Ἐμεῖς ποὺ γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἔστω ἀπὸ μακριά, γιατὶ ἂν τὸν εἴχαμε γνωρίσει ἀπὸ κοντά, θὰ τὸν λατρεύαμε πραγματικὰ καὶ θὰ εἴχαμε ἀλλάξει πορεία ζωῆς, δυστυχῶς, θέλουμε νὰ ὀνομαζόμαστε χριστιανοί. Τὸ ἐπώνυμο ὅμως αὐτὸ ἔχει μιὰ βαρύτητα, μιὰ ὑπευθυνότητα, μιὰ σοβαρότητα, μιὰ ἱστορία, τὴν ὁποία ἐμεῖς μολύνουμε μὲ τὴν καθημερινὴ ἀντιχριστιανική μας συμπεριφορά.
Πῶς τολμοῦμε νὰ ὑπογράφουμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι, ὅταν συμπεριφερόμαστε ὡς ἀντίχριστοι, ὡς ἀνορθόδοξοι, ὡς ὑβριστὲς τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μας; Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι ἔχουμε πορωθεῖ ψυχικὰ καὶ βαδίζουμε στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ὁδηγεῖ στὸ αἰώνιο σκοτάδι τοῦ θανάτου, μὲ ταραχὴ ἀντὶ εἰρήνης, μὲ θλίψη ἀντὶ χαρᾶς καὶ μὲ διαρκεῖς πτώσεις χωρὶς ἐπιθυμία ἐγέρσεως καὶ πανηγυρικῆς ἀναστάσεως.
Πορευόμενοι ἔτσι γινόμαστε περίγελοι καὶ στοὺς συνανθρώπους μας καὶ στοὺς ἀγγέλους ποὺ μᾶς παραστέκουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ μὴν βλέπουν τὴν πορεία μας πρὸς τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν καταστροφή. Πορευόμενοι ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν ἀντιχριστιανικὸ δρόμο δίνουμε κακὸ παράδειγμα στὶς νεώτερες γενιές, οἱ ὁποῖες ζητοῦν χαρά, φῶς, εἰρήνη καὶ ἀλήθεια, ἀρετὲς ποὺ δὲν βρίσκουν σὲ ἐμᾶς. Δὲν καταλαβαίνουμε ἐπίσης ὅτι γινόμαστε πρόσκομα σωτηρίας τῶν γύρω μας καὶ ὅτι οἱ συμπεριφορές μας εἶναι σκανδαλώδεις, ἐπιδεχόμενες τὸ «οὐαί, τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ εἶπε ὅτι καλύτερα θὰ ἦταν νὰ βάλουμε μιὰ μυλόπετρα στὴν λαιμό μας καὶ νὰ πέσουμε στὴν θάλασσα νὰ πνιγοῦμε, παρὰ νὰ σκανδαλίζουμε τοὺς ἀδελφούς μας (Μαρκ. θ΄ 42, Λουκ. ιζ΄ 2).
Ἀναφέρει ἡ ἱστορία, ὅτι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος εἶδε στὸ στράτευμα του ἕνα στρατιώτη φοβερὰ δειλό. Ἔτρεμε τὸν ἴσκιο του.
Τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:
—Βρὲ παιδάκι μου, τί συμπεριφορὰ εἶναι αὐτή;
Ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ τρέμει περισσότερο, ὅταν εἶδε μπροστά του τὸν ἔνδοξο στρατηλάτη.
Τοῦ λέει ὁ Ἀλέξανδρος:
—Πῶς σὲ λένε;
—Ἀλέξανδρο, ἀπαντάει ἐκεῖνος.
Καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε:
—Κοίταξε παιδί μου, ἢ ἄλλαξε συμπεριφορά, ἢ νὰ ἀλλάξεις τὸ ὄνομά σου.
Καὶ ἐμεῖς ποὺ ὀνομαζόμαστε χριστιανοὶ πρέπει νὰ πᾶμε κοντὰ στὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἀποβάλλουμε τὴν δειλία, τὴν σκοτεινιά, τὴν θλίψη, τὴν ταραχὴ καὶ νὰ πάρουμε τὸ φῶς Του, τὴν χαρά Του, τὴν εἰρήνη Του. Νὰ ζοῦμε, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει, γιατὶ ἂν μᾶς καλέσει Ἐκεῖνος κοντά Του τὴν ἐσχάτη ὥρα θὰ τρέμουμε περισσότερο ἀπὸ τὸν στρατιώτη Ἀλέξανδρο. Γι’ αὐτὸ μᾶς προτρέπει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς νὰ ἀλλάξουμε πορεία ζωῆς δίνοντάς μας τὸ στίγμα: «Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην» (Ψαλμ. 118, 60).
Καὶ τοῦτο γιατί ἂν εἶναι νὰ μένουμε ἁπλὰ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὸ φῶς Του καὶ χωρὶς τὴν εἰρήνη Του, τὴν χαρά Του καὶ τὴν δύναμη τὴν ὁποία Αὐτὸς μᾶς δίνει, καλλίτερα θὰ ἦταν νὰ σκεφτοῦμε νὰ ἀλλάξουμε τό ὄνομά μας. Νὰ μὴν λεγόμαστε χριστιανοὶ καὶ δίνουμε κακὸ παράδειγμα στοὺς ἄλλους μὲ τὰ ἔργα μας, μὲ τὴν συμπεριοφορά μας. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, ὅτι «ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ δίνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη» καὶ «σ’ ὅποιον ἔχει λύπη ὁ Χριστὸς τοῦ λείπει».
Ὁ Χριστὸς εἶναι πηγὴ χαρᾶς ἀστείρευτη. Ὅσοι Τὸν πλησιάζουν θά ἀντλήσουν τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», αὐτὸ ποὺ δὲν ἀντλεῖται ἀπο ξεροπήγαδα, ὅπως αὐτὰ τῶν συγχρόνων ἀθέων φιλοσόφων, ποὺ μὲ τὶς βιοθεωρίες τους ἀφήνουν διψασμένους αἰώνια αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦν στὴν σκοτεινιὰ τοῦ θανάτου. Τὸ ἄντλημα ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτο ἀπὸ πόθο γιὰ καλοσύνη, γιὰ ἀνθρωπιά, γιὰ λαχτάρα ψυχικῆς εἰρήνης καὶ εἰρηνικῆς συνυπάρξεως μὲ τοὺς γύρω μας, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν φιλανθρωπία, γιὰ τὴν συμπόνια, γιὰ τὴν δικαιοσύνη, γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὴν ψυχοκτόνο ἁμαρτία, γιὰ καλὴ χρήση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας, ἀφοῦ θὰ διέλθουμε «ἅπαξ μόνον, φεῦ, τοῦ βίου τὴν ὁδόν», σύμφωνα μὲ τὰ ποιήματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου, τοῦ Δομβοΐτου.
Ὁ Χριστός μας εἶναι τὸ φῶς, ἐμεῖς μακριά Του εἴμαστε λυχνάρια σβηστά. Μόνον ἄνθρωποι ποὺ πᾶνε κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ παίρνουν φῶς ἀπὸ τὸ φῶς Του εἶναι φωτοδότες.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐμεῖς μακριά Του εἴμαστε πηγάδια χωρίς νερὸ καὶ βρύσες ποὺ ὅσο καὶ νὰ τὶς γυρίζεις δὲν θὰ στάξουν οὔτε μιὰ σταγόνα.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Ἐμεῖς μακριά Του ζοῦμε στὸν ψεύτικο κόσμο τῆς ἐφήμερης ἀπολαύσεως.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά, αὐτὴν ποὺ ἐνῶ τὴν ἐπιζητοῦμε δὲν τὴν πλησιάζουμε καὶ ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο ταραγμένο καὶ πολεμοχαρῆ.
Θέλουμε νὰ λεγόμαστε χριστιανοί; Ἂς ἀλλάξουμε συμπεριφορά. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν μᾶς ταιριάζει ὅταν δὲν ζητοῦμε «φῶς, περισσότετο φῶς», ὅπως ὁ Γκαῖτε, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ φωτός, τὸν «φῶς οἰκοῦντα ἀπρόσιτον» (Α᾿ Τιμοθ. Στ΄ 16), τὸν Φωτοδότη Χριστό μας, γιὰ νὰ μᾶς φωτίσει καὶ νὰ ἀναπλάσσει τὴν σκοτεινιὰ τῆς ζωῆς μας. Ἂς τοῦ φωνάξουμε μαζὶ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα: «Δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ» (Ἰωάν. δ΄ 15).
Ἂς ἐπιλέξουμε. Ἀλλαγὴ ὀνόματος ἢ ἀλλαγὴ συμπεριφορᾶς στὴν ζωή μας;
Μ.Α. Α. 39 / 22-4-23
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου