Ο Άγιος Αντώνιος στην Παλαιά Ποταμιά |
Ο ερημίτης Αγιαντώνης της Ποταμιάς προστάτης, μοναδικός κάτοικος, ο τρανός μα συνάμα στερνός της ιδέας βιγλάτορας .
Στα βουρκωμένα μάτια σου φαίνονται θολά τα Κυπαρίσσια να λικνίζουν θλιμμένα .
Ήχοι που φθάνουν με την πνοή τ’αγέρα, γεφυρώνουν στην ψυχή την όψη σου με μένα. Τα κύμβαλα της σιωπής ήχησαν, στις πλαγιές που για αιώνες αντιλαλούσαν τα παινεμένα όργανα . Νομίζεις ή ακούς θρόϊσμα φύλλων, φωνές, νανούρισμα, αργόσυρτους αμανέδες, για κλάματα .
Απόηχοι πένθιμων σκέψεων, λυγίζουν την καρδιά , βλέπεις το όνειρο που λάτρεψες σιγά – σιγά να σβήνει .
Πικρό, βουβό, άφωνο κλάμα και ένα δάκρυ καυτό να κυλά .
Στην θέα του έρημου χωριού το μήνυμα του ‘’ καλώς ήλθες ’’ φθάνει.
Και συ ανταπαντάς, σιγανά, απολογητικά. Δεν σε εξέχασα, δεν σε λησμόνησα, Μάνα μην μου συνοριστείς και μ’αρνηθείς. Μπορεί να έλειψα, ίσως να χάθηκα, όμως σε πόθησα, μου έλειπες γιαυτό και ξαναγύρισα .
Με την μνήμη σου πάντα ανάσαινα, στην σκέψη της μοναξιάς σου μελαγχολούσα. Μακαριστοί αυτοί που πίστεψαν , έμειναν και ρίζωσαν, εσύ τους χάριζες απλόχερα χώρο, χαρά και ελπίδα .
Της Αμανής στολίδι και καύχημα. Ονείρου ανάσα, προαιώνια θεία μήτρα, κρυμμένη από βάσκανων ανθρώπων ματιά .
Και όμως τα παιδιά σου σε άφησαν, για να βρούνε την τύχη τους σε αφιλόξενες πόλεις μεγάλες . Ο καημός βαρύς .
Τα Moυχλιάρικα , του Στεφάνου , η Κονταρούδα , το Ραχίδι σκέλεθρα χωρίς ζωή .
Ήλιε μου λαμπρέ γιατί έσβησες ;
Στον ξένο τόπο στεναγμοί, κρατημένη αναπνοή, αγωνιά να λυτρωθεί η ψυχή. Κατάρα τ’ ανθρώπου ο ξεριζωμός. Οδύνη και πόνος ο χωρισμός .
Ζωοδότρα, Ταπεινή Μάνα, Αγιασμένη, ονειρική πατρίδα πολυαγαπημένη, ο μηδαμινός εγώ, χωρίς φωνή, με αδέξια χέρια, της γραφής ατάλαντος, θέλω να πω, να φωνάξω τι νιώθω και να γράψω τι βλέπω σε σένα αλλά δεν μπορώ .
Μοναδική η θωριά σου, ευωδιαστό μαραμένο μου λουλούδι.
΄΄Μεγάλος ποταμός ΄΄,΄΄ Καρυδάτος΄΄, και ανάμεσα τους το Χωριό να λάμπει από τις ακτίνες του φωτοδότη ήλιου, φύση / θέση δεμένη με τη γαλήνη την ηρεμία, της Αρμονίας σύνθεση θεία. Ποταμιάς Υμνωδία .
Αφουγκράσου τα πουλιά να τραγουδούν με μεράκι την ομορφιά της πλανεύτρας φύσης .
Η ματιά επάνω σου καυτός πόθος , νοσταλγία και αναστεναγμός .
Γη αγαπημένη των προπατόρων μου , αλησμόνητη κοιτίδα της γενιάς μου.
Παλαιά Ποταμιά |
Σέψαχνα γιατί εσύ ήσουνα το λιμάνι μου, μοναχός στα πέλαγα γυρνούσα και αν δεν ήσουνα εσύ το φανάρι μου, σαν τυφλός τη ζωή θα περνούσα. Η ζεστασιά σου σε μένα δεν έφθανε, αφού τόσο πολύ από σένα απείχα. Τώρα πια δεν σε αφήνω, θα γίνω ο σκλάβος σου, στης ζωής το ωρολόγι μαζί σου θα τρέχω, τον καιρό και τον χρόνο θα μετρώ με τη σκέψη σου και πιστό οδηγό μου θα σε έχω .
Μέσα στα βουρκωμένα μάτια σου, είδα πολλά μάτια γνωστά και άγνωστα να με κοιτάνε με λατρεία . Ω ! πόσα μάτια δικά μου, λατρεμένα, μάτια αγαπημένα .
Ήταν τα μάτια των δικών μου , των ανθρώπων της ράτσας μου που μίσεψαν παντοτινά .
Θλίψη, ανατριχίλα , πονεμένες αναμνήσεις αλλοτινών κακών καιρών .
Στην βαριά σιωπή ακούς τους κτύπους της καρδιάς να ηχούν στα μηνίγγια σαν πένθιμη καμπάνα , με τον αγέρα να το έχει βάλει αμανάτι να φυσά και να σου ψιθυρίζει, για να ξυπνήσει θύμισες από τα αλλοτινά .
Τελείωσα , τα χείλη τρέμουν, τα χέρια πάγωσαν , βουρκωμένα τα μάτια, ήθελα πολλά να πω για σένα Αγιασμένη Μάνα, Ποταμιά αλλά δεν μπορώ, όρκο μονάχα κάνω πως Αιώνια θα σε Αγαπώ.
Η σκέψη μου δοσμένη σε σένα, τα λόγια μου λιβάνι για θυμίαμα στης μνήμης σου το Άγιο Θυμιατήρι
ΜΙΧΑΛΗΣ Γ . ΚΑΡΙΑΜΗΣ
‘’ ΚΑΡΙΑΜΟΜΙΧΑΛΟΣ ‘’
ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ 12 – 2 – 2002
Αφιερωμένο στους Ανθρώπους
της ΠΑΛΙΑΣ ΠΟΤΑΜΙΑΣ
που ζουν για έφυγαν .
Στον Δημήτρη Μαρκέλ Πουλή,
΄΄ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΤΑΜΙΑΣ΄΄,
και στη ΄΄ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΄΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου