Οἱ τρισμακάριστοι καὶ θειότατοι πατέρες, Νικήτας, Ἰωάννης καὶ Ἰωσήφ, εἶναι γεννήματα καὶ θρέμματα τῆς νήσου Χίου. Δὲν γνωρίζουμε νὰ ποῦμε ἀκριβῶς ἐὰν ἦταν ἀπὸ τὴ Χώρα ἢ ἀπὸ κάποιο χωριό. Θὰ ἦταν βέβαια πολὺ ἐπιθυμητὸ νὰ ξέρουμε τὴν πατρίδα τους, τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τους καὶ πῶς πῆραν τὴν εὐλογημένη ἀπόφαση νὰ μονάσουν καὶ νὰ δοθοῦν «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Συμπεραίνουμε ὅμως ὅτι θεῖος ἔρωτας φούντωσε στὶς τρυφερὲς καὶ ἁγνὲς καρδιές τους καὶ ἔτσι τοὺς βρίσκουμε νὰ ἀγωνίζονται τὸν ἀγῶνα τὸν καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε ποιὰ ἀκριβῶς χρονολογία ἀσκήτεψαν.
Περὶ τὸ 1036-1042 μ.Χ., ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευαν ὁ Μιχαὴλ Δ´ ὁ Παφλαγὼν καὶ μετέπειτα ὁ Μιχαὴλ Ε´ ὁ Καλαφάτης, ἀνεφάνησαν καὶ ἔγιναν γνωστοὶ στὸν κόσμο οἱ ὅσιοι Πατέρες. Ὁ τόπος, ὅπου ἀσκήτεψαν, ἦταν ἕνα ψηλὸ βουνό, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Προβάτειον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ ἦταν μόνον οἱ δύο αὐτάδελφοι Νικήτας καὶ Ἰωάννης. Κατόπιν ἦρθε νὰ προστεθεῖ μαζί τους καὶ ὁ μακάριος Ἰωσήφ. Ἐπιθυμοῦσαν πολὺ νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιθυμία καταφρονώντας ὅλα τὰ γήινα καὶ πρόσκαιρα καὶ ἀναζητώντας τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια.
Γι᾿ αὐτὸ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔφτασαν σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῶν, ἀφοῦ γιὰ πρότυπο καὶ παράδειμά τους εἶχαν τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση ἀκολούθησαν. Βασάνιζαν καὶ σκληραγωγοῦσαν τὸ σῶμα τους μὲ νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία καὶ ἐγκράτεια καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα γεύονταν λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Ἀνέπαυαν μὲ λίγο ὕπνο τὸ σῶμα τους ὄχι σὲ στρῶμα, ἀλλὰ κατάχαμα στὴ γῆ καὶ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς τους τὸν ξόδευαν σὲ ὁλονύκτιες στάσεις καὶ ὁλημερινὲς προσευχές. Μὰ καὶ ὁ τόπος ποὺ ἀσκήτευαν δὲν ἦταν εὔκολος. Ὅπως εἴπαμε, ἦταν βουνὸ πετρῶδες, δυσκολοπερπάτητο, χωρὶς νερὸ ἐκεῖ κοντά. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ψηλὸ καθὼς ἦταν τὸ βουνό, τὸ χτυποῦσαν οἱ ἄνεμοι ἀπὸ παντοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὸ χειμῶνα ἔκανε ὑπερβολικὸ κρύο καὶ ἔπεφταν πολλὰ χιόνια. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες αὐτοὺς ποὺ χωρὶς γογγυσμὸ ὑπέμεναν ὁ Θεὸς τοὺς ἀξίωσε νὰ ἁρπάζονται σὲ θεῖες θεωρίες. Μὲ τὴν καθαρότητα ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει ἔβλεπαν πολλὲς φορὲς τὴ νύχτα φῶς νὰ λάμπει μέσα στὸ δάσος. Κατέβαιναν μὲ μεγάλη προθυμία τὴν ἡμέρα θέλοντας νὰ δοῦν τί ἦταν ἐκεῖνο τὸ φῶς στὸ δάσος, ἀλλά, ἐνῶ πλησίαζαν, χανόταν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ βροῦν. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἔτσι πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ κάψουν τὸ δάσος καί, ἐὰν ἦταν ἐκ Θεοῦ τὸ φῶς ποὺ ἔβλεπαν, ὁ τόπος ἐκεῖνος δὲ θὰ καιγόταν. Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς ἄρχισαν νὰ καῖνε τὸ πανέμορφο δάσος. Φτάνοντας ὅμως στὸ σημεῖο ποὺ ἔβγαινε τὸ φῶς ἡ φωτιὰ ἔσβησε χωρὶς νὰ τὸ κάψει. Ἀμέσως λοιπὸν οἱ Ὅσιοι, μόλις εἶδαν τὴν πυρκαγιὰ νὰ σβήνει, πλησίασαν καὶ μὲ ἔκπληξη εἶδαν μιὰ μυρσίνη ἀπείρακτη ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ μιὰ Ἁγία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος στὰ κλαδιά της. Ἡ Θεομήτωρ Μαρία εἰκονιζόταν μόνη της, χωρὶς τὸ μονογενὲς βρέφος της, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Πῶς ἡ εἰκόνα βρέθηκε στὴ μυρσίνη δὲν εἶναι γνωστό. Ἴσως ἦταν κρυμμένη ἐκεῖ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως κανένας παλαιότερος ἀσκητὴς τὴν ἄφησε στὴ μυρσίνη ἢ ἀκόμη ἴσως ἀπὸ μόνη της ἡ ἁγία εἰκόνα, θείᾳ δυνάμει, ἔφυγε ἀπὸ κάποιο ἄλλο μέρος καὶ ἦρθε ἐκεῖ. Βρίσκοντας τὴν ἁγία εἰκόνα οἱ Ὅσιοι χάρηκαν πολὺ καὶ παίρνοντάς την μὲ πολλὴ εὐλάβεια, ὕμνους καὶ ψαλμωδίες τὴν ἔφεραν στὸ ἱερὸ σπήλαιο, ὅπου κατοικοῦσαν.
Ἡ εἰκόνα ὅμως τῆς ἀχράντου Θεοτόκου Μαρίας θείᾳ δυνάμει ἔφευγε καὶ πήγαινε στὰ κλαδιὰ τῆς μυρσίνης. Ἐπειδὴ ἔγινε αὐτὸ πολλὲς φορές, κατάλαβαν οἱ Ὅσιοι ὅτι ἡ Θεοτόκος ἤθελε νὰ μείνει στὸν τόπο, ὅπου εὑρέθηκε καὶ ἐκεῖ νὰ γίνει σπίτι της. Ἔτσι πρόχειρα καὶ ὅπως μποροῦσαν ἔκαναν ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἔβαλαν μέσα τὴν ἁγία εἰκόνα ψάλλοντας καὶ εὐχαριστῶντας τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ τὴν φανέρωσε σ᾿ αὐτούς.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ποὺ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ στὴ Χίο, ἦταν διωγμένος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Μυτιλήνη ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ θεία ἀποκάλυψη γνώρισαν πὼς πεθαίνοντας οἱ βασιλεῖς Μιχαὴλ ὁ Παφλαγὼν καὶ Μιχαὴλ ὁ Καλαφάτης θὰ βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Μονομάχος, γι᾿ αὐτὸ ὁ θεῖος Νικήτας καὶ ὁ θεῖος Ἰωσὴφ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη καὶ τὸν βρῆκαν. Προσπάθησαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν παρηγορήσουν ἀπὸ τὴ λύπη του καὶ τοῦ ἀποκάλυψαν ὅτι εἶναι θεῖο θέλημα σὲ λίγο καιρὸ νὰ γίνει ἐκεῖνος βασιλιᾶς στὴν Πόλη. Στὴν ἀρχὴ δὲν πίστευε στὰ λόγια τῶν Πατέρων, γιατὶ τοῦ φαινόταν ἀνθρωπίνως ἀδύνατον. Βλέποντας ὅμως τὴν βεβαιότητα στὰ λεγόμενά τους τοὺς εἶπε πώς, ἂν εὐτυχοῦσε καὶ βασίλευε, θὰ εἶχαν ὅ,τι ἤθελαν. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τοῦ ἀποκρίθηκαν πὼς γιὰ τὸν ἑαυτό τους δὲν θέλουν τίποτα. Τοῦ διηγήθηκαν ὅμως λεπτομερῶς τὸ μέγα θαῦμα ποὺ ἔγινε καὶ ζήτησαν νὰ κάνει ἕνα ὡραῖο Μοναστῆρι καὶ ἕναν εὐρύχωρο Ναὸ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, βασιλικὸ δῶρο στὴ Θεομήτορα, τὴν Κυρία τοῦ παντός. Τότε λέγει ὁ Μονομάχος πρὸς τοὺς Πατέρες πώς, ἂν λάβει τὴ βασιλεία, θὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦσαν. Οἱ Ὅσιοι ὅμως ἤθελαν νὰ κατοχυρωθοῦν ὄχι μόνο μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις καὶ ἔτσι τοῦ ζήτησαν τὸ δακτυλίδι ποὺ φοροῦσε καὶ εἶχε τὴ βούλα του ἐπάνω. Ἥσυχοι πιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴ Χίο. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ἡ βασίλισσα Ζωὴ ἡ Πορφυρογέννητη, ποὺ εἶχε ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ τὸν Καλαφάτη, πῆρε τὰ σκῆπτρα καὶ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸ 1042 μ.Χ. Ἔτσι βγῆκε ἀληθινὴ ἡ προφητεία τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Σὰν ἔμαθαν οἱ Πατέρες ὅτι πλέον βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος Θ´ ὁ Μονομάχος, σύζυγος τῆς Ζωῆς, πῆγαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοῦ θύμισαν τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοὺς ἔδωσε στὴ Μυτιλήνη δείχνοντάς του τὸ δακτυλίδι του (αὐτὸ τὸ δακτυλίδι μέχρι σήμερα βρίσκεται τοποθετημένο στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας μας μαζὶ μὲ πάμπολλα ἀφιερώματα ποὺ τῆς χαρίζουν οἱ πιστοί). Ὁ βασιλιᾶς κράτησε τὴν ὑπόσχεσή του καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἔστειλε πολλῶν γνώσεων ἀρχιτέκτονα, καθὼς καὶ ἐργάτες νὰ οἰκοδομήσουν καὶ νὰ τελειοποιήσουν τὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Ἔστειλε τοὺς καλλίτερους ἁγιογράφους νὰ στολίσουν καὶ νὰ κοσμήσουν τὸ ναὸ μὲ ἀφαντάστου ὀμορφιᾶς ψηφιδωτὰ (τὰ περισσότερα σώζονται καὶ θαυμάζονται μέχρι σήμερα). Ἔστειλε κολόνες μαρμάρινες καὶ λαμπρές, πορφυρόχροα μάρμαρα καὶ ὅ,τι ἄλλα ὑλικὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς Μονῆς. Οἱ δὲ οἰκοδόμοι ἐργάστηκαν καὶ ἐπιμελήθηκαν μὲ καλλιτεχνία γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Δώδεκα χρόνια κράτησε τὸ κτίσιμο τοῦ Καθολικοῦ καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ πέθανε καὶ ἡ βασίλισσα Ζωὴ καὶ ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος (1042-55) καὶ τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο τελείωσε μεγαλοπρεπῶς ἡ ἀδελφὴ τῆς Ζωῆς, ἡ Θεοδώρα. Ἔδωσε πολλὲς δωρεές, βοήθειες, πλούσιους πόρους καὶ πολλὰ εἰσοδήματα γιὰ τὴ συντήρηση τῆς Μονῆς.
Ἡ Μονὴ περιλάμβανε συγκρότημα κτηρίων, ποὺ δείχνουν τὴ λαμπρὴ ἀκμὴ τῆς βυζαντινῆς τέχνης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας. Ἀπὸ τὰ κτήρια αὐτὰ σήμερα σώζονται τὸ Καθολικό, ἡ Τράπεζα καὶ ἡ Κινστέρνα ὁλόκληρα. Τὸ Καθολικὸ ἰδιαίτερα, ποὺ ἀνήκει στὸν τύπο τῶν ὀκτάγωνων ναῶν, ἱδρυμένο σὲ τετραγωνικὸ διάγραμμα μὲ τροῦλο, ἀποτελεῖ τὴ θαυμασιότερη ἀρχιτεκτονικὴ προσπάθεια αὐτῆς τῆς περιόδου. Τὰ μωσαϊκά, φιλοτεχνημένα ἀπὸ καλλιτέχνες σταλμένους ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Μονομάχο στὴ Χίο γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπό, ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἐπίσημη βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ διακρίνονται γιὰ τὴν κομψότητα τοῦ σχεδίου, τὴν ἀναζήτηση τοῦ γραφικοῦ στοιχείου καὶ τὸν ἐκθαμβωτικὸ πλοῦτο τοῦ χρωματισμοῦ. Δυστυχῶς ὁ σεισμὸς τοῦ 1881 κατέρριψε τὸν τροῦλο καὶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ἐξαίσια αὐτὴ εἰκονογράφηση ἔχει χαθεῖ γιὰ πάντα.
Ἡ Μονὴ προικισμένη ἤδη ἀπὸ τοὺς ἱδρυτές της μὲ πολλὲς δωρεὲς ἐξελίχθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ μοναστήρια στὸν αἰγαιοπελαγίτικο χῶρο. Ἐκεῖ οἱ πονεμένοι ἔβρισκαν παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση, οἱ σκλαβωμένοι καταφύγιο καὶ στήριξη στὴν πίστη τους ἀπὸ φωτισμένους μοναχούς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἄσκησή τους, ἢ καὶ μαρτύρησαν ἀρνούμενοι νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ πιὸ γνωστὸς σὲ ὅλους μας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσκήτεψαν στὸ μοναστήρι τῆς Νέας Μονῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε διδάσκαλος στὸ χωριὸ Λιθί, ἐκάρη μοναχὸς στὴν Νέα Μονή, διετέλεσε δὲ γραμματεὺς αὐτῆς.
Ἀπολυτίκιον τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοὺς εὑρόντας εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, τοὺς Νεαμονὴν θεοφρόνως μονάζουσι δείμαντας· Νικήταν, Ἰωάννην, Ἰωσήφ, τοὺς ῥείθρῳ ἐνθέων ἀρετῶν, Χίου πάσης τὰς ἀρούρας, τὰς νοητὰς ἀρδεύσαντας εὐκαρπῆσαι· δοξάσωμεν σήμερον φαιδροί, βίους τούτων ζηλώσαντες· ὅπως αὐτῶν δεήσεσι, θεῖον εὕρωμεν ἔλεος.
Κοντάκιον τῶν Ὁσίων Πατέρων.
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς τρεῖς Πατέρας τοὺς σεπτοὺς νῦν μακαρίσωμεν,
Ὡς τὰ τοῦ κόσμου ἅπαντα καταφρονήσανταας,
Σπηλαίοις τε καὶ ὄρεσι κατοικοῦντας.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχοντες τὴν χάριν τὴν οὐράνιον,
Καὶ τοῦ ὕψους ἡμῖν πᾶσι χάριν πέμψατε,
Ὅπως κράξωμεν· Χαίρετε Πατέρες ὅσιοι.
Τροπάριον τῶν Ὁσίων Πατέρων
ψαλλόμενον ἐν τῇ παρακλήσει.
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῖς θεοφόροις καὶ σεπτοῖς νῦν προσφύγωμεν, θείοις πατράσι καὶ ἡμῶν ἀντιλήπτορσι, Νικήταν, Ἰωάννην καὶ Ἰωσήφ, ἐν κατανύξει κράζοντες ἐξ ὅλης ψυχῆς· Ἅγιοι προφθάσατε ἐφ᾿ ἡμῖν σπλαχνισθέντες καὶ δεινῶν λύτρώσασθε τοὺς ὑμᾶς ἀνυμνοῦντας. Ὡς παρρησίαεκτημένοι πρὸς Θεόν, ὃν δυσωπεῖτε εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου