Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Αὐτός, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, γὰρ ἐνηνθρώπησεν,
ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[1]
Ἀδελφοί μου,
Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μᾶς φέρνει γιά μίαν ἀκόμη φορά μπροστά στό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας, τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας. Προσκυνοῦμε τό θαῦμα τῆς θείας παρουσίας, κοινωνοῦμε τήν χαρά τῆς ἑορτῆς καί βιώνουμε τήν ἐλπίδα τῆς πραγματικῆς ζωῆς, πού δίνει νόημα καί σκοπό στήν ἐπίγεια πορεία μας. Στό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων θεᾶται καί δοξάζεται τό μεγαλεῖο τοῦ ἔργου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία εἶχε ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία, καταργεῖται, καί ἡ δημιουργία συνάπτεται μέ τόν Δημιουργό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεόπλαστο δημιούργημα καί προορισμός του ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία του Θεοῦ, ἡ ἁγιαστική τελείωση, τήν ὁποία τελεσιουργεῖ ἡ Θεία Χάρη. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζει τήν ἀνθρώπινη καί κτιστή φύση καί δίνει στόν κόσμο τόν ἀληθινό σκοπό καί λόγο τῆς ὕπαρξής του: τήν προσωπική ἕνωση μέ τόν Θεό.
Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μᾶς φέρνει γιά μίαν ἀκόμη φορά μπροστά στό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας, τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας. Προσκυνοῦμε τό θαῦμα τῆς θείας παρουσίας, κοινωνοῦμε τήν χαρά τῆς ἑορτῆς καί βιώνουμε τήν ἐλπίδα τῆς πραγματικῆς ζωῆς, πού δίνει νόημα καί σκοπό στήν ἐπίγεια πορεία μας. Στό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων θεᾶται καί δοξάζεται τό μεγαλεῖο τοῦ ἔργου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία εἶχε ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία, καταργεῖται, καί ἡ δημιουργία συνάπτεται μέ τόν Δημιουργό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεόπλαστο δημιούργημα καί προορισμός του ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία του Θεοῦ, ἡ ἁγιαστική τελείωση, τήν ὁποία τελεσιουργεῖ ἡ Θεία Χάρη. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἁγιάζει τήν ἀνθρώπινη καί κτιστή φύση καί δίνει στόν κόσμο τόν ἀληθινό σκοπό καί λόγο τῆς ὕπαρξής του: τήν προσωπική ἕνωση μέ τόν Θεό.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φανερώθηκε σαρκωμένος ἐπί τῆς γῆς, ἐντός τῆς ἱστορίας, ἀνάμεσά μας. Κατέβηκε στήν γῆ, γιά ν’ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς στούς οὐρανούς. Συγκαταβαίνει ὥς τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, γιά νά ὑψωθοῦν οἱ ἄνθρωποι ὥς τόν Θεό. Γίνεται Υἱός ἀνθρώπου γιά νά γίνουμε ἐμεῖς «υἱοί καί κληρονόμοι Θεοῦ διά Χριστοῦ»[2]. Παίρνει«μορφήν δούλου»[3] καί ταπεινώνεται, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τόν κλοιό τῆς ἁμαρτίας καί νά μᾶς χαρίσει «τήν θείαν υἱοθεσίαν», «τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[4]. Ἐκεῖνος «γίνεται φτωχός γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μέ τή δική Του φτώχεια»[5]. «Πτωχεύει ὁ πλούσιος» καί «νηπιάζει ὁ ὕψιστος»[6], ὥστε νά ἔχουμε ὅλοι μας τήν δυνατότητα νά πλουτίσουμε καί νά ἀνακαινισθοῦμε κατά τήν θεία Χάρη Του. Μετέχει στήν ἀνθρώπινη φύση μας, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς κοινωνοί τῆς δικῆς Του. «Ἄνθρωπος γίνεται θεός, ἵνα θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται»[7]. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεοί κατά χάριν. «Αὐτός γὰρ ἐνηνθρώπησεν», διδάσκει ἐπιγραμματικά ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».
Τό «ἀπ’ αἰώνων» μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μας εἶναι «μέγα καί παράδοξον». Καταρχήν πρόκειται γιά μυστήριο, γιατί ὑπερβαίνει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου γεννιέται ἀπό ἕνα δικό Του πλάσμα, σ’ ἕνα εὐτελές κατάλυμα ἀνάμεσα σέ ζῶα. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ κτιστή ὕλη τοῦ κόσμου ἀξιώνεται νά ἑνωθεῖ μέ τήν θεία φύση καί νά γίνει σάρκα τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ταυτοχρόνως, τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως εἶναι καί μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης καί ταπεινώσεως. Ὁ Χριστός μας, μέ τό νά καταδεχθεῖ νά προσλάβει τήν φθαρτή ἀνθρώπινη φύση «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν»[8], γιά νά ἐξυψώσει ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου συνιστᾶ πράξη ἄκρας συγκαταβάσεως, γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ὀνομάζουν τήν ταπείνωση «στολήν τῆς θεότητος».
Ἄν λοιπόν ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό γεγονός, πού κατ’ ἐξοχήν ἀποκαλύπτει τήν ἀξία τῆς ταπεινώσεως, γίνεται αὐτονόητο πώς τό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως θέλει ταπεινούς προσκυνητές. Ἀντίθετα, ἡ φυσίωση τῆς γνώσης, ἡ ἔπαρση τοῦ πλούτου, ἡ ἀλαζονεία τῆς δύναμης, ἡ ἐπιβολή τῆς ἰσχύος καί ἡ αὐθάδεια τῆς ἐξουσίας, διώχνουν τόν Χριστό. Τήν ἐπιθυμία νά θεοποιηθοῦν εἶχαν καί οἱ πρωτόπλαστοι, ὅπως καί ὁρισμένες ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις, μέ κίνητρο ὅμως τήν ἀτομική αὐτάρκεια καί τόν ἐγωισμό. Μέ τήν ἀλόγιστη ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τό δημιουργό, ἔθεσαν τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ τους στή θέση τῆς ἀπειρόδωρης θείας βουλῆς, ὁδηγούμενοι αὐτόνομα στήν ἐπιδίωξη τῆς ἰσοθεΐας ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καί μέ ἀποκλειστικά τίς δικές τους δυνάμεις. Τό σπήλαιο τῆς Γεννήσεως γίνεται ἔτσι σκάνδαλο καί πρόσκομμα γιά τόν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, τυφλωμένος ἀπό τόν ἐγωισμό του, ἀδυνατεῖ νά δεῖ πῶς ὁ Ὕψιστος Θεός γεννιέται ὡς ἄνθρωπος, σέ μιά φτωχική οἰκογένεια καί βρίσκεται ὡς νεογέννητο στήν γωνιά ἑνός σπηλαίου πού χρησίμευε ὡς στάβλος. «Διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι»[9], προσθέτει ὁ ἄγιος εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Δέν βρέθηκε κἄν τόπος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ὥστε νά φιλοξενήσει τήν γέννηση τοῦ ἴδιου τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. «Σέ ὅσους ὅμως τόν δέχθηκαν, ἔδωσε τήν ἐξουσία νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ»[10].
Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας πού ἑορτάζουμε κάθε χρόνο, εἶναι τό πιό σημαντικό γεγονός τῆς κτίσεως καί τῆς ἱστορίας. Σημαδεύει ἀνεξίτηλα καί φωτίζει σύμπασα τήν πορεία τοῦ κόσμου μας, καθώς γίνεται ἡ ἀπαρχή καί ἡ θεμέλιος ρίζα τῆς σωτηρίας μας, τῆς καινῆς κτίσεως, τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου, στήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι καθίστανται κατά χάριν μέτοχοι τῆς θείας φύσεως καί πολίτες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση μας, γιά νά μποροῦμε ἐμεῖς νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β΄ Πέτρ. 1, 4). Μᾶς προσφέρει τή δυνατότητα τῆς προσωπικῆς συμμετοχῆς στή θεία ζωή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ἦρθε γιά χάρη μας, κινούμενος ἀπό τή θεία ἀγάπη Του, γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν φθορά, νά μᾶς χαρίσει τήν ἀληθινή ζωή.
Τὸ γεγονὸς αὐτό τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξής του, στήν πραγματική του ἀξία. Ἡ κοινωνία τῆς ἀνθρώπινης μέ τήν θεϊκή φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ λόγος τῆς ὕπαρξης, ἡ αἰτία της, ὁ σκοπός της καί ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας της. «Ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι»[11]. Φανερώνει ἐπίσης καί τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς οἰκογένειας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί τῶν θείων δώρων, τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, μέ τόν Θεό πραγματοποιεῖται ἀπό τόν Χριστό καί μέ τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πορεύεται μέσα στήν ἱστορία ὡς «σῶμα Χριστοῦ» καί «κοινωνία θεώσεως».
Εὔχομαι ὁ ἐφετινός ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων νά σημάνει τήν συμπόρευσή μας στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς κατά Χάριν θεώσεώς μας.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2012
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ ΜΑΡΚΟΣ
[1] Μεγάλου Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφάνειας αὐτοῦ.
[2] Γαλ. 4, 7.
[3] Φιλ. 2, 7.
[4] Ρωμ. 8, 21.
[5] Β΄ Κορ. 8, 9.
[6] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, PG 96, στ. 653.
[7] Μηναῖα, κε΄ Μαρτίου (Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Παρθένου Μαρίας).
[8] Φιλ. 2, 8.
[9] Λουκ. 2, 7.
[10] «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι...» (Ἰω. 1, 12).
[11] Γαλ. 2,9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου