Ο Άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, ανήκει στη χορεία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. «Πατήρ Πατέρων» κατά τον τίτλο που η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787), τετρακόσια χρόνια μετά την κοίμησή του, του απένειμε (Mansi: Collectio Consiliorum 3,851). Γεννήθηκε περί το 335 μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, από γονείς ευσεβείς, πλούσιους και ευπαιδεύτους: τον ονομαστό ρήτορα Βασίλειο και την ευλαβέστατη και λογία Εμμέλεια. Ήταν νεώτερος αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και της Οσίας Μακρίνας και από αυτούς διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, καθώς ο ίδιος ομολογεί.
Τα εγκύκλια μαθήματα έλαβε στην πατρίδα του Νεοκαισάρεια. Λόγω του θανάτου του πατέρα τους δεν μπόρεσε να φοιτήσει, όπως ο Μ. Βασίλειος, σε άλλες μακρινές φημισμένες Σχολές της εποχής του. Χαρισματικός όμως καθώς ήταν, τη στέρηση αυτή την αναπλήρωσε με προσωπική σπουδή και μελέτη και απέκτησε υψηλή φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση, ώστε από απόψεως φιλοσοφικής, τουλάχιστον, να υπερτερεί του μεγάλου του αδελφού, του Βασιλείου.
Από την λόγια μητέρα του και την μεγάλη αδελφή του Μακρίνα δέχθηκε συστηματική Χριστιανική παίδευση. Τέτοια που και οι ίδιες είχαν λάβει από τη σοφή και φωτισμένη «γιαγιά Μακρίνα», η οποία υπήρξε μαθήτρια του Επισκόπου Νεοκαισάρειας, Γρηγορίου του Θαυματουργού, περί το 270 μ.Χ. Η δυνατή προσωπικότητα της «γιαγιάς», έθρεψε με τη φλογερή πίστη και τη φωτεινή διδαχή της τρεις γενεές της οικογενείας της. Έγινε κατ’ αρχάς φορέας της Χριστιανικής αλήθειας στο σύζυγό της, ώστε να υπομείνει κι αυτός μαζί της καρτερικά το διωγμό του Ρωμαίου Μαξιμίνου, περί το 311 μ.Χ. Μπροστά στο δίλημμα: τον Χριστό ή τα πλούτη τους, δεν προβληματίσθηκαν καθόλου. Επέλεξαν τον Χριστό, ζώντας με κακουχίες στα βουνά του Πόντου μια επταετία, μακριά απ’ το πλούσιο αρχοντικό τους, για να μη θυσιάσουν στα είδωλα και τον αρνηθούν. Για την πίστη τους και την αφοσίωσή τους αυτή στην Εκκλησία έγιναν θρύλος, που πολλές γενιές κατοπινές ενέπνεε το παράδειγμά τους. Η ίδια στάλαξε αργότερα τα νάματα της πίστεως στην ψυχή του γιου της, ρήτορα Βασιλείου και της συζύγου του Εμμέλειας και αυτοί με τη σειρά τους στις ψυχές των δέκα παιδιών που απόκτησαν. Τα δυο μεγαλύτερα από αυτά, η Μακρίνα και ο Βασίλειος, ευτύχησαν ν’ ακούσουν την ίδια τη γιαγιά και να δεχθούν στις εύπλαστες παιδικές ψυχές τους να τους ρίχνει το θείο σπόρο, ταπεινά και αθόρυβα, αλλά συστηματικά και με συνέπεια, έχοντας επίγνωση της αποστολής της. Γι’ αυτήν ο Μ. Βασίλειος σε μια επιστολή του προς τους Νεοκαισαρείς αναφέρει: «Πίστεως δε της ημετέρας τις αν και γένοιτο εναργεστέρα απόδειξις ή ότι τραφέντες ημείς υπό τήθη μακαρία γυναικί παρ’ υμών ωρμημένη; Μακρίναν λέγω την περιβόητον, παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήματα όσα προς αυτήν ακολουθία μνήμης διασωθέντα αυτή τε εφύλασσε και ημάς έτι νηπίους όντας έπλαττε και εμόρφου τοις της ευσεβείας δόγμασι».(Β.Ε.Π.Ε.Σ. 55 Μ.Βασιλ. Επιστ. 204).
Σ’ αυτή τη ρίζα- τη γιαγιά- που υπήρξε Ομολογήτρια, όχι μόνο στο διωγμό αλλά και σε όλη της τη ζωή, και πέθανε περί το 340, οφείλουν την ανατροφή τους, κατά το μεγαλύτερο μέρος, και οι πέντε άγιοι εγγονοί της: Ο Βασίλειος, ο Μέγας της Καισαρείας φωστήρ, η Οσία Μακρίνα, την οποία πρόκειται ο τρίτος αδελφός τους Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, να μας εγκωμιάσει στην επιστολή του, ο λιγότερο ίσως γνωστός ασκητής Ναυκράτιος, όπως θα τον γνωρίσουμε στην ίδια επιστολή και ο Πέτρος, επίσκοπος Σεβάστειας, ο τελευταίος βλαστός της οικογένειας. Δεν κληρονόμησαν μόνον από την ποντιακή οικογένεια του πατέρα τους την αγαθή φύση και την κλίση σε ό,τι ευγενικό και πνευματικό. Αλλά και η καταγωγή τους από την ένδοξη καππαδοκική οικογένεια της μητέρας τους, τους κληροδότησε πλούτο πνευματικών χαρισμάτων, που συνέβαλε πολύ στο «Βίο και την πολιτεία» τους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας διασώζει την πληροφορία ότι ο πατέρας της Εμμέλειας, πλούσιος κι ευγενής, πέθανε ως μάρτυρας της Εκκλησίας, αλλά δεν γνωρίζουμε δυστυχώς το όνομά του. (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τομ. 60, Γρηγ. Θεολόγου Επιτάφιος εις Μ.Βασίλ. γ΄).
Ο Γρηγόριος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του αφοσιώθηκε με ζήλο στην ενασχόληση με τη ρητορική τέχνη. Με τις συμβουλές όμως και τις παροτρύνσεις του αδελφού του Βασιλείου, του φίλου τους Γρηγορίου του Θεολόγου και, κυρίως, της μεγάλης αδελφής του Μακρίνας, στράφηκε στη ζωή της ησυχίας και της ασκήσεως. Αναφέρεται ότι παντρεύτηκε τη Θεοσέβεια, αδελφή του Γρηγορίου του Θεολόγου. Γι’ αυτή γνωρίζουμε ότι χειροτονήθηκε διακόνισσα, μόλις ο σύζυγός της ανήλθε στο επισκοπικό αξίωμα. Επίσης ότι στο θάνατό της, το 385, έγραψε προς το σύζυγό της παραμυθητική επιστολή ο αδελφός της Γρηγόριος. Την αποκαλεί δε εκεί «όντως ιεράν, το της Εκκλησίας καύχημα...το του Χριστού καλλώπισμα, το της καθ’ ημάς γενεάς όφελος, την γυναικών παρρησίαν...». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 60 επιστ.197).
Ο Γρηγόριος Νύσσης, ως επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας, πάλεψε να διαφυλάξει το ποίμνιό του απ’ τις αιρέσεις της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Καρπός αυτών των αγώνων του είναι και τα περισσότερα έργα της γραφίδας του. Αντιπαθής στους Αρειανούς, στον επισκοπικό θρόνο δοκίμασε θλίψεις, συκοφαντίες, εξορίες, διωγμούς και, στο τέλος, κάποια καταδικαστική απόφαση, το 376, τον καθήρεσε. Μετά όμως από δύο χρόνια κι αφού με το θάνατο του Ουάλη αποκαταστάθηκε η ειρήνη στην Εκκλησία, επανήλθε στην επισκοπή του όπου το ποίμνιό του τον υποδέχτηκε με ειλικρινή ενθουσιασμό. Στην αρχή του επομένου έτους 379, την 1η Ιανουαρίου, ο αδελφός του Μ. Βασίλειος πέθανε και ο Γρηγόριος τον εγκωμίασε με επιτάφιο λόγο. Την άνοιξη του ίδιου έτους έλαβε μέρος στη σύνοδο της Αντιόχειας. Η Σύνοδος αυτή τον διάλεξε «ίνα μεταβή και βοηθήση τας εκκλησίας Αραβίας και Βαβυλώνος, αι οποίαι είχον χάσει την γραμμήν της ειρήνης και της ευπρεπείας» (Ε.Π.Ε. Γρ. Νύσσης 1, σελ.29). Τότε ακριβώς είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα, γεγονός που αναφέρει στην αρχή της επιστολής του αυτής. Το 380 ο Γρηγόριος εξελέγη ακουσίως επίσκοπος Σεβάστειας. Μετά από μερικούς μήνες απαλλάχτηκε από τις υποχρεώσεις του εκεί και επανήλθε στη Νύσσα. Όταν το 381 έλαβε μέρος στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, του ανέθεσαν την εναρκτήρια ομιλία των εργασιών της Συνόδου, τον επικήδειο λόγο στον εκεί αποθανόντα πρόεδρο της Συνόδου Μελέτιο Αντιοχείας, και την ομιλία στην ενθρόνιση του Γρηγορίου του Θεολόγου ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Γεγονότα που μαρτυρούν την αναγνώριση του κύρους του και την εκτίμηση της αξίας του απ’ τους συγχρόνους του.
Ιδιαίτερα ο τότε αυτοκράτωρ Θεοδόσιος εκτιμούσε βαθύτατα τον επίσκοπο Νύσσης. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι του ανέθεσαν τον επικήδειο λόγο στο θάνατο πρώτα της Πουλχερίας, θυγατέρας του Θεοδοσίου, και αργότερα της Αυγούστας Πλακίλλας, περί το 386. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος τον θεωρεί ως κριτήριο και υπογραμμό του Δόγματος, προς τον οποίο οφείλουν να συμφωνούν όσοι θέλουν να είναι Ορθόδοξοι.
Τα γεγονότα της ζωής του από το έτος αυτό μέχρι του θανάτου του, που τοποθετείται περί το 395, δεν μας διασώθηκαν, εκτός από το ότι το 394 έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου και πάλι προτιμήθηκε να μιλήσει στα εγκαίνια ναού, σε προάστειο της πόλεως. Η όλη «πολιτεία» του λάμπρυνε την άσημη ως τότε επισκοπή της Νύσσης, καθιστώντας την φημισμένη και ισάξια με την επισκοπή Νεοκαισάρειας. Έτσι εφαρμόστηκαν και στον ίδιο τα λόγια του αδελφού του, Μ. Βασιλείου, που είχε γράψει βέβαια για τον άλλο Γρηγόριο, το Θεολόγο: «έστω Επίσκοπος μη εκ του τόπου σεμνυνόμενος, αλλά τον τόπον σεμνύνων αφ’ εαυτού». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 55, επιστ.98).
Απόσπασμα από το «Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης. Μια εκδοχή της ανδρικής οπτικής στη γυναικεία φύση» της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλόλογου-ιστορικού (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄το Α.Π.Θ.) (Πηγή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου