Παλιά Ποταμιά |
Ο καινούριος χρόνος άρχισε να μετρά μέρες, σε λίγο θα έλθει η 17η του Γενάρη μια μέρα σημαδιακή για τους Αμανίτες που είχαν την θεία τύχη να γεννηθούν ή να έλκουν την καταγωγή τους από το ωραιότερο δημιούργημα του ανθρώπου, που είναι φτιαγμένο, από πέτρα, πολύ μεράκι και ιδρώτα, την Αγιασμένη Ποταμιά.
Ημέρα μνήμης Αντωνίου Οσίου του Μεγάλου. Ημέρα εορτής του ερημίτη, προστάτη, μοναδικού της κάτοικου και συνάμα στερνού της βιγλάτορα. Το ταπεινό ιερό του, μεγαλειώδες μέσα στην απλότητα του χώρου. Με απλωμένη, την ζεστή πατρική του αγκαλιά, θα περιμένει για μια χρονιά ακόμα, σ' αυτήν εδώ την ευλογημένη από τον θεό γωνιά της γης, τα ξενιτεμένα του παιδιά τις κόρες και τ’ αγγόνια του, να φτάσουν από τα πέρατα του κόσμου, για να βρεθούν και να γιορτάσουν μαζί του. Για να νοιώσουν το χάδι του, την καυτή του πνοή και την ανάσα του! Άλλοι για να κλάψουν, θωρώντας την ερημιά του χωριού τους, με τα λατρευτά του χαλάσματα, φέρνοντας στο νου τους θύμησες παλιές, από τα τότες περασμένα, όταν υπήρχε ζωή.
Και ενώ εδώ στην απάνθρωπη πολιτεία, των ξεριζωμένων ψυχών, ψάχνουν παρέα να εκδράμουν στο χωριό σαν χειμερινοί προσκυνητές και να σωθούν για λίγες μέρες, εγώ ξεφυλλίζοντας το βιβλίο ΄΄ΣΤΟ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΝΗΣΙ΄΄ εκδόσεως 1950 γραμμένο από τον τότε Μητροπολίτη Χίου ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ, στην σελίδα 24 και υπό τον τίτλο <<ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει…..>> διάβασα ένα άρθρο επίκαιρο για τον προστάτη Αφέντη, Κύριο και Άγιο της Ποταμιάς. Σας παραθέτω τμήμα αυτού, ως εγγράφει με την επικρατούσα ορθογραφία της εποχής, με μόνη διαφορά το μονοτονικό σύστημα στίξεως.
‘’ Ήμουν την ημέρα του Αγίου Αντωνίου σ' ένα απόκρημνο χωριό της βορείου Χίου, την Ποταμιά. Εώρταζε. Μούπαν ότι ποτέ δεν έγινε το πανηγύρι με καλοκαιρία. Ή θάβρεχε ή θα χιόνιζε. Κι΄ οι γεροντότεροι δεν ενθυμούνται καλωσύνην εκείνη την ημέρα. Γυρίζοντας από το πανηγύρι πάνω σ΄ ένα μουλάρι αντίκρυζα το φαρμακερό βορηά να με περνάη ως τα κόκκαλα. Οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού, υπέροχοι άνθρωποι, γεμάτοι καλωσύνη και αγαθότητα μα και καύχημα γιατί ο Δεσπότης επήγε τέτοια εποχή στο χωριό τους, με είχαν τυλίξει όσο μπορούσαν πειό πολύ για να μην κρυώσω. Θεέ μου τι καλωσύνη! τι ψυχική ωμορφιά των ανθρώπων αυτών! Άκουγα τα λόγια τους , απλά, ανεπιτήδευτα και μου΄ ρχόταν να κλάψω από συγκίνησι. Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι στον κάσμο; Ο Γηώργης, ένας νέος επίτροπος της Εκκλησίας, με συνώδευσε από το χωριό στη Βολισσό , που μας περίμενε το αυτοκίνητο. Πολλές φορές ο βορηάς έπεφτε πάνω μου τόσο ορμητικός, που παρ΄ ολίγο να με αναποδογυρίση. Και το μουλάρι ετρίκλιζε στο ξέσπασμα του, Ο Γηώργης προσπαθούσε με λόγια να με παρηγορήση. Ήθελε να με πείση ότι ο Άγιος Αντώνιος έκαμε το θαύμα να μη βρέξη, ούτε να χιονίση, ότι μας βοηθεί να πάμε καλά. <<Αλήθεια, Γέροντα, μου έλεγε, ο Άγιος Αντώνιος είναι θαυματουργός. Μια χρονιά - μας διηγούνται οι πατεράδες μας – ένας από τη χώρα είχε τάξει ένα σταμνί λάδι στον Άγ. Αντώνη. Την παραμονή της εορτής ξεκίνησε από την Χώρα για την Ποταμιά. Όταν ήταν απάνω στις Πηγάδες, στην κορυφή του Αίπους, άρχισε να Χιονίζει. Μεγάλο κακό. Σε λίγη ώρα δεν ήξερε που βρισκόταν. Όλα χάθηκαν από μπροστά του. Όλα σκεπάστηκαν από το χιόνι, Στενοχωρέθηκε ο άνθρωπος. Έβλεπε πολύ στενόχωρα τα πράγματα. Άρχισε να χάνη το θάρρος. Είχε περάσει το μεσημέρι. Το χιόνι όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Απέκαμε πειά. Στηρίχθηκε σ' ένα πεύκο κι΄ έκαμε το Σταυρό του. <<Άγιε μου Αντώνη, είπε, το τάμμα μου ξεκίνησα να σου φέρω και να πεθάνω στο βουνό; Λυπήσου τα παιδάκια μου>> Και τον πήραν τα κλάμματα . Ξαφνικά ακούει πίσω του πατήματα μέσα στο χιόνι . Ένας καλόγερος μεσόκοπος πηγαίνει κατά πάνω του γεμάτος χιόνια . Επήρε θάρρος <<Γειά χαρά , παιδί μου – του είπε – που βρέθηκες εδώ με τέτοιον καιρό ; >> Ο χριστιανός δείχνοντας του το σταμνί είπε : << Ένα τάμμα πάω να φέρω στον Άγιο Αντώνιο στην Ποταμιά . Μα κινδυνεύω να χαθώ >> . << Έλα μαζύ μου – του είπε ο καλόγερος . Εγώ ξέρω καλά τα μέρη αυτά και θα πάμε καλά . Κι΄ εγώ για την Ποταμιά πηγαίνω>> . Τον ακολούθησε . Μπρος ο καλόγερος , πίσω ο Χριστιανός , έφθασαν στην Ποταμιά χωρίς να κουρασθή καθόλου . Του έδειξε από ψηλά την εκκλησία και του είπε : <<Αυτή είναι η εκκλησία . ώρα καλή>> . Όταν ο ξένος έφθασε στο χωριό διηγήθηκε το περιστατικό κι΄όλος ο κόσμος εσταυροκοπιώνταν
Άγιος Αντώνιος Παλιά Ποταμιά |
Είχαν να το κάμουν . Όσες φορές το διηγούνταν οι πατεράδες μας έκλαιγαν. Εδάκρυσε και ο Γιώργης! Tι ώμορφη καρδιά! Εθυμήθηκα και εγώ την υπέροχη εικόνα του Ιδρύματος. και την διηγήθηκα. Ο Γηώργης με ολοφάνερη συγκίνησι την παρακολουθούσε. Όταν τέλειωσα κινώντας χαρακτηριστικά τα κεφάλι μου είπε: <<Γέροντα μου , να μη μας αφήση ο Θεός να φύγουμε από κοντά Του, τι θα γίνουμε χωρίς Αυτόν; >> Έκανε τρείς φορές το Σταυρό του, υψώνοντας τα μάτια του προς τον ουρανό. έκαμα κι΄εγώ το Σταυρό μου με ανατρίχιασμα επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια του αγαθού χωριάτη << Θεέ μου ! Μην αφήσης το λαό Σου να φύγη από κοντά Σου . Χωρίς Εσένα , Κύριε τι θα γίνουμε >> ;
Γνώρισα την ύπαρξη αυτού του κειμένου στο σεβαστό μου Δημήτριο Μαρκ .Πουλή ο οποίος επιβεβαίωσε την επίσκεψη του Δεσπότη στην Ποταμιά μια και ο ίδιος μαζί με τον Γιώργη Aνδρ Ελευθερίου , ο οποίος ήταν τότε επίτροπος , και για τον οποίο υπάρχει αναφορά στο όνομα του , ήταν αυτοί που φρόντισαν για την μεταφορά.
Σαν επίλογο στην συζήτηση μας ο Κυρ Δημήτρης είπε με αναστεναγμό . <<Αχ Μιχάλη μου, να ζούσα αυτές τις μέρες στην Ποταμιά να έβλεπα τον ποταμό του χωριού πού λένε πως φέτος μετά τόσα χρόνια έχει νερό!>> Με μιας μου ήρθε στο νου το συνεχές παράπονο του γέροντα Δημήτρη Καριάμη, και τόσων άλλων που είναι αναγκασμένοι να ζουν μακριά από την μητρική γη! Ή για την μανία φυγής, που διακατέχει τον αδελφό του Παναγιώτη, τις ελάχιστες ημέρες του ερχομού του στην Αθήνα μετά την έντονη πίεση των παιδιών του. Κάνω και εγώ τον σταυρό μου και ρωτώ τον ύψιστο παραφράζοντας τα λόγια του Γιώργη <<Θεέ μου! Γιατί άφησες τον λαό σου, να φύγει από την γη του; Χωρίς αυτήν Κύριε τι θα γίνουν;>>
Φέρνοντας στον λογισμό τον ξεριζωμό της ράτσας μου από εδώ μονολογώ με πικρό παράπονο << Μακάρι να μην φεύγανε απ΄ εδώ, μακάρι! Κάνε θαύμα Άγιε μου, να ξαναγύριζαν στην μυροβόλο γη, στον Αγιασμένο τόπο πάλι! >>
Αναρωτιέμαι με παράπονο: Γίνονται σήμερα θαύματα ……. ;
Και ελπίζοντας ανταπαντώ : Μακάρι ….. να γινόντουσαν ΜΑΚΑΡΙ ! ! !
Μιχάλης Γ. Καριάμης
{ ΣΑΝΤΟΥΡΗΣ }
ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Ε . Ν
Κορυδαλλός / Γενάρης , 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου