Εις μνημόσυνον αιώνιον
Ομιλία εκφωνηθείσα εις τον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς την Κυριακή 9η Σεπτεμβρίου 2018 κατά το Αρχιερατικό Μνημόσυνο στην μνήμη των αοιδίμων Οικουμενικών Πατριαρχών Ιωακείμ Β΄ & Ιωακείμ Δ΄ από τον καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Βούκουνα Διευθυντή του 1ου ΕΠΑ.Λ. Χίου.
Έχουν περάσει δεκαεπτά έτη Σεβασμιότατε και αγαπητοί αδελφοί από τότε που σύμφωνα με τον Κανονισμό του, το Ίδρυμα Πνευματικής και Κοινωνικής Διακονίας Καλλιμασιάς Χίου «Άγιος Αιμιλιανός ο Ομολογητής» που έχει την έδρα του την Καλλιμασιά, τιμά τη μνήμη των Χίων Οικουμενικών Πατριαρχών Ιωακείμ του Δευτέρου και Ιωακείμ του τετάρτου. Καθορίστηκε ως ημέρα τιμής η Κυριακή προ ή μετά την εορτή των ονομαστηρίων τους, των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, εδώ στη γενέτειρα τους, την Καλλιμασιά.
Και φέτος η ημέρα μνήμης αυτή λαμβάνει ιδιαίτερη επισημότητα και λαμπρότητα λόγω της δικής σας σεπτής παρουσίας. Η Παρουσία του Ποιμενάρχου μας και συνάμα του Προέδρου του προμνημονευθέντος ιδρύματος μας γεμίζει χαρά. Είναι η χαρά των ποιμενομένων που έχουν ανάμεσα τους τον ποιμενάρχη, τη χαρά των παιδιών που έχουν κοντά τους τον πατέρα τους.
Επικαλούμαι κι εγώ ταπεινά την πατρική σας ευλογία και σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε σ' αυτή την τόσο σημαντική στιγμή για την ενορία μας να μιλήσω για τις δύο αυτές μεγάλες μορφές της Εκκλησίας και του Γένους μας και παρακαλώ το Θεό δια της ευλογίας σας να σταθώ ικανός και άξιος για τούτο.
Μελετώντας σχετικά την βιβλιογραφία για να αντλήσω πληροφορίες και εδώ οφείλω να ευχαριστήσω και τον εφημέριο μας πατέρα Γεώργιο που μου την εμπλούτισε, ηχούσαν στα αυτιά μου τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, από την πρώτη προς Κορινθίους επιτολή του: «Τα ασθενή και τα εξουθενωμένα εξελέξατω ο Θεός ίνα τα ισχυρά καταισχύνει».
Ας μεταφερθούμε στην εποχή που έζησαν οι Πατριάρχες μας. Στην οθωμανική αυτοκρατορία. Η κυριαρχία του κράτους είναι απόλυτη. Όμως κάθε εθνική ομάδα της αυτοκρατορίας είχε τη δυνατότητα να ρυθμίζει την εσωτερική της λειτουργία σύμφωνα με τους δικούς της εθιμικούς κανόνες. Ειδικά για τους ορθόδοξους χριστιανούς το ρόλο αυτό ανέλαβε η Εκκλησία υπό την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο πλαίσιο του συστήματος των εθνικών κοινοτήτων (Millıyet). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκτείνεται σ’ όλο τον οθωμανικό χώρο. Εκτός από τις εκκλησιαστικές αρμοδιότητες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί και πολιτικές λειτουργίες, μια εξ αυτών ίσως η σημαντικότερη είναι η οργάνωση της εκπαίδευσης. Ο εκάστοτε Πατριάρχης είναι ο «Mıllıyet Başı» (Εθνάρχης) των ορθοδόξων. Δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης από πνευματικός καθοδηγητής, ουσιαστικά μετεξελίσσεται σε πολιτικό ηγέτη και σύνδεσμο των ορθοδόξων χριστιανών με το οθωμανικό κράτος. Σε αυτή την συγκυρία λοιπόν το πηδάλιο της εκκλησιάς αναλαμβάνει ο Ιωακείμ ο Β΄ κατά κόσμο Ιωάννης Κοκκώδης. Γεννήθηκε το 1802 στην Καλλιμασιά της Χίου από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και τη Λεμονιά. Ποίος άλλος παρά η ανεξιχνίαστη βουλή του Υψίστου σκέπαζε ένα μικρό παιδί ορφανό από πατέρα σε τέτοιες συγκυρίες, που ξεκίνησε από μια σκλαβωμένη πατρίδα ως να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη όπου εκεί θα έπρεπε να εξασφαλίζει αφενός τα προς το ζην, αφετέρου να ολοκληρώσει τη μόρφωση του; Έτσι βρίσκουμε τον Ιωάννη να εργάζεται σε αρτοποιείο και να ψέλνει λαμπαδάριος στον Ναό του Αγίου Ιωάννου των Χίων στον Γαλατά.
Λόγω της ευσέβειας του και της καλλιφωνίας προσλήφθηκε αρχικά από τον Μητροπολίτη Βελιγραδίου Αγαθάγγελο και κατόπιν από τον Μητροπολίτη Σοφίας Ιωακείμ ως γραμματέας, από τον οποίο χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Ιωακείμ. Μένει μαζί του περί τους τριάντα μήνες. Γίνεται γραμματέας και Αρχιδιάκονος του Ιωαννίνων Βενέδικτου εκεί συμπληρώνει τη μόρφωση του με κατ οίκον μαθήματα από τον Αθανάσιο Ψαλίδα γνωστό εκπρόσωπο του νεοελληνικού διαφωτισμού και ανώτερα μαθήματα από τον Αναστάσιο Σακελάριο Σχολάρχη της Ζωσιμαίας Σχολής. Το 1828 θα χειροτονηθεί επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως (Τεπελένι) και το 1832 θα αναλάβει και την επισκοπή Χειμάρας.
Το 1835 προάγεται σε μητροπολίτη Ιωαννίνων . Εδώ ο Ιωακείμ έδειξε για πρώτη φορά την αγάπη του προς το έθνος και τη θρησκεία καθώς και το απαιτούμενο σθένος και δύναμη. Όταν έγινε ο απαγχονισμός του νεομάρτυρα Γεωργίου (η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου) ο Ιωακείμ επειδή προσπαθούσε να ματαιώσει τις ενέργειες τον Αύγουστο του 1838, εξορίζεται στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Όμως τον Αύγουστο του 1840 αναλαμβάνει και πάλι τη Μητρόπολη Ιωαννίνων και συνάμα γίνεται μέλος της ενδημούσης ἐν Φαναρίῳ Ἱεράς Συνόδου.
Τον Απρίλιο του 1845, μετετέθη στην Κύζικο διαδεχόμενος τον Μελέτιο, ο οποίος έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης. Η δραστηριότητα του Ιωακείμ ως μητροπολίτη Κυζίκου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προσπάθεια για το ξερίζωμα πρακτικών που από τη μεριά της εκκλησίας θεωρούνταν προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Με δικά του χρήματα έκτιζε μονές των οποίων οι πρόσοδοι από την κτηνοτροφική εκμετάλλευση και την ενοικίαση των μοναστηριακών κτημάτων θα χρησίμευαν για τη βελτίωση εκπαιδευτικών καθιδρυμάτων.
Στις 4 Οκτωβρίου 1860 εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως Ιωακείμ ο Δεύτερος, σύμφωνα με τα άρθρα των εθνικών κανονισμών που μόλις είχαν κυρωθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Ο δρόμος όμως από το θρόνο του Grad Sinioris του Σουλτάνου από τον οποίο έπαιρνε το σκήπτρο του ο εκάστοτε Πατριάρχης στα δύσκολα αυτά χρόνια μέχρι την είσοδο του Πατριαρχικού θρόνου πολλές φορές είχε βαφτεί με αίμα τους. Πριν σαράντα περίπου χρόνια αιμάτων επισταζόμενος σε αυτόν σύρθηκε ο Γρηγόριος ο Ε΄ ακολουθούμενος από τον, εκ Χίου επίσκοπο Δωρόθεο Πρώιο, Οι Τούρκοι εύκολα οδηγούσαν στην αγχόνη έναν επίσκοπο. Γνωρίζουμε το τέλος του Μητροπολίτη Χίου Πλάτωνος, και μια και σήμερα τιμάται η μνήμη του το επίσης μαρτυρικό τέλος του νεομάρτυρος Άγιου, Χρυσοστόμου επισκόπου Σμύρνης που επέλεξε το στεφάνι του μαρτυρίου αντί της σωτηρίας του. Σε αυτόν το δρόμο καλείται να βαδίσει ο Ιωακείμ ο δεύτερος. Με κανένα τρόπο δεν σκόπευε να συμμορφωθεί προς τη νέα κατάσταση των πραγμάτων, επειδή πίστευε ότι άρθρα του νέου κανονισμού εκμηδένιζαν τη δύναμη και το γόητρο της Εκκλησίας διαφωνεί και αντιδρά. Έτσι παύτηκε στις 9 Ιουλίου του 1863, ως μη εφαρμόζων τους Εθνικούς Κανονισμούς, και στις 18 Αυγούστου του ίδιου έτους υπέβαλε την παραίτηση του και αποσύρθηκε στην Αρτάκη.
Το 1872 όμως επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη και στις 18 Νοεμβρίου 1873 εκλέγεται για δεύτερη φορά πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιωακείμ στις 15 Ιουλίου 1878 ενώ νοσηλευόταν στον στην Ιερά μονή Αγίας Τριάδας στη Χάλκη κάλεσε τον έφορο της Σχολής Θεόδωρο Μαυρογορδάτο και σύνταξε τη διαθήκη του. όπου διέθεσε 1800 λίρες Τουρκίας για τη Σχολή της πατρίδας του σε ιδιόκτητο οικόπεδο που επίσης για τον αυτόν σκοπό διάθεσε. Έτσι χτίστηκε το γνωστό μας Παρθεναγωγείο. Και μόνο η μελέτη της διαθήκης του φανερώνει άνθρωπο με φλογερό ενδιαφέρον για την παιδεία και την μόρφωση, την φιλανθρωπία και την διάδοση του λόγου του Θεού αφού φρόντισε την αμοιβή τακτικού Ιεροκήρυκα για τη μεγάλη του Χριστού εκκλησία.
Η 4η Αυγούστου του 1878 ήταν η ημέρα του θανάτου του. Ετάφη στο Βαρουκλί. Ο Ιωακείμ ο Δεύτερος πέραν της μαρτυρίας του λογοτέχνη Γεώργιου Βιζυηνού για το εξομολογητικό του χάρισμα και την αγάπη που αγκάλιαζε τον κάθε πιστό που τον πλησίαζε, αναφέρεται από τους βιογράφους του και ως Ιεράρχης με μεγάλη διοικητική ικανότητα, ευφυΐα, οξύνοια και σταθερότητα στις παραδόσεις . Διαχειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία το Βουλγαρικό Σχίσμα. Δεν φοβήθηκε ούτε την παύση ούτε την εξορία προκειμένου να υπερασπιστεί την αλήθεια, την ευσέβεια και τα δίκαια της εκκλησίας για τούτο ήταν αγαπητός από Λαό και άρχοντες ως πρωθιεράρχης σεπτός και πρώτος τη τιμή απάσης της Ανατολικής Εκκλησίας.
Στις 5 Ιουλίου 1837 η Λεμονιά Κοκκώδη θα φέρει στον κόσμο τον Νικόλαο, γιο του Ιωάννη Κρουσουλόυδη, συγγενή του Πατριάρχου Ιωακείμ του Β΄ που και αυτόν η Θεία πρόνοια ετοίμαζε ως οιακοστρόφο εκκλησίας και Έθνους. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται εσφαλμένα ως αδελφή του Πατριάρχου Ιωακείμ του Β΄ όμως σε βιογραφικό που κατέθεσε ο ίδιος ο Πατριάρχης δεν επιβεβαιώνεται αυτή η πληροφορία. Ο Νικόλαος τελείωσε πρώτος και αριστούχος την Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1860, και αναδείχτηκε ο πρώτος από τους απόφοιτους της Σχολής αυτής που έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης. (Και ο δεύτερος αριστούχος της Σχολης που έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν Χίος επίσης πρόκειται για τον Κωνσταντίνο τον Ε΄ τον Βαλιάδη). Προς τιμή του συγγενή του, Ιωακείμ του Β, όταν χειροτονήθηκε διάκονος ο Νικόλαος ονομάστηκε Ιωακείμ. Διετέλεσε κατ' αρχήν υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου και έπειτα Αρχιγραμματέας αυτής μέχρι το 1863. Τον Νοέμβριο του 1863 εκλέγεται Μητροπολίτης Λαρίσης αντί του παραιτηθέντος Δωροθέου και στις 8 Αυγούστου 1875 μετατίθεται στην Μητρόπολη Δέρκων (με έδρα τα Θεραπιά Κωνσταντινούπολης) αντί του αποθανόντος Νεοφύτου.
Διετέλεσε κατά περιόδους Πρόεδρος του Ιερατικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου (1876-1877), της Εφορίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1884) και του Εθνικού Μικτού Συμβουλίου (1880-1884).
Τον Απρίλιο του 1880 έφθασε στη Χίο, όπου κατέθεσε εκ μέρους του θείου του τον θεμέλιο λίθο του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου και κατόπιν επέστρεψε μέσω Σμύρνης στην Κωνσταντινούπολη.
Την 1η Οκτωβρίου του 1884 εκλέγεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ως Ιωακείμ ο Τέταρτος.
Δυστυχώς όμως για την Εκκλησία και το Έθνος, Ο νέος Πατριάρχης δεν θα μπορέσει να βαστάξει το βαρύ της Πατριαρχίας βάρος, εξαιτίας ανίατης ασθένειας που τον ταλαιπωρεί. Τα ταξίδια του στην Ευρώπη δεν βοηθούν Μη θέλοντας λοιπόν σαν ευσυνείδητος άρχοντας να γίνεται πρόξενος μάλλον βλάβης παρά ωφελείας αποφάσισε να παραιτηθεί οικειοθελώς. υποβάλλοντας στις 14 Νοεμβρίου 1886 την παραίτηση του. Ο Ιωακείμ ως Οικουμενικός Πατριάρχης έδειξε σε όλους δραστηριότητα και σύνεση. Κλήρος και λαός έδειχνε σε αυτόν πλήρη εμπιστοσύνη, σεβασμό και εκτίμηση. Ο μειλίχιος χαρακτήρας του και ο τρόπος της σεμνής συμπεριφοράς του συνετέλεσαν ώστε να επικρατήσει ομόνοια και σύμπνοια στην διευθέτηση των ζητημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Οι διάφορες υπηρεσίες του Πατριαρχείου λειτουργούσαν με θαυμαστή κανονικότητα, ώστε όλοι έδειχναν πλήρη εμπιστοσύνη. Η παραίτηση του που γίνεται δεχτή στις 16 Νοεμβρίου 1886 με έκφραση προς αυτόν διάπυρης ευγνωμοσύνης Εκκλησίας και Γένους "επί τη θυσία και τοις καρποφόροις άγωσιν υπέρ των εκκλησιαστικών και εθνικών συμφερόντων".
Ο Ιωακείμ επέστρεψε στην πατρίδα του την Χίο και φθάνοντας στις 5 Δεκεμβρίου· 1887 και γίνεται δεκτός με σεβασμό και αγάπη από τους συμπατριώτες του. Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου 1887, σε ηλικία 50 ετών. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Καλλιμασιά και ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα.
Η κηδεία του ήταν πάνδημος και μεγαλοπρεπής, αντάξια του. Σ' αυτήν προεξήρχαν κατ' εντολή της Ιεράς Συνόδου και του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου οι μητροπολίτες Εφέσου Αγαθάγγελος, Σμύρνης Βασίλειος και ο Χίου Αμβρόσιος. Ετάφη όπισθεν του Ιερού βήματος του ναού της Μεταμορφώσεως του Χριστού. Το καλλιμάρμαρο ταφικό μνημείο του Πατριάρχου που κατασκευάστηκε εξ' ολοκλήρου με έξοδα της αδελφής του Χαρίκλειας, είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου, είναι από τους ελάχιστους τάφους Πατριαρχών εκτός Κωνσταντινουπόλεως και έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Σεβασμιότατε πατέρα και Δέσποτα! Σήμερα αυτό που βιώνουμε και ονομάζομε κρίση δεν ακουμπάει μόνο στα οικονομικά μας, επιδρά στην πνευματική ζωή και στην ψυχοσύνθεσή μας, στη συμπεριφορά μας προς τους άλλους, στο ενδιαφέρον μας για το μέλλον, στην αισιοδοξία για όνειρα και προσδοκίες. Ας αναλογιστούμε ότι τούτη εδώ η πατρίδα σε συνθήκες ίσως πολύ πιο δύσκολες ανέδειξε σπουδαία τέκνα όπως ήταν οι δύο Πατριάρχες που τιμούμε.
Ακολουθώντας τις υποδείξεις τους την βιωτή και την πολιτεία τους ας προσεγγίσομε την εκκλησία που κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο αποτελεί ἰατρεῖον πνευματικόν. Μόνο ο λόγος Της, ως λόγος Χριστού, είναι λόγος παρηγορητικός παρακλητικός και ελπιδοφόρος. Διαφορετικά όσο χρόνο και να διαθέσει κάποιος, όσους τόμους και αν γράψει, δεν θα μπορέσει να βρει λύση στα μεγάλα προβλήματα που μας ταλανίζουν.
Έχοντας το έργο τους στο νου και στην καρδιά μας και κινούμενοι από βαθιά ευγνωμοσύνη προς αυτούς ας προσευχηθούμε και ας παρακαλέσουμε τον Ύψιστο υπέρ μακάριας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως των ψυχών τους και ας ψάλουμε το αιωνία η μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου