Νἄταν νά ξημερώνομουν ἓνα πρωΐ τοῦ θέρου
στό γονικό μου τό χωριό, στό πατρικό μου σπίτι,
ν’ ἀνοίξω τήν αὐλόπορτα νά μέ γαυγίσει ὁ σκύλος,
νά φτερουγίσει ὁ κόκορας, νά δράμουν οἱ πουλάδες,
νά μοῦ τεντώσει τό λαιμό γιά χάδεμα ἡ δαμάλα
καί νά μπροβάλει ἡ μάννα μου στόν κόρφο της νά γείρω!
Ἡ ψυχοπαίδα, ἀνάλαφρη, ἀπ’ τή δροσάτη στέρνα,
νά μ’ ἀνεσύρει βρόχινο, νά στρώσει τό τραπέζι,
νά φάγω δίκροκον αὐγό, σταρένιο παξιμάδι
καί πά στά κληματόφυλλα μιζίθρα μέ τό μέλι.
Κι ἀπέ, στόν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς, στό νιόκοπο γρασίδι,
νά ξαπλωθῶ, νά κοιμηθῶ ὥς νά χλωμιάνει ὁ ἥλιος
καί νά ξυπνήσω, νά νιφτῶ, νά βάλω τά καλά μου,
στήν πατωσιά νά πεταχτῶ, νά μπῶ στό πανηγύρι.
Κι ἄμα θ’ ἀρχίσουν τά βιολιά, οἱ γκάϊντες, τά λαγοῦτα,
τόν τρίπατο καί τό συρτό, τή σούστα καί τόν μπάλλο,
τίς χωριανές μου νά χαρῶ τίς χαμηλοβλεποῦσες,
τίς λεμονιές, τίς πουλουδιές καί τίς τριανταφυλλένιες,
νά στέλνουν στούς λεβεντονιούς πού παραστέκουν γύρα,
μέ τ’ ἀναμμένα μάγουλα φωτιά στά σωθικά τους,
ἀπ’ τήν καρδιάν ἀνασασμούς, μέ τίς ματιές ελπίδες
καί μέ τίς ἄσπρες μπόλιες τους σινιάλα τῆς ἀγάπης.
Κι ὅταν, κατά τό χάραμα, θά φτάσω πιά στό σπίτι
καί θά γυρίσω πίσω μου τήν πόρτα ν’ ἀμπαρώσω,
νά σβήσω τό «σ’ ἀφίνω γειά» ποὕχω γραμμένο ἀπάνω.
στό γονικό μου τό χωριό, στό πατρικό μου σπίτι,
ν’ ἀνοίξω τήν αὐλόπορτα νά μέ γαυγίσει ὁ σκύλος,
νά φτερουγίσει ὁ κόκορας, νά δράμουν οἱ πουλάδες,
νά μοῦ τεντώσει τό λαιμό γιά χάδεμα ἡ δαμάλα
καί νά μπροβάλει ἡ μάννα μου στόν κόρφο της νά γείρω!
Ἡ ψυχοπαίδα, ἀνάλαφρη, ἀπ’ τή δροσάτη στέρνα,
νά μ’ ἀνεσύρει βρόχινο, νά στρώσει τό τραπέζι,
νά φάγω δίκροκον αὐγό, σταρένιο παξιμάδι
καί πά στά κληματόφυλλα μιζίθρα μέ τό μέλι.
Κι ἀπέ, στόν ἴσκιο τῆς ἐλιᾶς, στό νιόκοπο γρασίδι,
νά ξαπλωθῶ, νά κοιμηθῶ ὥς νά χλωμιάνει ὁ ἥλιος
καί νά ξυπνήσω, νά νιφτῶ, νά βάλω τά καλά μου,
στήν πατωσιά νά πεταχτῶ, νά μπῶ στό πανηγύρι.
Κι ἄμα θ’ ἀρχίσουν τά βιολιά, οἱ γκάϊντες, τά λαγοῦτα,
τόν τρίπατο καί τό συρτό, τή σούστα καί τόν μπάλλο,
τίς χωριανές μου νά χαρῶ τίς χαμηλοβλεποῦσες,
τίς λεμονιές, τίς πουλουδιές καί τίς τριανταφυλλένιες,
νά στέλνουν στούς λεβεντονιούς πού παραστέκουν γύρα,
μέ τ’ ἀναμμένα μάγουλα φωτιά στά σωθικά τους,
ἀπ’ τήν καρδιάν ἀνασασμούς, μέ τίς ματιές ελπίδες
καί μέ τίς ἄσπρες μπόλιες τους σινιάλα τῆς ἀγάπης.
Κι ὅταν, κατά τό χάραμα, θά φτάσω πιά στό σπίτι
καί θά γυρίσω πίσω μου τήν πόρτα ν’ ἀμπαρώσω,
νά σβήσω τό «σ’ ἀφίνω γειά» ποὕχω γραμμένο ἀπάνω.
Από το βιβλίο του Γιάννη Κουγιούλη: "ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΑΝΙΑΡΗΣ" ΑΦΙΕΡΩΜΑ, έκδοση της Περιηγητικής Χίου, Χίος 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου