Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ – Κωνσταντῆ καὶ τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὄπου καὶ διέμεναν. Ὁ Μάρκος, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα, σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ νῆσο Χίο, κατὰ τὸ 1788, ἐνυμφεύθηκε. Ἀργότερα παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Παΐσιο, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέθηκε παράνομα μὲ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετὰ τῆς ὁποίας συνελήφθη γιὰ μοιχεία, καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ἀνώπιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ποινῆς προετίμησαν καὶ οἱ δύο νὰ ἐκωμόσουν. Ἔτσι ὁ μὲν Μάρκος ὑπέστη τὴν περιτομή, ἡ δὲ Μαρία ἐκλείσθηκε στὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.
Μετὰ τὴν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος γιὰ τὴν ἐξώμοση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μὲ συντριβὴ ἀπέθεσε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καὶ ἑνὸς Χριστιανοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ τὴν θεραπεύσει μόνο κάποια Ἑβραία στὴ Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴ γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μὲ τὴ ρητὴ ἐντολὴ νὰ γυρίσουν καὶ πάλι πίσω.