εποχών και όλων των χωρών σε αριστουργήματα του λόγου, του χρωστήρα, της σμίλης, του τόνου. Ιδιαίτερα στη Ζωγραφική αναρίθμητοι είναι οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες, που εμπνεύσθηκαν από τη Θεία Μορφή Της. Κατά την Παράδοση της Εκκλησίας πρώτος ο Ευαγγελιστής Λουκάς «εποίησεν Εικόνα της Θεοτόκου» και ιστόρησε τις πρώτες Εικόνες της Θεομήτορος. Η άποψη, ωστόσο, αυτή έχει προκαλέσει σύγχυση μεταξύ των μελετητών των εικόνων αυτών, αφού κυκλοφορούν και αναπαράγονται απόψεις και γνώμες, μερικές φορές, εντελώς αβασάνιστα και ανεκμηρίωτα.
Ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Σιώτης Μάρκος, που έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό στο έργο του, Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί Ιερών Εικόνων» γράφει : «Η γραπτή πληροφορία αφορά εις την παράδοσιν της Εκκλησίας, κατά την οποίαν ο Ευαγγελιστής Λουκάς κατέλιπεν εικόνας τινάς της Παναγίας. Η παράδοσις αυτή είναι τόσον ισχυρά, ώστε να προβληματίζη σοβαρώς τους ερευνητάς της κατά πόσον ήτο δυνατόν να διατυπωθή μία τοιαύτη εκ-κλησιαστική παράδοσις άνευ πραγματικού ιστορικού υποβάθρου» ( 1990, ό.π., σελ. 47).
Εξάλλου, ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε επιστολή του προς τον αυτo-κράτορα Θεόφιλο μνημονεύει: «Και γάρ ο θεσπέσιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς του θείου και σεβάσμιου χαρακτήρα της Πανάγνου Θεομήτορος Μαρίας, έτι εν σαρκί αυτής ζώσης εν Ιερουσαλήμ, και τας διατριβάς ποιουμένης εν τη αγία, Σιών, ζωγραφικαίς μίξεσι τήν της πανάγνου στήλην εν πίναξι διεχάραξεν, ως εν κατόπτρω τη μετέπειτα γενεά καταλελοιπώς» ( Λόγος αποδεικτικός περί των Αγίων και Σεπτών Εικόνων, P.G. τόμ. 95, σελ. 321 και 349) και δέχεται απροκάλυπτα ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησεν πρώτος τη μορφή της Θεοτόκου.
Και ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του: «Μελέτη περί των Αγίων Εικόνων», προβληματιζόμενος κατά πόσον οι πρώτες Εικόνες της Παναμώμου Μαρίας είναι έργα του Ευαγγελιστού Λουκά γράφει: «Οι περί τα ζητήματα αυτά ασχολούμενοι λέγουσιν ότι δεν είναι έργα αυτού, διότι ο Λουκάς δεν υπήρξεν ζωγράφος και ουδεμίαν μαρτυρίαν αρχαίων ιστορικών έχομεν μαρτυρούσαν την ζωγραφικήν εμπειρίαν του Λουκά. Ο Απόστολος Παύλος καλεί αυτόν ιατρόν, αλλά ζωγράφον ουδέ ποτέ τις αυτόν εκάλεσε». Και συνεχίζει ότι όλα αυτά τα επιχειρήματα, που από τους αντιφρονούντες αργότερα μελετητές του χρησιμοποιούνται, είναι πολύ ανίσχυρα για να αποκρούσουν κάθε αντίθετη άποψη, γιατί «στηρίζονται επί απλής υποθέσεως και ουχί ιστορικής μαρτυρίας», δεδομενου ότι ουδέποτε εγράφη από κάποιον ιστορικόν λεπτομερής βίος τού Ευαγγελιστού Λουκά, ώστε να είναι γνωστή η ιδιότητά του, δηλαδή τι εγνώριζε και τι αγνοούσε ο Ευαγγελιστής. Πιο κάτω όμως αναγράφει: «ουδ΄όλως δε θαυμαστόν να ηπίστατο την ζωγραφικήν, ως σπουδάσας εν Ελλάδι, εν ή η καλλιτεχνία ήτο μάθημα εκμανθανόμενον υπό των καλώς ηγμένων νέων». Και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενον της ιδιαιτέρας κλίσεως «προς τας καλάς τέχνας να εκίνησε τον Λουκάν να εκμάθη την ζωγραφικήν ως ερασιτέχνης, προς τέρψιν απλήν και ουχί προς επάγγελμα».
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο μόνος που παρέχει λίγες πληροφορίες για την Υπεραγία Θεοτόκο – σε αντίθεση από τους άλλους Ευαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαίο και Ιωάννη, οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Υιού Της και περιορίζονται μόνον σε φραστικές αναφορές για τη Θεομήτορα – όταν ετελείωσε τη ζωγραφική της Θείας Μορφής Της, επέδειξε την απεικόνιση αυτή στη Θεοτόκο κι εζήτησε τη γνώμη Της. Σύμφωνα με την Εκκλησιαστική Παράδοση η Πανάχραντη Μητέρα του Ιησού τού απήντησε, ότι ναι μεν χαίρεται, αλλά κάτι λείπει από την μητέρα. Λείπει το παιδί της! Καλόν θα είναι να ζωγραφίσει τη μητέρα με το παιδί στην αγκάλη της.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς με ευχαρίστηση υπάκουσε στην προτροπή Της. Έτσι, όταν τελείωσε τη ζωγραφική και την είδε η Θεοτόκος, τόσο πολύ χάρηκε, ώστε τού ευχήθηκε: «Η Χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη μεθ' υμών» (Ζιόμπολα Νεκταρίου Αρχιμ. Σαράντα Εικόνες της Παναγίας, σελ. 26).
Η πρώτη αυτή Εικόνα της Θεομήτορος μετά τού παιδός Ιησού στη Θεία Αγκάλη Της, η ευλογημένη από την Πανάχραντη Μητέρα Του Θεού, απετέλεσε τη μήτρα, επάνω στην οποία στηρίχθηκαν όλες οι επόμενες απεικονίσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Εικόνα αυτή ονομάσθηκε Παναγία η Βρεφοκρατούσα. Η Παρθένος Μαρία εικονίζεται εδώ στην ηλικία της εποχής εκείνης, δηλαδή άνω των πενήντα ετών – αφού ένδεκα χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου, η Θεοτόκος εκλήθη από τον Ουράνιο Βασιλέα. Ο Ιησούς ιστορείται μικρός στην ηλικία, αλλά με χαρακτηριστικά ωρίμου ανδρός και όχι με εκείνα κανονικού βρέφους.
Την άποψη ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς εμερίμνησε για την ζωγραφική απόδοση της πρώτης Εικόνας της Θεομήτορος αποδέχεται και ο Καθηγητής Ακαδημαϊκός Μάρκος Σιώτης. Στο προαναφερθέν μάλιστα έργο του αναφέρει ότι και «ο Συμεών ο Μεταφραστής χαρακτηρίζει τας εικόνας ταύτας του Ευαγγελιστού Λουκά» ως «φιλίας θερμότατης τεκμήριον» μετά της Θεοτόκου»· γεγονός που σημαίνει ότι «η μακραίωνη παράδοσις της αρχαίας Εκκλησίας αναγνώριζε την μετά της Θεοτόκου σύναψιν στενών προσωπικών σχέσεων σεβασμού, τιμής και αγάπης του Λουκά». Και όπως διαφαίνεται οι στενές προσωπικές σχέσεις του Ευαγγελιστού με την Θεοτόκο Μαρία συνήφθηκαν κατά τη διετή και περισσότερο παραμονή του στην Παλαιστίνη, όταν ο διδάσκαλος και στενός του συνεργάτης Απόστολος Παύλος ευρισκόταν δέσμιος στη φυλακή της Παλαιστίνης (58-60 μ.Χ.), περιμένοντας τη μεταφορά του στη Ρώμη, για να δικασθεί. ( Πράξ. 25,11). Στο διάστημα αυτό ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που τακτικά εκινείτο μεταξύ Καισαρείας και Ιεροσολύμων, ερχόταν σε περισσότερη επικοινωνία με τη Θεομήτορα.
Από την πρώτη εκείνη Εικόνα του Ευαγγελιστού Λουκά προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και άλλα αντίγραφα. Οι γνωστές σήμερα Εικόνες της Θεομήτορος, που αποδίδονται στον Θείον Ευαγγελιστή Λουκά είναι της Παναγίας Σουμελά, της Μονής Κύκκου στην Κύπρο και της Μονής Μ. Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Και στις τρεις Εικόνες «κατά το πλείστον καταστραφείσας» η Θεοτόκος ιστορείται «μετά του παιδός Ιησού Χριστού». (Σιώτου Μάρκου, ό.π., σελ. 51-52).
Τελευταία αναφέρεται μία ακόμη Εικόνα της Θεοτόκου, ιστορημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία ευρίσκεται στην «έν Ρίλνα της μικράς Ρωσίας». Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Άγιος Νεκτάριος στο προαναφερθέν έργο Του που επιμελήθηκε κι εμπλουτίστηκε από τον Κωνσταντίνο Καβαρνό (Εκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1997, σελ.103).
Και βέβαια οι σημερινές Εικόνες της Παναγίας της Μονής Σουμελά, της Μονής Κύκκου και της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου είναι αναμφίβολα μεταγενέστερες, αφού έχουν παρέλθει τόσες εκατοντάδες χρόνια από την ιστόρησή τους· είναι όμως ακριβή αντίγραφα των πρώτων ιστορικών Εικόνων του Ευαγγελιστού Λουκά και επιπλέον ό,τι έχει απομείνει από την αρχική, ευρίσκεται συνδεδεμένο με το αντίγραφο. Οπωσδήποτε, πάντως, η Θεία Χάρη της αρχικής Εικόνας υπάρχει ασφαλώς και στο μετέπειτα αντίγραφό της,
Παραδίδεται ακόμη, κάπως αόριστα όμως, ότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησε μετά τις πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου και άλλες εβδομήκοντα. Εάν όμως τούτο ήταν αληθές θα έπρεπε οι Εικόνες αυτές να ήταν της ίδιας τεχνοτροπίας και να μην ευρίσκονται σε καλή κατάσταση, όπως εκείνες οι πρώτες. Βέβαιον, πάντως, είναι ότι προέρχονται από άλλους σπουδαίους αγιογράφους, πολύ μεταγενεστέρων εποχών, ίσως και χιλίων ετών (Ζιόμπολα Νεκταρίου Αρχιμ., ό.π., σελ. 27).
Την ύπαρξη μιας από τις πρώτες Εικόνες της Θεοτόκου μνημονεύει πρώτος ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεόδωρος ο Αναγνώστης(+527), που ήκμασε τον 6ον μ.Χ. αιώνα. Ο Θεόδωρος Αναγνώστης, αναφερόμενος σε παλαιότερη προφορική Παράδοση, ομιλεί για συγκεκριμένη Εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Θεανθρώπου που εσώζετο ακόμη επί των ημερών του, και ήταν γνωστή στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ως ιστορηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Την Εικόνα αυτή της Θεομήτορος έστειλε η σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) Ευδοξία ως ευλογία στη θυγατέρα της και σύζυγο του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457) Πουλχερία, την οποία η ευσεβής αυτοκράτειρα αποθησαύρισε για προσκύνηση από όλους τους χριστιανούς στη Μονή των Οδηγών που ανήγειρε προς τιμήν τής Υπεραγίας Θεοτόκου. (Migne 86,165). Έκτοτε η Εικόνα αυτή έλαβε την επωνυμία Παναγία Οδηγήτρια. Ίσως εδώ να έχει την αφετηρία της η ονομασία η Εικόνα Παναγία η Οδηγήτρια, που μέχρι σήμερα κυκλοφορεί από τους αγιογράφους σε διάφορες παραλλαγές.
Παναγία η Οδηγήτρια
Εξάλλου, και αν ακόμη θεωρηθεί αμφίβολη η μαρτυρία του Συμεών του Μεταφραστού (Βίος του Λουκά § 6 Migne 115, 1136), που αποδίδει Εικόνα της Θεοτόκου, στον Ευαγγελιστή Λουκά, το Μηνολόγιο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, που ανάγεται στο 980 μ.Χ. περίπου, παρουσιάζει τον Λουκά ως ζωγράφο της Εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου· και βέβαια παλαιότερα, τον 6ον αιώνα, ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης (+527) αναφέρει ότι «την Εικόνα της Θεομήτορος, ήν ο Απόστολος Λουκάς καθιστόρησεν, έξ Ιεροσολύμων απέστειλεν» (Migne 86,165) στην αυτοκράτειρα Ευδοξία στην Κωνσταντινούπολη· δε μπορεί όμως να αναχθεί παλαιότερα, πέραν του 5ου αιώνα, δεδομένου ότι και ο Αυγουστίνος (354-430), που είχε πολλές σχέσεις με την Παλαιστίνη και ο Ιερώνυμος ( 342-420) που έμεινε για πολύ διάστημα στην πόλη αυτή, αγνοούν το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας (neque novimus faciem virginis Mariae), όπως και ότι υπήρχε Εικόνα της Θεοτόκου στην Ιερουσαλήμ.
Την Εικόνα της Παναγίας των Οδηγών, που εθεωρείτο ιερόν Παλλάδιον της Βασιλεύουσας, περιέφεραν οι χριστιανοί κατά τις τελετές, τις λιτανεύσεις και τις μάχες με πολλή ευσέβεια και δεν παρέλειπαν κάθε Τρίτη ημέρα της εβδομάδος να περιφέρουν την Εικόνα «ως ιερόν φυλακτήριον τω περιβόλω της Πόλεως, στηριζομένη επάνω στους ώμους των θεραπόντων Της». Το έτος 1204 μετά την κατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Φράγκους μεταφέρθηκε στη Βενετία Στην πληροφορία αυτή αναφέρεται και ο Π. Ν. Τρεμπέλας στο έργο του «Υπόμνημα εις το κατά Λουκά Ευαγγέλιον». (Εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων Η ΖΩΗ, Αθήναι 1992, σελ. 7).
Μία άλλη εκδοχή, την οποία μνημονεύει ο Καθηγητής Μάρκος Σιώτης η Εικόνα αυτή της Παναγίας των Οδηγών - που κατά θαυματουργικό τρόπο, τον οποίον δε διασώζει η Παράδοση μεταφέρθηκε και πάλι στη Βσιλεύουσα ως ακαταμάχητον οχύρωμα της Πόλης-καταστράφηκε από τους γενιτσάρους κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1453, οπότε και εχάθηκαν τα ίχνη της (ό.π., σελ. 48-49).
Εξάλλου, στην Εκκλησία της Santa Maria Maggiore στην Ρώμη, στην Capella Praolina ευρίσκεται πολύ παλαιά Eικόνα της Θεομήτορος, που αποδίδεται στον Απόστολον κι Ευαγγελιστή Λουκά. Το ιστορικό της φθάνει πίσω μέχρι το 847. Δεν αποκλείεται όμως να είναι και παλαιότερη. Ίσως να αφορά την ίδια Εικόνα της Θεομήτορος.
Οπωσδήποτε, πάντως, η Παράδοση του Ευαγγελιστού Λουκά ως ζωγράφου ενέχει ισχυρό ιστορικό στοιχείο αληθείας. Και τούτο, γιατί υπομιμνήσκει τη μεγάλη επίδραση, που άσκησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς στη χριστιανική τέχνη, «της οποίας εν πραγματική εννοία δύναται να κληθή ο ιδρυτής της» (Τρεμπέλα Π.Ν. ό π., σελ. 7) .
Η Θεοτόκος στην εικονογραφία
Το σεπτό πρόσωπο της Θεοτόκου είναι το προσφιλέστερο στην εικονογραφία. Η Παρθένος Μαρία είναι η «αγιωτέρα απάντων των Αγίων» και «υπερτέρα και αυτών ακόμη των Χερουβείμ και των Σεραφείμ». Από τον ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου υμνείται ως «Αγία των Αγίων μείζων».
Στην Ορθόδοξη τέχνη δεν είναι απλώς «αγία», αλλά εξαιτίας της μοναδικότητος του μυστηρίου, το οποίον Τής απεκαλύφθη, κατέστη η «Παναγία». Η παναγιότητα αυτή της Θεοτόκου Μαρίας ιστορείται με ζηλευτή ευλάβεια από την Ορθόδοξο τέχνη, η οποία καθιερώνει και εδραιώνει την απεικόνιση της Θεοτόκου ως «Παναγίας» και «Υπεραγίας», για να εξάρει τη δογματική διδασκαλία, όσον αφορά το πρόσωπο της Θεομήτορος σε σχέση με το μέγα γεγονός της Σαρκώσεως του Θείου Λόγου και τη μέσω αυτού σωτηρία του κόσμου.
Η Ορθόδοξη τέχνη προσπαθεί με την Αγία Μορφή της Θεομήτορος να υποδείξει το «δόγμα της σαρκώσεως του Υιού του Θεού» και όχι απλά να εμφανίσει την άδολη και σεμνή παρθένο της Ναζαρέτ πριν ακόμη επέλθει επ’αυτής το Άγιον Πνεύμα και καταστεί η Παρθένος Μήτηρ, συγχρόνως δε και «όντως Θεοτόκος».
Έτσι, μολονότι η απεικόνιση της Παρθένου Μαρίας είναι πολύ παλαιά στη χριστιανική τέχνη με τις πρώτες γνωστές παραστάσεις στις τοιχογραφίες των ρωμαϊκών κατακομβών, εντούτοις μετά τη Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.), κατά την οποία η Παρθένος Μαρία ανεκηρύχθη «όντως Θεοτόκος», αναπτύσσεται σταδιακά η Θεομητορική εικονογραφία.
Η απαράμιλλη λατρεία στο πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας ενέπνευσε τους αγιογράφους όλων των μετά Χριστού εποχών σε κορυφαία αριστουργήματα τέχνης. Στη ζωγραφική ιδιαίτερα μια αναρίθμητη σειρά καλλιτεχνών εμπνεύσθηκαν από την Ιερή Μορφή της Θεοτόκου, που σύμφωνα με την Παράδοση πρώτος ο Ευαγγελιστής Λουκάς ιστόρησε και κατόπιν ακολούθησαν μεμονωμένες παραστάσεις της Θεομήτορος στις κατακόμβες· και μετέπειτα στις βυζαντινές Εικόνες και τοιχογραφίες εδημιούργησαν αριστοτεχνικά κι επιδέξια την Ορθόδοξη, τη βυζαντινή τέχνη.
Αναφέρεται ότι όσοι είχαν γνωρίσει τον Ιησού Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο κατά την επίγεια ζωή Τους, έδιναν πάντα σχετικές πληροφορίες, σε εκείνους που ήθελαν να γνωρίζουν περισσότερα. Με αυτές τις πληροφορίες δημιουργήθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας από πολύ ενωρίς μία συγκεκριμένη παράδοση όσον αφορά στα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα μέλη του σώματος και γενικά στην όλη εμφάνιση των Θείων Μορφών του Ιησού και της Θεομήτορος.
Τις περιγραφές αυτές διέσωσαν πολλοί ιστορικοί και συγγραφείς. Ευνόητο επομένως είναι η παράδοση αυτή να παρουσιάζει κάποιες παραλλαγές, όχι μόνο, επειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν προφορικές, αλλά και επειδή τα διάφορα περιστατικά αναφέρονται σε διάφορες ηλικίες και φάσεις στη ζωή των εικονιζομένων προσώπων.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου εξεικονίζονται οι δογματικές παραστάσεις της Ορθοδόξου Πίστεως και παράλληλα συνοψίζονται πολλοί συμβολισμοί· δεν είναι μόνον το αρχέτυπον της Μητέρας του Θεανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα εξεικονίζει ιδιαίτερες θεολογικές, ιστορικές και τοπικές σηματοδοτήσεις Η Ορθόδοξη εικονογραφία παριστάνει τη Θεομήτορα, όχι απλά σαν ένα τύπο γυναίκας με φυσική ωραιότητα, αλλά ως μία μορφή που εμφανίζει αισθητά την παναγιότητα, η οποία Τής εδωρήθη από τον Κύριον∙ και που ανάγεται στο Μυστήριον της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού. Με την απεικόνιση της πάνσεπτης Μητέρας του Θεού η Ορθόδοξη εικονογραφία επιθυμεί: «να αποδείξη το δόγμα της σαρκώσεως και όχι απλώς να εμφανίση ημίν την απλήν Παρθένο από τη Ναζαρέτ, πριν επέλθη επ΄αυτής Πνεύμα Άγιον και Δυνάμις Υψίστου επισκιάση αυτήν» (Λουκ.α΄35) και καταστή ούτως «Η Παρθένος άμα δε και η όντως Θεοτόκος» (Καλοκύρη Κ. Δ. στη Θ.Η.Ε., τόμ. 5, σελ. 376).
Η Θεογεννήτωρ Μαρία στην Ορθόδοξη αγιογραφία ιστορείται κατά τον Θεόδοτον Επίσκοπον Αγκύρας (Ε΄αιώνας) ως «περιβεβλημένη την Θείαν Χάριν τοις όμμασιν αγιολαμπής». Έτσι, με την Χάριν, που «εύρε παρά τώ Θεώ» (Λουκ.α΄31) «έτεκεν τον Σωτήρα του κόσμου» και έλαβε η μόνη από όλον τον γυναικείο πληθυσμό το θείο κάλλος· για τούτο στην Ορθόδοξη εικονογραφία ιστορείται ως «η μόνη άμωμος έν γυναιξί και καλή».
Επειδή όμως στον καθαρά δογματικού και θεολογικού περιεχομένου βασικό εικονογραφικό τύπο της Παρθένου Μαρίας δεν υπάρχουν καλλιτεχικά πρότυπα, η Ορθόδοξη αγιογραφία εδημιούργησε έναν ιδεώδη τύπο απεικόνισης της Θεοτόκου, ο οποίος με την έξαρση και τον τονισμό των χαρακτηριστικών της Θεομήτορος, διαφοροποιείται από τις γυναικείες φυσιογνωμίες της καθημερινής ζωής και εμπνέει την ιδέα της υπερβατικής πραγματικότητας, στην οποία η Θεία Μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου ευρίσκεται.
Για τη μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου ο Επιφάνιος ο Αγιοπολίτης στο βιβλίο του με τον τίτλο «Εις τον βίον της Υπεραγίας Θεοτόκου» γράφει: «Το ήθος αυτής ήν τοσούτον σεμνή κατά πάντα και ολιγόλογος, ταχυπήκοος, ευπροσήγορος (ο καταδεκτικός, ο φιλικός), απαρρησίαστος (ο συνεσταλμένος, ο προσεκτικός) προς πάντα άνθρωπον, αγέλαστος (ο σοβαρός άνθρωπος), ατάραχος, αόργητος (ο μη οργιζόμενος), ευπροσκύνητος (ο εύκολος προσκυνών, ο γονατίζων), τιμητική, τιμώσα και προσκυνούσα πάντα άνθρωπον ώστε θαυμάζειν άπαντας εις την σύνεσιν και την λαλιάν αυτής την ηλικίαν (ανάστημα) μεση· τινές δέ φασιν αυτήν πλέον έχειν του μέσον∙ σιτόχρους, ξανθόθριξ, ξανθόμματος, ευόφθαλμος (ο έχων μεγάλους και ωραίους οφθαλμούς) μελανόφρων, επίρρινος (ο έχων μεγάλην ρίνα) μακρόχειρ, μακροδάκτυλος, μακροπρόσωπος, χάριτος θείας και ωραιότητος πεπληρωμένη· άτυφος (ταπεινόφρων, ο έχων ταπεινόν φρόνημα), ασχημάτιστος, (ο ανεπιτήδευτος, ο μη καλλωπιζόμενος), άβλακος (νοήμων), ταπείνωσιν υπερβάλλουσα έχουσα∙ διό και επέβλεψεν επ’ αυτήν ο Θεός, ως αυτη έφη μεγαλύνουσα τον Κύριον (Λουκ. α΄46)· ιμάτια αυτόχροα αγαπώσα και φορούσα· και μαρτυρεί το άγιον μαφόριον αυτής∙ ενήθεν δε τα των ερίων, ήγουν τα του ναού του Κυρίου· και ετρέφετο εκ του ναού του Κυρίου· καρτερούσα ταις προσευχαίς και τη αναγνώσει, και τη νηστεία, και τω εργοχείρω και πάση αρετή∙ ως τη ποικιλία των έργων, και τη καταστάσει, πολλών γυναικών γενέσθαι την όντως αγίαν Μαρίαν» (P.G., τόμ.120, σελ.122,3) .
Με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, τους μεγάλος οφθαλμούς και τη μεγάλη ρίνα, το μικρό στόμα, το ωραίο περίγραμμα του προσώπου, τη γλυκύτητα στην έκφραση του βλέμματος, την ιλαρότητα στην όψη και σε ολόκληρη τη μορφολογία του προσώπου η Ορθόδοξη αγιογραφία επέτυχε να αποδώσει τη χαριτόβρυτο αγιότητα της Θεομήτορος∙ και καθιέρωσε τον τύπο της Βυζαντινής Παναγιάς, τύπο στον οποίο κάθε χριστιανός από οποιοδήποτε δόγμα διαβλέπει, όχι ένα φυσικό πρόσωπο, αλλά την ιερότητα της θείας μορφής και το κάλλος, το οποίον «ούκ εστιν εκ του κόσμου τούτου»· αφού η βυζαντινή εικονογραφία είναι τέχνη, που ενδιαφέρεται για τα πνευματικά ιδεώδη για την υπερβατική πραγματικότητα.
Τη ζωγραφική της Εικόνας στη βυζαντινή αγιογραφία δεν την ενδιαφέρει το σώμα με τη ψιλή, τη γυμνή «σωματική» έννοια, αφού δεν είναι απλό βιολογικό σώμα, εστερημένον της Θείας Χάριτος, αλλά «ναός του Αγίου Πνεύματος». Εδώ το σώμα, μολονότι διατηρεί τους φυσικούς μορφολογικούς του χαρακτήρες, οι οποίοι όμως δεν αποδίδονται με την αυστηρή φυσιοκρατική αλήθεια, εξευγενίζεται και ανυψώνεται στην άλλη πραγματικότητα. Έτσι, το ρεαλιστικό στοιχείο δεν αποτελεί ως προς την απόδοση πιστή μίμηση ζώντων προτύπων της φυσικής πραγματικότητας, αλλά με την ένταξή του στον υπερβατικό χώρο, το σώμα που εξιδανικεύεται, μεταποιείται σε στοιχείο υψηλής έκφρασης, της πρόγευσης της καινής κρίσης. Ο πιστός βέβαια έχει την αίσθηση του υλικού, αντιλαμβάνεται όμως ότι αυτή η ύλη μετασχηματίσθηκε και «ενεδύθη την αθανασίαν» (Α΄Κορ. ιε΄52-54, Θ.Η.Ε. τόμ. 5, σελ. 367).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου