Ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Ισίδωρος († 255 μ.Χ. ) έζησε στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και, ως στρατιώτης, είχε την τάξη του Ωπίονος.
Ερχόμενος στη Χίο με στρατιωτικό στόλο, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Νουμέριος, συκοφαντήθηκε από έναν εκατόνταρχο, τον Ιούλιο, ότι ήταν Χριστιανός και σεβόταν τον Χριστό και όχι τους δικούς τους θεούς. Έτσι, τον καλεί ο Νουμέριος και τον ρωτάει αν πράγματι ήταν Χριστιανός. Τότε, ο Άγιος Ισίδωρος, ελεύθερα και άφοβα, ομολογεί την πίστη του, ότι, δηλαδή, ο Χριστός, στον οποίο πίστευε, είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Νουμέριος, έγινε έξω φρενών και προστάζει να ξαπλώσουν τον Άγιο και να τον δέσουν από τα χέρια και τα πόδια και να τον δέρνουν αλύπητα.
Και ήταν θαυμαστό κανείς να βλέπει πως ο Άγιος, παρά τα αλύπητα χτυπήματα στο σώμα του, ήταν γεμάτος από χαρά και ευφροσύνη επειδή βασανιζόταν για την αγάπη του Χριστού. Στη συνέχεια, τον έριξαν μέσα σε καιγόμενο καμίνι, αλλά επειδή και πάλι δεν έπαθε τίποτε, τον έριξαν στη φυλακή.
Ο πατέρας του Αγίου, όταν έμαθε στην Αλεξάνδρεια, ότι ο υιός του αρνήθηκε τα είδωλα και προσκυνεί τον Χριστό, έφθασε το γρηγορότερο στη Χίο και τον βρήκε στα βάσανα του μαρτυρίου. Όταν και ο ίδιος δεν κατάφερε να τον μεταπείσει να αρνηθεί το Χριστό και να προσκυνήσει τα είδωλα, παρεκάλεσε τον Ηγεμόνα να του παραδώσει σ’ εκείνον το γιο του και να αναλάβει ο ίδιος να τον κάνει να αρνηθεί την πίστη του και προσκυνήσει τα είδωλα. Έτσι λοιπόν, πρώτα προσπάθησε να τον μεταπείσει με ημερότητα και με κολακευτικά λόγια και έπειτα να μειώσει στα μάτια του την εικόνα του Χριστού. Όταν, τέλος, είδε ότι κανένα αποτέλεσμα δεν έβγαινε με τα λόγια, τότε, στη συνέχεια, ο ίδιος ο πατέρας του, μετέβαλε την ημερότητά του σε αγριότητα και την πατρική του αγάπη σε μίσος.
Έτσι, σαν άσπλαχνος πια τύραννος και όχι σαν πατέρας, διατάζει και τον δένουν σε άγρια άλογα, από τα οποία, συρόμενος ο Αθλητής του Χριστού κάτω στη γη, κατακόπτονταν οι σάρκες του, ενώ εκείνος υπέμενε τους πόνους με σιωπή και χαρά της ψυχής του και μόνο το Χριστό επικαλούνταν για βοήθεια. Αφού δε, μετά από αρκετό χρονικό διάστημα που τον έσερναν, δεν πέθανε, τον αποκεφάλισαν και, ω του θαύματος, αντί από την σφαγή να χυθεί αίμα, χύθηκε γάλα. Στη συνέχεια, έριξαν το τίμιο και άγιο σώμα του σ’ ένα λαγκάδι για να το κατασπαράξουν τα όρνεα. Παράλληλα, όμως, έβαλαν και φύλακες να το φυλάνε μήπως το κλέψουν οι χριστιανοί.
Μία ευσεβής και ενάρετη, τότε, χριστιανή, η Αγία Μυρόπη, από αγάπη και ευλάβεια προς τον Μάρτυρα, θέλοντας να πάρει το μαρτυρικό σώμα και να το ενταφιάσει, πήγε κρυφά τη νύχτα με τις υπηρέτριές της και, αφού βρήκε τους φύλακες να κοιμούνται, παίρνει το λείψανο του Αγίου, το αλείφει με μύρα και το ενταφιάζει καθώς έπρεπε. Μαθαίνοντας ο άρχοντας, το γεγονός, έδεσε με σίδερα τους φύλακες και τους διέταξε να ψάξουν και να βρουν το λείψανο, αλλιώς θα τους αποκεφάλιζε. Βλέποντας η Αγία Μυρόπη την ταλαιπωρία των στρατιωτών πόνεσε η ψυχή της και σκέφτηκε ότι, αν αυτοί τιμωρηθούν για τη δικιά της κλεψιά, θα γινόταν η ίδια αιτία των φόνων τους. Παίρνει την απόφαση να ομολογήσει στους στρατιώτες την πράξη της. Εκείνοι την αρπάζουν και την πάνε στον άρχοντα όπου και σ’ εκείνον η Αγία ομολογεί χωρίς φόβο όχι μόνο την πράξη της αλλά και τη δικιά της πίστη στο Χριστό. Τότε ο άρχοντας με μανία και θυμό διατάζει να ξεκινήσει το δικό της τώρα μαρτύριο. Έτσι, τη δέρνουν στην αρχή, άσπλαχνα και αλύπητα, με χονδρούς ράβδους και έπειτα τη σέρνουν από τα μαλλιά και την περιτριγυρίζουν σ’ όλη την πόλη. Στο τέλος καταλήγει μισοπεθαμένη στην φυλακή. Εκεί, κατά το μεσονύκτιο, ενώ προσευχόταν, δυνατό φως έλαμψε και γέμισε την φυλακή και κατέβηκε χορός Αγγέλων ψάλλοντας τον τρισάγιο ύμνο. Στη μέση του χορού ήταν ο Άγιος Ισίδωρος ο οποίος τη διαβεβαιώνει ότι η προσευχή της έφθασε στο Θεό και σύντομα θα ήταν μαζί τους λαμβάνοντας το στεφάνι του μαρτυρίου. Με το που τελείωσε ο Άγιος τα λόγια του παρέδωσε και η Αγία Μυρόπη την ψυχή της στο Θεό και αμέσως ολόκληρη η φυλακή γέμισε με ευωδία τόση πολλή που και οι φύλακες ακόμα τρόμαξαν από το παράξενο γεγονός.
Όλα αυτά μάλιστα τα διηγήθηκε ο φύλακας που αγρυπνούσε για την Άγία και όταν τα είδε και τα άκουσε βαπτίστηκε και μαρτύρησε και ο ίδιος για το Χριστό. Το δε λείψανο της Αγίας Μυρόπης τέθηκε εκεί όπου προηγουμένως είχε ενταφιαστεί ο Άγιος Ισίδωρος και έως τώρα φαίνονται οι δύο τάφοι μαζί κολλημένοι.
Νέο Χιακό Λειμωνάριο, Έκδοση 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου