Ἀδελφοί μου,
Ὁ χρόνος, τόν ὁποῖο βιώνουμε, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀρχή, δηλαδή αἰτιώδη ἔναρξη, καί δέν εἶναι «ἄναρχος». Ἐπίσης εἶναι πεπερασμένος καί ἔχει ὅρια, δέν εἶναι οὔτε ἄπειρος οὔτε αἰώνιος («οὐκ ἀΐδιος»). Ὁ χρόνος ξεκινᾶ μέ τή Δημιουργία καί πορεύεται μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίση σέ ἕνα σκοπό, στή «συντέλεια τῶν αἰώνων», δηλαδή στήν ὁλοκλήρωσή τους στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ καινή κτίση, πού ἀποτελεῖ τήν προσμονή τῶν πιστῶν καί εἶναι ἑτοιμασμένη «ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25, 34), βρίσκεται ἤδη παροῦσα «ἐν μυστηρίῳ» στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι σωστό νά τήν νιώθουμε ἀπομακρυσμένη σ’ ἔνα ἀπροσδιόριστο τέλος τοῦ κόσμου, γιατί ἔτσι ἡ πίστη μας καί ἡ προσδοκία της «ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἀτονοῦν καί δέν νιώθουμε τήν πληρότητα τῶν λέξεων «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου».