Ο Άγιος Νεκτάριος (κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς), γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης την 1η Οκτωβρίου 1846. Ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές του έλαβε στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη οπού για βιοποριστικούς λόγους, εργάζεται σε καπνοπωλείο.
Η ιδιαίτερη αγάπη του προς την Εκκλησία και την μελέτη των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων φάνηκε από νωρίς, καθώς, ταυτόχρονα με την κοπιαστική εργασία στο καπνοπωλείο, αποδελτίωνε χωρία από την Αγία Γραφή, τους Πατέρες, ακόμα και από έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Σε ηλικία είκοσι ετών (1866), εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει καθήκοντα δημοδιδασκάλου στο χωριό Λίθειο της Χίου. Στη θέση αυτή υπηρέτησε επί επτά χρόνια, ζώντας με αυστηρή λιτότητα, κηρύσσοντας ταυτόχρονα σε ναούς του νησιού. Το 1873 εισέρχεται ως δόκιμος μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου, όπου και εκάρη μοναχός την 7η Νοεμβρίου του 1876, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1877, χειροτονείται από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο διάκονος, αλλάζοντας το όνομά του σε Νεκτάριος.
Την ίδια χρονιά, με χρήματα του Χίου Ιωάννου Χωρέμη, μεταβαίνει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, επιστρέφοντας στη μονή της Χίου το 1880. Εκεί, μένει ένα χρόνο για πνευματικό ανεφοδιασμό και το 1881 επανέρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1885, λαμβάνει το δίπλωμα του προλύτου, δηλαδή πτυχιούχου της Θεολογίας. Τα έξοδα των σπουδών του στη Θεολογική σχολή κάλυψε εν μέρει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και εν μέρει υποτροφία την οποία έλαβε από το Πανεπιστήμιο.
Η ιδιαίτερη αγάπη του προς την Εκκλησία και την μελέτη των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων φάνηκε από νωρίς, καθώς, ταυτόχρονα με την κοπιαστική εργασία στο καπνοπωλείο, αποδελτίωνε χωρία από την Αγία Γραφή, τους Πατέρες, ακόμα και από έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Σε ηλικία είκοσι ετών (1866), εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει καθήκοντα δημοδιδασκάλου στο χωριό Λίθειο της Χίου. Στη θέση αυτή υπηρέτησε επί επτά χρόνια, ζώντας με αυστηρή λιτότητα, κηρύσσοντας ταυτόχρονα σε ναούς του νησιού. Το 1873 εισέρχεται ως δόκιμος μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου, όπου και εκάρη μοναχός την 7η Νοεμβρίου του 1876, λαμβάνοντας το όνομα Λάζαρος. Λίγο αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1877, χειροτονείται από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο διάκονος, αλλάζοντας το όνομά του σε Νεκτάριος.
Την ίδια χρονιά, με χρήματα του Χίου Ιωάννου Χωρέμη, μεταβαίνει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, επιστρέφοντας στη μονή της Χίου το 1880. Εκεί, μένει ένα χρόνο για πνευματικό ανεφοδιασμό και το 1881 επανέρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1885, λαμβάνει το δίπλωμα του προλύτου, δηλαδή πτυχιούχου της Θεολογίας. Τα έξοδα των σπουδών του στη Θεολογική σχολή κάλυψε εν μέρει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και εν μέρει υποτροφία την οποία έλαβε από το Πανεπιστήμιο.
Μετά το πέρας των σπουδών του, ο ιεροδιάκονος Νεκτάριος, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και χειροτονείται πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Σάββα, στις 23 Μαρτίου του 1886 και τον Αύγουστο του ίδιου έτους λαμβάνει το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη στον ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο. Αμέσως μετά του αναθέτουν καθήκοντα ιεροκήρυκα και γραμματέα του Πατριαρχείου, ενώ, σύντομα, αναλαμβάνει τη θέση του Πατριαρχικού επιτρόπου Καϊρου.
Στις 15 Ιανουαρίου 1889, χειροτονείται από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο και τους πρώην αρχιεπισκόπους Κερκύρας Αντώνιο και Όρους Σινά Πορφύριο τιτουλάριος μητροπολίτης της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσσης» μητροπόλεως Πενταπόλεως. Από τη νέα του θέση εξακολουθεί το ποιμαντικό του έργο με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Δυστυχώς, όμως, η ακτινοβολία του Ιεράρχου προκάλεσε το φθόνο του περιβάλλοντος του Πατριάρχη, οι οποίοι φοβούμενοι την διαδοχή του Σωφρονίου από τον Νεκτάριο στο θρόνο της Αλεξανδρείας, τον απεμάκρυναν κατασυκοφαντούμενο από την Αίγυπτο.
Ο Άγιος, φτάνει στην Αθήνα το 1890 και μετά από πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, διορίζεται ιεροκήρυκας του νομού Ευβοίας στις 15 Φεβρουαρίου 1891. Το Σεπτέμβριο του 1893 μετατίθεται στο νομό Φωκίδος, παρά τις αντιδράσεις των Ευβοέων , οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν τον πνευματικό τους πατέρα που τόσο αγαπούσαν. Στη Φωκίδα παραμένει μέχρι τον διορισμό του στη θέση του διευθυντή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών κατόπιν Βασιλικού Διατάγματος της 1ης Μαρτίου 1894. Διευθύνει τη Ριζάρειο μέχρι την Άνοιξη του 1908, δίνοντας νέο πνεύμα στη σχολή και αναδεικνύοντας πλήθος αξιόλογων επιστημόνων, κληρικών και λαϊκών. Κατά την περίοδο της δραστηριότητάς του στη Σχολή, συγγράφει το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού έργου του. Κατά την ίδια περίοδο και κυρίως το καλοκαίρι του 1898, επισκέφτηκε τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, μένοντας εκεί προσευχόμενος και μελετώντας στις πλούσιες βιβλιοθήκες τους.
Το 1904, ο Άγιος Νεκτάριος, ιδρύει την μονή της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, στην περιοχή «Ξάντος» (σημερινή ονομασία «Κοντός»), κοντά στην μεσαιωνική «Παλαιά Χώρα», όπου ασκήτευσε ο Άγιος Διονύσιος αρχιεπίσκοπος Αιγίνης κατά το διάστημα της αρχιερατείας του στο νησί τρεις αιώνες πριν.
Το 1908, ο Άγιος Νεκτάριος, για λόγους υγείας, παραιτείται των καθηκόντων του στη Ριζάρειο και εγκαθίσταται στη μονή του, στην Αίγινα, εκτελώντας καθήκοντα εφημερίου της και καθοδηγώντας πνευματικά τις μοναχές. Συγχρόνως ασχολιόταν με τη συγγραφή βιβλίων αλλά και με χειρωνακτικές εργασίες του μοναστηριού ως απλός μοναχός.
Η υγεία του είχε κλονιστεί βαριά. Τους δυο τελευταίους μήνες της επίγειας ζωής του και παρά την θέλησή του, πείθεται να νοσηλευτεί στο Αρεταίειο νοσοκομείο, όπου και κοιμήθηκε στις 8 προς 9 Νοεμβρίου 1920. Έχει χαρακτηριστεί και ως ο Άγιος του 20ου αιώνα. Η αγιοποίησή του ανακηρύχθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1961 και από τότε τιμάται ως ο προστάτης Άγιος της Αίγινας. Η μνήμη της κοίμησής του τιμάται στις 9 Νοεμβρίου και της ανακομιδής των λειψάνων του στις 3 Σεπτεμβρίου.
Όπως προαναφέραμε, ο Άγιος Νεκτάριος, είχε αξιοσημείωτη συγγραφική δραστηριότητα. Σημαντικά συγγράμματα του, είναι τα εξής:
1) «Δέκα λόγοι ἐκκλησιαστικοί διά τήν Μεγάλην Τεσσαρακοστήν». Αλεξάνδρεια, 1885.
2) «Αἱ Οἰκουμενικαί σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Αθήνα, 1892.
3) «Περί τῆς ἐν τῶ κόσμω ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ». Αθήνα, 1892.
4) «Ἱερῶν καί φιλοσοφικῶν βίων θησαύρισμα». 2 τεύχη, Αθήνα, 1895.
5) «Ἐγχειρίδιον Χριστιανικῆς Ἠθικῆς». Αθήνα, 1897.
6) «Μαθήματα Ποιμαντικῆς». Αθήνα, 1898.
7) «Ὀρθόδοξος Ἱερά Κατήχησις». Αθήνα, 1899.
8) «Χριστολογία». Αθήνα, 1901.
9) «Περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί ἱερῶν μνημοσύνων». Έκδοση β', Αθήνα 1901.
10) «Εὐαγγελική Ἱστορία δι ἁρμονίας τῶν κειμένων τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων». Αθήνα 1903.
11) «Γνώθι σαυτόν. Μετ' ἐπιστολιμαίας διατριβῆς προς Εὐσεβίαν μοναχήν καί παρθένον». Αθήνα 1904.
12) «Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας». Αθήνα 1904.
13) «Μελέτη περί Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως». Αθήνα 1904.
14) «Μελέτη περί τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας». Αθήνα 1904.
15) «Τριώδιον, ἤτοι Ὠδαί καί Ὕμνοι προς τόν ἐν Τριάδι Θεόν». Αθήνα 1909.
16) «Περί τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος». Τόμοι 2, Αθήνα 1912-1913.
17) «Μελέται δύο Α) Περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Β) Περί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως». Αθήνα 1913.
18) Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. Ἔκδοσις δευτέρα ἐπηυξημένη διά προσθήκης τῆς Πρώτης Ὥρας καί τοῦ κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου». Αθήνα 1913.
19) «Ἱστορική μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Αθήνα 1914.
20) «Μελέτη περί Ἐκκλησίας». Ἐπετηρίς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ριζαρείου Σχολῆς 70, Αθήνα 1919.
Απολυτίκιο
«Σηλυβρίας τόν γόνον καί Αἰγίνης τόν ἒφορον, τόν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἒνθεον θεράποντα Χριστοῦ• ἀναβλύζει γἀρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι• δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου